Είναι βέβαιο ότι αναλαμβάνοντας την εξουσία ο Αλέξης Τσίπρας μετά τις εκλογές του περασμένου Γενάρη, ασφαλώς και δεν είχε κατά νου ότι αυτή η συμμαχική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ θα αναγκαζόταν να καταφύγει σε εκλογές μετά από οκτώ μήνες. Και είναι εξίσου βέβαιο ότι εάν μπορούσε να αποφύγει αυτή τη νέα εκλογική αναμέτρηση, πετυχαίνοντας είτε την ομοφωνία στο κόμμα του, είτε ακόμα και ένα «βελούδινο διαζύγιο» με τους διαφωνούντες, θα τις είχε αποφύγει.
Εξάλλου, ο ίδιος που περισσότερο από τον καθένα μόχθησε και ρισκάρισε για να προσφέρει μια νέα ελπίδα στον λαό, χωρίς πάντως να ρισκάρει την ισοπέδωση της χώρας, θα ήθελε να μπορούσε να προχωρήσει τώρα με ηρεμία και χωρίς νέα εμπόδια προς τους επόμενους μεγάλους στόχους που έχουν τεθεί και είναι: α) η ολοκλήρωση των συμφωνηθέντων με τους δανειστές και η επιτυχής αξιολόγηση του Οκτωβρίου που θα ανοίξει τη συζήτηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, β) η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η επαναφορά της οικονομίας σε βιώσιμη ανάπτυξη ώστε μετά από τρία χρόνια να έχει ξεπεραστεί για πάντα η ανάγκη μνημονίων και μέτρων.
Όλα αυτά όμως υπό τις σημερινές επικρατούσες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να γίνουν. Η παραδοξότητα της στήριξης των μέτρων της συμφωνίας από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης ενώ βουλευτές της συμπολίτευσης καταψήφιζαν, είναι απολύτως λογικό πως δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί. Επίσης, δεν θα είχε κανένα νόημα, αλλά και καμία ουσιαστική ωφέλεια, η επιστροφή της χώρας σε κυβέρνηση «τύπου Παπαδήμου» ή η προσπάθεια διεύρυνσης του κυβερνητικού συνασπισμού. Είναι βέβαιο πως οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης θα «φρέναραν» την τεράστια μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχει ανάγκη η χώρα, εδικά εάν μέρος αυτού του κυβερνητικού σχηματισμού γίνονταν κόμματα από αυτά που ο λαός καταδίκασε και έβαλε στην αντιπολίτευση πριν λίγους μήνες.
Ο πρωθυπουργός είχε μία και μόνη επιλογή, λοιπόν: Να πάει σε εκλογές, καθαρίζοντας το κόμμα του από εκείνους που στο όνομα της δικής τους ιδεολογικής «καθαρότητας» αποκάλυψαν ότι ταυτίζονται με το «λόμπι της δραχμής» και τα σχέδια του Σόϊμπλε, αναθέτοντας παράλληλα στον λαό να βγάλει την τελική ετυμηγορία για τα όσα έκανε ή δεν έκανε, πέτυχε ή δεν πέτυχε ο ίδιος και η κυβέρνησή του κατά τους προηγούμενους οκτώ δύσκολους και ταραγμένους μήνες.
Οι εκλογές, ήταν η πλέον λογική λύση.
Μία λύση που δρομολογήθηκε την απολύτως κατάλληλη χρονική στιγμή. Την ώρα που η χώρα αισθάνεται χρηματοδοτική ασφάλεια, όντας μέσα σε μια νέα συμφωνία και αμέσως αφότου εκταμιεύτηκε η πρώτη δόση για να αποπληρωθούν οφειλές του χρέους, αλλά και οφειλές του ελληνικού δημοσίου σε πολίτες.
Παράλληλα, η διενέργεια εκλογών μέσα στις επόμενες τρεις – τέσσερις εβδομάδες δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση που θα προκύψει αμέσως μετά τις εκλογές, έχοντας πλέον χαρτογραφημένο το δρόμο, να σπεύσει για την νομοθετική ολοκλήρωση της συμφωνίας και για να ανοίξει την συζήτηση κεφαλαιώδους σημασίας για το χρέος της χώρας.
Από την πλευρά του, ο Πάνος Καμμένος ανακοίνωσε πως μετά τις εκλογές, η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα επαναληφθεί. Για να ξέρουν όλοι ότι αυτή η οκτάμηνη συνύπαρξη δεν ήταν τυχαία και συμπτωματική. Και ότι υπήρξε μία γόνιμη και εθνικά αναγκαία σύμπραξη που έχει κάθε λόγο να συνεχιστεί, διασφαλίζοντας τη κυβερνητική σταθερότητα. Τα δύο κόμματα απέχουν ιδεολογικά. Η εθνική ανάγκη όμως τα έφερε πολύ κοντά και η συνεργασία τους απέδειξε πως οι Έλληνες μπορούν να συνεννοούνται και ενωμένοι να παλεύουν για το δίκιο και την αλήθεια.
Νομίζω πως η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων συμφωνεί: Η χώρα έχει ανάγκη από σταθερότητα, προκειμένου να πετύχει στο διάστημα των επομένων τριών ετών να βγει νικήτρια από την κρίση, άπαξ δια παντός. Και αυτή τη σταθερότητα την διασφαλίζει το δίδυμο Τσίπρα – Καμμένου που δεσμεύεται, προτού τελειώσει η επόμενη κυβερνητική θητεία να έχει ελευθερώσει την Ελλάδα από τα δεσμά του μνημονίου.