γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη: Νέο τρεντς, επιστροφές στο χωριό. Καθαροί αέρηδες, ησυχία, δεντράκια, λουλουδάκια, ένα σπιτάκι στην άκρη του κόσμου, καλό κρασί, καλό φαγητό και καλή παρέα. Το διαφημίζουν πολύ τα μίντια μετά τις ειδήσεις για τις νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις κι ύστερα μαγειρεύουν στο ύπαιθρο παραδοσιακές συνταγές με αγνά υλικά. Μάλλον επίτηδες το κάνουν. Σε απελπίζουν με το να σου λένε ότι θα πάρεις τα τρία σου και μετά σου κοτσάρουν το βιντεάκι με τα πλατάνια και τα πουλιά που πετούν, σα να σου λένε: Κάνε τη σύγκριση. Τι περιμένεις;
Καλή η αποκέντρωση, δε λέω. Πολύς κόσμος νιώθει πως δεν αντέχει άλλο την παράνοια των μεγαλουπόλεων, τα μαζεύει μια ωραία μέρα και την κάνει για τα βουνά και τις ερημιές. Αλλά έχει μεγάλη διαφορά το ύπαιθρο όταν πας για επαναφόρτιση ένα σαββατοκύριακο, από το να μένεις μόνιμα εκεί. Τεράστια. Τα χωριά δεν έχουν ανάγκη τόσο από τους νέους ανθρώπους, όσο έχουν ανάγκη από τις κατάλληλες υποδομές που θα αποτελέσουν το κίνητρο για τους νέους ανθρώπους να τα τιμήσουν με την παρουσία τους.
Και μη μου αρχίσετε τα «οι παππούδες μας μια χαρά έζησαν στα χωριά, με τις κατσικούλες και τις κοτούλες τους, χωρίς τηλεοράσεις και τηλέφωνα, χωρίς ρεύμα και νερό».
Ο κόσμος προόδευσε για να απαλλαχτεί επιτέλους ο άνθρωπος από αυτόν το μόχθο της καθημερινότητας. Για να μη χρειάζεται ο άνθρωπος να ξεπατώνεται από τα χαράματα ως τα μεσάνυχτα ΜΟΝΟ για να εξασφαλίσει τα της ημέρας, κάνοντας απανωτά παιδιά γιατί ποτέ δεν του φτάνουν τα χέρια.
Και σοβαρά τώρα, πόσοι νέοι είναι ικανοί να ζήσουν έτσι; Πόσοι ξέρουν πώς να ζήσουν έτσι;
Αυτά για τους ακραία εναλλακτικούς.
Τώρα για τους υπόλοιπους, που θέλουν το χωριό τους, αλλά θέλουν και το ρεύμα τους, θέλουν και το wi-fi τους. Καλά όλα τα κινηματογραφικά, αλλά αν δεν υπάρχουν τα στοιχειώδη στην επαρχία, τότε η επαρχία είναι αφιλόξενος τόπος. Τα χωριά δεν είναι ούτε όλο το χρόνο μες τον ήλιο και την τρελή χαρά, το καλό και καθαρό κρέας δε …φυτρώνει στην αυλή σου- για την ακρίβεια τίποτα δε φυτρώνει άμα δε φουσκαλιάσουν τα χέρια σου από το σκάψιμο, τα κτήματα δεν παράγουν μπρούσκο- μεσολαβούν πολλά, πολλά στάδια ως εκεί- τα κοτόπουλα ναι, κάποιος τα αρπάζει και τους κόβει το λαρύγγι στην ψύχρα κι εκτός κι αν θέλεις να πληρώνεις ΚΑΙ γι’ αυτό θα πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Για το λάδι μήπως θέλετε να σας πω πώς βγαίνει; Σίγουρα πάντως πρώτα πρέπει να σου βγει το δικό σου το λάδι πριν το ρίξεις στη σαλάτα.
Γενικά για να επιβιώσεις στην επαρχία με όλα τα καλά πρέπει να σου γίνει ο κώλος φινιστρίνι στη δουλειά (αλλιώς δε συμφέρει οικονομικά, ξέχασέ το) και τις περισσότερες φορές ο περισσότερος κόσμος έχει τόση πολλή δουλειά, που θα τον συναντήσεις κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, άντε κι άλλες δυο φορές σε κανένα πανηγύρι, οπότε θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος ψυχολογικά να απομονωθείς πλήρως και να μιλάς στις κοτούλες σου και στα ζαρζαβατικά σου. Πίστεψέ με, δεν είσαι. Όχι έτσι.
Τα σχολεία στα μικρότερα χρονιά κλείνουν το ένα μετά το άλλο, τα παιδιά κάνουν πολλά χιλιόμετρα για το ένα ξεχασμένο σχολείο του κεφαλοχωριού με σπασμένα τζάμια και χωρίς θέρμανση, ο αγροτικός γιατρός περνάει κάθε βδομάδα κι αν χρειαστείς γιατρό θα πρέπει να πας στην πόλη- όπου κι αν είναι αυτή (κι αυτό προϋποθέτει να διαθέτεις και ανάλογο μεταφορικό μέσο ΚΑΙ φουλαρισμένο βενζίνη). Μια φορά να σου αρρωστήσει το μωρό καταχείμωνο στο βουνό με το χιόνι να παγώνει στην άκρη του δρόμου και να πρέπει να κάνεις 40 χιλιόμετρα στροφιλίκι για γιατρό, κι άλλη δε θα κάτσεις να περιμένεις να σου τύχει. Για να μη μιλήσω για τα λιγότερο δημοφιλή και άπειρα μικρονήσια μας.
Το Μικρό Σπίτι Στο Λιβάδι δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την ελληνική επαρχία και πραγματικότητα, και προφανώς δεν έχει καμία σχέση με καμία πραγματικότητα, γιατί η συγγραφέας της σειράς δεν είχε ποτέ της σκοπό να γράψει ένα γλυκανάλατο παραμυθάκι, αλλά τη σκληρή αλήθεια της ζωής στο Νότο των 200 χρόνων πριν, και πολύ περισσότερο η συγγραφέας αποτύπωσε την αλήθεια της επαρχίας, ακόμα και τη σημερινή, παρά η σειρά τότε.
Στις ερημιές πάει ο γέρος για να αποσυρθεί. Ο νέος πρέπει να ζήσει. Τα παιδιά βρίσκουν κι αλλού λασπολακούβες να κυλιστούν μέσα- το θέμα είναι πόσο ακομπλεξάριστος είναι ο γονιός (και γενναίος) για να το αφήσει. Μα τα παιδιά είναι και άνθρωποι, και οι άνθρωποι είναι ζώα αγελαία. Και τα πέντε και μισό παιδιά του χωριού δε φτάνουν για να ανοίξει αυτό το ρημάδι το μυαλό. Και η ζωή δεν είναι ο μικρόκοσμος του καθένα μας, καλώς ή κακώς.
Δεν είναι και λιγάκι εγωιστικό, να έχεις ζήσει τα νιάτα σου, τις βλακείες σου, να χόρτασες, και μετά να αποφασίζεις να καταδικάσεις τα παιδιά σου στην ερημιά; Και φυσικά ΔΕΝ καταδικάζω την επαρχία. Η επαρχία είναι απίστευτα όμορφη και μακάρι να μπορούσε ο κόσμος να μοιραστεί εξ’ ίσου στην ελληνική επαρχία, από το να ερημώνουν τα χωριά και να ασφυκτιούν οι πόλεις. Όμως δεν υπάρχει υποδομή, προοπτική και στήριξη ώστε οι άνθρωποι να το επιχειρήσουν (και να πετύχουν, φυσικά).
Θες να επιστρέψεις σε χωριό. Αλλά να επιστρέψεις …πού; Στην ερημιά; Η επαρχία ερημώνει. Την ελληνική επαρχία την έχουν ξεχάσει. Ο κόσμος της παλεύει να βρει τρόπους και λόγους για να μείνει, αλλά κανείς δεν βοηθά.
Αντί να μας διαφημίζουν χαρούμενους ανθρώπους που γεμίζουν τις ποδιές τους ζαρζαβατικά από τον κήπο τους και μαγειρεύουν το καλό κρέας το αλανιάρικο στη μασίνα έξω στην αυλή, ας θυμόμαστε ότι ο κήπος φτιάχνεται από χέρια και δεν υπάρχει από μόνος του, το αλανιάρικο το πληρώνεις πάνω από 10 στο κιλό – κι αν το θρέφεις μόνος σου άντε να σου βγει 8,90- τα ξύλα που καίει η μασίνα πρέπει κάποιος να τα κόψει, να τα σκίσει, να τα φορτώσει, να τα ξεφορτώσει, να τα στιβιάσει και μετά να ξέρει να ανάψει και φωτιά, αλλιώς είπαμε: Αν δεν μπορείς να επιβιώσεις μόνος σου στην επαρχία, μην πας. Θα σου στοιχίσει τα διπλάσια σε λεφτά από την πόλη, κι αν δεν κάνεις τίποτα επειδή δεν μπορείς και μόνο αγναντεύεις το άπειρο και να μιλάς στα πουλιά όλη μέρα, μέχρι να βγει ο μισός χειμώνας θα τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα.
Τώρα, είπα και παραπάνω ότι ο γέρος πάει στις ερημιές, για να αποσυρθεί. Η λογική ερώτηση είναι: Μα τι να κάνει στην επαρχία ένας γέρος που δεν μπορεί να σκάψει, δεν μπορεί να κόψει ξύλα, δεν μπορεί να κουβαλήσει ξύλα, δεν μπορεί να σέρνει τα κατσίκια να βοσκήσουν μες στα βουνά; Ο γέρος τρώει λίγο. Ο γέρος δε χρειάζεται να ζεστάνει ολόκληρο σπίτι, ούτε μεγαλώνει παιδιά. Ο γέρος κι αν τα τινάξει, τουλάχιστον θα πάει κοιτώντας τα δέντρα κι όχι τον απέναντι τοίχο. Μεταξύ μας, κι εγώ θα το προτιμούσα από ένα ρημαγμένο διαμέρισμα που βλέπει σε μισό ακάλυπτο που βρωμάει κάτουρο γάτας και οι απέναντι ρίχνουν τα σκουπίδια τους και οι διπλανοί τις αναμμένες γόπες τους.
Οι νέοι συνεχώς και δυστυχώς εγκαταλείπουν την επαρχία και καλύτερα να ξεκινήσουμε από κει, πριν προσπαθούμε να τους ψήσουμε ότι αυτή είναι η απάντηση στην κρίση της Ελλάδας γενικότερα και την κρίση των πόλεων ειδικότερα. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο, είναι ότι από τη μία έχουμε άνεργους και άεργους νέους που προσπαθούμε είτε να τους στείλουμε σε μια επαρχία στείρα από ζωή είτε στο εξωτερικό, κι από την άλλη τους στερούμε το δικαίωμα διαμαρτυρίας όταν ξεμένουν σε μια Ελλάδα με άχρηστα πτυχία, δουλειές του ποδαριού και μισθό τρεις κι εξήντα μένοντας με τους γονείς ως τα γεράματα- επιμένοντας πως στην κατάστασή μας, θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες που έχουν έστω κι αυτά.
Γιατί τον άνεργο νέο τον λες και τεμπέλη, άμα δε σηκωθεί χαράματα για να τρέξει να προλάβει το μετρό για να κάνει μια εντελώς ανούσια δουλειά για ένα βασικό μισθό που δεν ξέρει κι αν θα τον πάρει, τον λες και κηφήνα που ζει από τη σύνταξη του μπαμπά. Στην άλλη μεριά, το άλλο παιδί που ξεπατώνεται σε μια τέτοια δουλειά του κώλου μελετώντας παράλληλα σαν τρελό για να σηκωθεί επιτέλους να φύγει μπας και προκόψει- αφού οι παλιότεροι τα κάνανε σκατά και τώρα δεν έχει ούτε παρόν ούτε μέλλον- το λες κι εγωιστή, φυγόπονο και καλοπερασάκια, αφού αντί να κάτσει και να αγωνιστεί και να παλέψει και να τρέχει στις πορείες, προσπαθεί να τα μαζέψει και να εξαφανιστεί, αφήνοντας τη χώρα του να αργοπεθαίνει.
Σαν κάτι να μας διαφεύγει…
& Εκείνος: Πριν από …πάνω-κάτω-παραπάνω από τριάντα χρόνια (που πήγαν τα χρόνια ρε γαμώτο) εκπλήρωσα μια πολύ έντονη προσωπική μου επιθυμία, να μετακομίσω μόνιμα σε …χωριό. Όχι στην Ελλάδα, στο καταπράσινο και αντικειμενικά πανέμορφο Γιορκσάιρ της Αγγλίας. Και μάλιστα στη λοφοσειρά των Ντέιλς, στην πιο όμορφη περιοχή του δυτικού Γιορκσάιρ.
Το δυτικό Γιορκσάιρ το είχα γνωρίσει καλά χάρις στα πολλά ταξίδια που είχα κάνει στην περιοχή και όταν βρήκα δουλειά σε μεγαλούπολη, μια ώρα απόσταση με το αυτοκίνητο, η επιλογή της περιοχής που θα έμενα ήταν η πιο εύκολη απόφαση. Κάτι ακόμα που συμπτωματικά βοήθησε ήταν η …Θάτσερ. Η σιδηρά κυρία της Βρετανίας με τις εγκληματικές οικονομικές πολιτικές της είχε σχεδόν δολοφονήσει την βόρεια Αγγλία και ειδικά το Γιορκσάιρ, βυθίζοντας το στην ανέχεια και την ανεργία. Έτσι σε συνέφερε πιο πολύ να αγοράσεις σπίτι (με δάνειο φυσικά) στο Γιορκσάιρ παρά να νοικιάσεις διαμέρισμα στα κοντινά Μάντσεστερ, Σέφιλντ ή Γιορκ.
Έτσι, δυο μήνες μετά την πρόσληψή μου, βρέθηκα συνιδιοκτήτης (η τράπεζα ήταν ο κυρίως ιδιοκτήτης) σπιτιού με δυο κρεβατοκάμαρες, σαλόνι και κήπο σε χωριό είκοσι-εικοσιπέντε σπιτιών, ενός σουπερμάρκετ/ταχυδρομείο/τράπεζα, μιας εκκλησίας με νεκροταφείο και δυο παμπ.
Εδώ χρειάζεται να τονίσω και να ξεκαθαρίσω τρία πολύ σημαντικά πράγματα για τη εξέλιξη της ιστορίας.
1ο Μιλάμε για την δεκαετία του ‘80, οπότε ούτε wi-fi υπήρχε αλλά ούτε Google, Facebook, YouTube ή Netflix. Υπήρχε τηλεόραση, με πέντε κανάλια στην Αγγλία τότε, υπήρχε ραδιόφωνο με πολλούς πανκ πειρατικούς σταθμούς και εφημερίδες/περιοδικά στο σουπερμάρκετ/ταχυδρομείο/τράπεζα. Φυσικά ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΙΝΗΤΑ!
2ο Αυτό δεν το λέω με ιδιαίτερο καμάρι και θα σας παρακαλέσω να μη γελάσετε, δεν είναι αστείο, αλλά ενώ είχα δει ρινόκερο στα πέντε μου, είχα χαϊδέψει ελέφαντα στα εννιά και κρατήσει στην αγκαλιά μου πιθηκάκι στα δέκα – αυτά σε τσίρκο ή σε ζωολογικό κήπο – είδα για πρώτη μου φορά από κοντά πρόβατο στα …δεκαεπτά μου και αγελάδα στο Γιορκσάιρ στα εικοσιβάλε μου. Τέτοια εξοικείωση με το …χωρίο!
3ο Στο χωριό μετακόμισα αρχές καλοκαιριού, πράγμα που σημαίνει ότι τα πουλάκια κελαηδάνε, το χορτάρι είναι πράσινο και οι άνθρωποι χαμογελάνε πίνοντας μπίρες.
Και επειδή μάλλον πρέπει να το επαναλάβω, εγώ δεν πήγα στο χωριό για να γίνω αγρότης και στον κήπο τριανταφυλλιές σκόπευα να βάλω, εγώ πήγα στο χωρίο περισσότερο για την άπλα του, τον καθαρό αέρα και ναι τα πιο υγιεινά προϊόντα απ’ ευθείας από τον παραγωγό. Δεν είχα σκοπό να φυτεύω φασολάκια και ντομάτες ούτε να αποκτήσω πρόβατα και κοτούλες.
Το καλοκαίρι λοιπόν πέρασε ευχάριστα, διακοσμώντας το σπιτάκι, φυτεύοντας τριανταφυλλιές και πίνοντας μπίρες στον κήπο και στο Ρωμαϊκό κάστρο που ήταν κοντά μου, αλλά μετά ήρθε το φθινόπωρο. Και μαζί με το φθινόπωρο ήρθε η βροχή …στο σαλόνι. Και στη σοφίτα. Και στο ένα υπνοδωμάτιο. Και στο τέλος πλημμύρισε και το υπόγειο. Και μετά ήρθε το κρύο και επειδή πέτρινο το σπίτι, κοιμόμασταν με τα πουλόβερ και τρία ζευγάρια κάλτσες κάτω από δυο παπλώματα. Μετά χάλασε το γκάζι και στο μεταξύ το πορτοφόλι μου και ο λογαριασμός στη τράπεζα είχαν αποκτήσει …σπιτική τρύπα σε σημείο που να κοπεί η μπίρα και το παμπ.
Και μετά ήρθε ο χειμώνας. Και τα χιόνια. Και πάγωσαν οι σωλήνες του νερού. Και κάποιος έριξε ένα βράδυ τον φράχτη και έπρεπε στους -10 να τον ξαναστήσω κι έφτασε ένα σαββατοκύριακο που ήμουν τόσο κουρασμένος που …έβγαλα εισιτήρια για την Ελλάδα να έρθω στην Αθήνα να αναπνεύσω εξάτμιση και νέφος μπας και συνέρθω από το …χωριό.
Όταν μετά από τέσσερα χρόνια οι συνθήκες κατά κάποιο τρόπο μου επέβαλλαν την επιστροφή μου στη πόλη και στο διαμέρισμα σας βεβαιώ ότι το έκανα με …χαρά και ανακούφιση, αφήνοντας το σπίτι στο χωριό να εξυπηρετεί σαββατοκύριακα …ξεκούρασης μια φορά το δίμηνο.
Από τότε κι όταν αναφέρομαι σε εκείνη τη περίοδο το κάνω με νοσταλγία και με δεκάδες τρυφερές αναφορές σε αναμνήσεις από περιστατικά και ανθρώπους, συμπεριλαμβανόμενης και της πρώτης μου συνάντησης με κοπάδι αγελάδων στον …κήπο μου. Αλλά … ΑΛΛΑ, δεν θα ήθελα με τίποτα να το ξαναζήσω. Και μόνο η ανάμνηση της κούρασης, πολλές φορές της απελπισίας ή του πόσες φορές ένιωσα ανίκανος να αντιμετωπίσω αυτά που μου έφερνε η για τους ντόπιους φυσιολογική ζωή, με κάνει να …το βάζω στα πόδια. Και σκεφτείτε, εγώ δεν ήμουν χωρικός κι ούτε επρόκειτο να εξαρτηθώ από τη δουλειά μου στο χωράφι.
Εν ολίγοις η επιστροφή στο χωριό για κάποιον που δεν ξέρει από μέσα τι σημαίνει ζωή στο χωριό απαιτεί την οικονομική άνεση που να σε απεξαρτήσει από τη δουλειά στο χωράφι και να σου δώσει την ισχύ να αντιμετωπίσεις αυτό που οι άνθρωποι στο χωριό ονομάζουν ….καθημερινότητα. Αν δεν υπάρχει η οικονομική άνεση τότε …τι να σας πω, σκεφτείτε για ποιους λόγους οι περισσότεροι παππούδες σας και γιαγιάδες σας άφησαν το χωριό για την πόλη: σκληρή δουλειά, χωρίς απολαβές και καθημερινότητα γεμάτη στερήσεις και στα όρια της φτώχειας.
ΥΓ. Στη φωτογραφία, το “χωριό” μου σε φωτογραφία ρετρό του 1940.