γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη: Με τους θανάτους νέων ανθρώπων ένα πράγμα συμβαίνει πάντα στην αρχή: Το σοκ της απότομα οριστικής απουσίας τους από τις ζωές μας. Ο θάνατος δεν πονάει μόνο όταν μας συνδέουν συγγένειες ή στενές φιλίες. Έχουμε πάντοτε την τάση να απαγκιστρωνόμαστε από τις σταθερές του περιβάλλοντός μας και συνήθως κάποιες από αυτές τις σταθερές είναι και άνθρωποι – χωρίς απαραίτητα μια στενή σχέση.
Μπορεί να είναι ο γείτονας με τον οποίο συναντιέσαι σπάνια αλλά ξέρεις πάντα ότι είναι εκεί, στο διπλανό διαμέρισμα. Μπορεί να είναι ο περιπτεράς απέναντι από το σπίτι σου, που δε θα ανταλλάξεις παραπάνω από πέντε τυπικές λέξεις, αλλά ξέρεις ότι πάντα είναι εκεί. Μπορεί να είναι ο γονιός ενός συμμαθητή του παιδιού σου, με τον οποίο θα πεις μόνο μια καλημέρα και ίσως συναντηθείς στις σχολικές γιορτές. Αλλά ξέρεις ότι πάντα είναι εκεί.
Γιατί; Γιατί πάνω από όλα είναι σχεδόν συνομήλικός σου. ΠΡΕΠΕΙ να είναι «πάντα» εκεί. Δεν έχουν καμία δουλειά οι νέοι να πεθαίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο.
Πόσο μάλλον όταν αυτός ο θάνατος έρχεται ύπουλα, αθόρυβα, απροειδοποίητα. Δεν ήταν ένα τροχαίο ή μια αρρώστια ή κάτι τέλος πάντων που να βάζει σε μια μικρή γωνίτσα του μυαλού σου το ενδεχόμενο του θανάτου – όχι ότι μπορείς ποτέ να προετοιμαστείς για κάτι τέτοιο, αλλά…
Μετά από αυτό το πρώτο σοκ λοιπόν, έρχεται ο φόβος. Φοβάσαι ότι αυτό μπορεί τελικά να συμβεί στον οποιονδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, όποιος κι αν είναι, όσο καλός και αν είναι, ότι κι αν έχει πίσω του. Φοβάσαι γιατί διαπιστώνεις ξανά ότι ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις και παρόλο που αυτό αποδεικνύεται καθημερινά (πόσο θάνατο ακόμα θα βλέπουμε;) όταν δεν είναι τόσο κοντά μας που να μας αγγίξει, ε δε μας αγγίζει.
Κι ύστερα έρχονται τα πώς και τα γιατί. Γιατί. Γιατί ένας νέος άνθρωπος να πεθάνει έτσι ξαφνικά. Γιατί η καρδιά του να αποφασίσει να πάψει να χτυπάει. Γιατί κανείς μας δεν κατάλαβε τίποτα.
Και οι υποθέσεις: Κάτι θα είχε, δεν μπορεί. Ένας υγιής οργανισμός δεν πεθαίνει έτσι απλά. Κάτι θα ήταν και δεν το είχε δει. Κάτι θα υπήρχε και θα το είχε αμελήσει.
Κι εκεί ακριβώς ο φόβος μεγαλώνει και γίνεται διαπίστωση που δε θέλουμε να παραδεχτούμε: Από πότε έχουμε να κοιταχτούμε σε έναν γιατρό;
Από ποτέ.
Οι μισοί είμαστε ανασφάλιστοι, οι άλλοι μισοί άνεργοι και όταν κάτι απλώς πονάει ή ενοχλεί …δεν του δίνουμε σημασία.
Ποιος θα πληρώσει 30-50-70-100 ευρώ για μια επίσκεψη σε γιατρό για ένα πονάκι εδώ κι εκεί που μπορεί να και να μην είναι τίποτα τελικά – και μάλλον τίποτα δε θα είναι, αλλά βάλε το άγχος, βάλε ότι δεν κοιμήθηκες καλά χθες το βράδι, ε ψιλοπιάστηκες, άστο μωρέ, θα περάσει μόνο του.
Ποιος θα χάσει το ελεεινό του μεροκάματο για να περιμένει ώρες μαζί με άλλους ταλαίπωρους και άλλους πολύ άρρωστους για να τον δει κάποιος, για κάτι που ίσως είναι, ίσως δεν είναι, έλα μωρέ, ένα παυσίπονο, ένα τσάι, λίγος ύπνος, θα περάσει κι αυτό, κάπου δεν είχαμε ένα κουτί αντιβιοτικά από πέρσι;
Και πολύ περισσότερο: Χωρίς να πονάει κάτι, χωρίς κάτι να ενοχλεί, πόσοι αποφασίζουν να κάνουν κάποιες τυπικές εξετάσεις μετά από μια χ ηλικία, έτσι για να ξέρουν πού βρίσκονται και αν πρέπει να προσέξουν κάτι; Όταν αυτό που θα ‘πρεπε να είναι μια τυπική διαδικασία μισαώρου, είναι Γολγοθάς
Δεν τρώμε καλά, γιατί δε μας φτάνουν τα χρήματα να έχουμε πάντα στο τραπέζι μας ποιοτικό φαγητό. Έχω ξαναγράψει για το «μαρτύριο» του σούπερ μάρκετ όταν δεν υπάρχουν λεφτά. Όταν δεν έχεις, δεν κοιτάς τις ταμπελίτσες των συστατικών. Κοιτάς μόνο τις τιμές για να σου βγάλουν περισσότερα γεύματα. Όταν δεν έχεις, τρως ό,τι βρεις.
Άγχος, ψυχολογική πίεση, σωματική κόπωση, έλλειψη ξεκούρασης, έλλειψη καλού ύπνου και φαγητού. Κάπνισμα, αλκοόλ, έλλειψη άσκησης. Το ιδανικό κοκτέιλ του θανάτου.
Όσοι κι αν αποφασίζουν να πεταχτούν στο γιατρό τους για κάποιες τυπικές εξετάσεις ή για το πονάκι εδώ κι εκεί που τους ταλαιπωρεί, λίγοι είναι αυτοί που πραγματικά μπορούν να το κάνουν.
Δεν υπάρχουν χρήματα. Δεν υπάρχει περίθαλψη. Κι αν κάτι κάποιος δεν το νιώσει πραγματικά επείγον …θα το αφήσει.
Δυστυχώς πολλά από αυτά σε συνδυασμό με το παραπάνω κοκτέιλ είναι σχεδόν σίγουρο πως θα καταλήξουν σε κάτι πραγματικά επείγον, πολύ πιο σοβαρό και πολύ δυσκολότερο να περάσει (αν δεν είναι μη αναστρέψιμο κιόλας).
Το σίγουρο είναι πως ο εαυτός μας είναι ό,τι έχουμε και αυτό το ταλαίπωρο κορμί που σέρνουμε δεν μπορούμε να το αποχωριστούμε και θα το κουβαλάμε για πολλά χρόνια ακόμα, οπότε ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε για να το προστατεύσουμε και να το θωρακίσουμε, είναι το μόνο στο οποίο έχουμε ακόμα τον έλεγχο κι εξαρτάται από εμάς.
& Εκείνος: Όταν η κρίση με τον κοροναϊό βρισκόταν στην πρώτη του κορύφωση, με τον φόβο να διαχέεται παγκόσμια, την Ελλάδα να βρίσκεται στις λίστες με τα λιγότερα θύματα και την Σουηδία διαμετρικά αντίθετα στη λίστα με τους συνεχόμενα περισσοτέρους θανάτους, δυο πολύ στενοί φίλοι μου είπαν: μπορεί τα πράγματα να είναι χειρότερα στη Σουηδία αλλά χαίρομαι που δεν είσαι στην Ελλάδα. Σκεφτείτε και δείτε πόσο τρομακτικό αλλά ταυτόχρονα και αντιπροσωπευτικό για την κατάσταση του συστήματος της υγείας στην Ελλάδα είναι αυτό που μου έλεγαν. Καλύτερα στη Σουηδία που μετράει δεκάδες νεκρούς την ημέρα παρά στην Ελλάδα των δεκάδων αρρώστων την βδομάδα. Πόσο, μα πόσο ανατριχιαστικό.
Αλλά καλύτερα πριν κοιτάξετε το Ελληνικό ΕΣΥ, ας σας πω λίγα πράγματα για την κατάσταση μου τώρα με την πανδημία να έχει σκοτώσει εκατοντάδες στη Σουηδία και χιλιάδες σε όλον τον κόσμο. Ανήκω στην “επικίνδυνη” κατηγορία για τον κοροναϊό με επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό κυρίως λόγω του χρόνιου διαβήτη. Με το που φάνηκαν τα πρώτα δείγματα του ιού στην Ευρώπη και κάποια στιγμή στις αρχές του Φλεβάρη, μου τηλεφώνησε ο γιατρός – από το τοπικό ΙΚΑ – που με παρακολουθεί για κάποιες πρώτες συμβουλές που κατέληγαν στο όσο λιγότερες επαφές με άλλους και αποφυγή χρήσης των ΜΜΜ. Ακολούθησαν αμέσως εξετάσεις αίματος και μέχρι τα μέσα του Μαρτίου είχα ήδη κάνει το πρώτο τεστ για τον κοροναϊό (που ήταν αρνητικό), είχα μιλήσει με τον γιατρό άλλες δυο φορές και μια από τις ειδικές για τους διαβητικούς νοσοκόμες – πάντα από το τοπικό ΙΚΑ – με είχε επισκεφτεί στο ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ για να δει ότι όλα πάνε καλά με την υγεία μου και ακολουθώ τις συμβουλές του γιατρού μου.
Μέχρι τον Ιούλιο που το πρώτο “κύμα” είχε περάσει και η κατάσταση στη Σουηδία φαινόταν να έχει σταθεροποιηθεί με τον αριθμό αρρώστων και νεκρών να πέφτει δραματικά, είχα δει τον γιατρό μου άλλες δυο φορές, την νοσοκόμα μια φορά την εβδομάδα, είχα κάνει εξετάσεις αίματος μια φορά τον μήνα, δυο ακόμα τεστ για τον κοροναϊό και γενικά είχα αποφύγει κοινωνικές επαφές και άσκοπες επισκέψεις στο κέντρο περιοριζόμενος να δουλεύω κυρίως από το σπίτι. Τον Σεπτέμβρη η Σουηδική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι κανένας νεκρός και κανένας ασθενής στα ΜΕΘ ενώ παράλληλα συνέχισε να προειδοποιεί τον κόσμο να μην αλλάξει τη στάση του προς τις προφυλάξεις γιατί ο κοροναϊός μας περιμένει στη γωνία, όπως απέδειξε η …Ελλάδα. Για μένα τίποτα δεν άλλαξε. Ο γιατρός συνέχισε να μου μιλάει στο τηλέφωνο μια φορά στις δεκαπέντε, η νοσοκόμα συνέχισε τις επισκέψεις μια φορά τη βδομάδα και φυσικά εγώ συνέχισα τις περιοδικές αλλά πιο συχνές τώρα, εξετάσεις αίματος.
Ξέρετε πως βιώνει την κατάσταση ένας διαβητικός στην Ελλάδα; Ένας χρόνια διαβητικός; Το χειρότερο δείγμα είναι ότι ενώ εγώ ΔΕΝ χρειάζομαι συνταγογράφηση για την ινσουλίνη μου αλλά μπορώ να την αναζητήσω και να την πάρω σε ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ φαρμακείο ή νοσοκομείο της χώρας με την επίδειξη της ταυτότητάς μου στην Ελλάδα ο διαβητικός χρειάζεται συνταγή γιατρού για περιορισμένη δοσολογία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά (ανά δυο ή τρεις μήνες) πρέπει να στηθεί σε ουρές για την συνταγή και ο γιατρός που τον παρακολουθεί – τον χρόνια διαβητικό – να αποδεχτεί ότι πραγματικά …χρειάζεται ινσουλίνη για να του γράψει τη συνταγή. Κι αυτά πριν αρχίσουμε να μιλάμε για το κόστος για μένα και για τον διαβητικό στην Ελλάδα γιατί θα πάθετε κρίση οξείας Κουλίτιδας αν σας πω ποιο είναι.
Τώρα πάμε στα δύσκολα, ξέρετε πως βιώνει την κατάσταση ένας απλός πολίτης με βήχα και λίγο πυρετό; Αν είναι μάλιστα ανασφάλιστος ή άνεργος; Η λογική λέει ότι πρέπει να υπάρχουν αρκετοί άνεργοι στην Σουηδία, ανασφάλιστοι αμφιβάλλω αλλά στην Ελλάδα είναι τα δυο πέμπτα (2/5) του συνολικού πληθυσμού και αυτό καταγεγραμμένο από τη στατιστική υπηρεσία και αποδεκτό στην κυβέρνηση δημοσιοσχετιστών απατεώνων του ΚυριαΚούλη Μητσοτάκη. Πως το βιώνει; Η Κατερίνα υπήρξε ήδη πολύ περιγραφική παραπάνω.
Πως να αμυνθείς στον κοροναϊό όταν η ίδια η κυβέρνηση σου και προσωπικά ο πρωθυπουργός αδιαφορούν για σένα; Όταν καταστρέφουν το ΕΣΥ και επιλέγουν για χάριν της κονόμας των νταβατζήδων τους να “ανοίξουν” την χώρα στον κοροναϊό καταδικάζοντας μέρος του πληθυσμού συνειδητά σε θάνατο.
Αλλά όπως λένε και οι φίλοι μου: καλά που εσύ ζεις στη Σουηδία.