γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη: Δε χωράει καμιά αμφιβολία πως τα Likes αρέσουν σε όλους μας. Και ποιος δεν θέλει να αρέσει; Ποιος θέλει να περνά απαρατήρητος; Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη της παρέας και της επιβεβαίωσης.
Στα social media όλοι μας φτιάχνουμε έναν εαυτό λίγο καλύτερο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, λίγο πιο όμορφο- παίζοντας με την κάμερα και βγάζοντας 579 φωτογραφίες με την ίδια πόζα μέχρι να την πετύχουμε-, λίγο πιο έξυπνο -διαλέγοντας από τα πιο cool και ψαγμένα quotes-, λίγο πιο μουσικόφιλοι, σινεφίλ και διαβασμένοι, λίγο κοσμογυρισμένοι, κι ύστερα παίζουμε με τα στιγμιότυπα της ζωής μας μοιράζοντας φωτογραφίες, δηλώσεις και κομμάτια μας, ανεβάζοντάς τα όλα στο Facebook και περιμένουμε αντιδράσεις. Κι όσο περιμένουμε την ανταπόκριση να πιάσει τα …νούμερα που έχουμε στο μυαλό μας, σε κάθε μικρό διάλειμμα της μέρας, τρέχουμε εκεί. Το ότι θα έπρεπε να είμαστε αλλού, το καταλαβαίνετε. Αλλά ας είναι.
Η κρίση μας έκλεισε μέσα, μας έκανε κακόκεφους, γκρινιάρηδες, μας γέμισε προβλήματα που στην πραγματικότητα θέλουμε να κρύψουμε, έτσι εκθέτουμε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας που όμως λίγο ανταποκρίνεται στην αλήθεια, μα είναι πολύ κοντά της: Είναι αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, η ζωή που θα θέλαμε να ζούμε, ή που ζούσαμε κάποτε. Εξάλλου, ας είμαστε ειλικρινείς: Όλοι μας έχουμε τόσα προβλήματα. Να μας λείπουν και στο Facebook οι γκρινιάρηδες και προβληματικοί φίλοι. Συμπονούμε και συμπάσχουμε, αλλά όταν έχουμε την όρεξη. Όταν εμάς προσωπικά, δε μας αγγίζει. Όταν ξέρουμε ότι με μια εικονική αγκαλιά ξεμπερδέψαμε. Ε;
Υπάρχει μια ομορφιά σε όλο αυτό. Επικίνδυνη μεν, αλλά υπάρχει. Είναι ωραίο όταν είσαι καθηλωμένος σ’ ένα υπολειτουργικό νοσοκομείο με προβλήματα υγείας που αν ήσουν αλλού ίσως να μην τα είχες- ή αναγκασμένος να δουλεύεις δυο δουλειές για να τα βγάλεις πέρα κι έχεις αποκλειστεί από τη ζωή την έξω, να έχεις δημιουργήσει μια ρουτίνα που βασικά μιμείται αυτά που θα έκανες αν είχες ζωή: Καφεδάκι με τα φιλαράκια, συζητήσεις, μουσικές, αγκαλιές και παιδικά πάρτι, ανταλλαγές απόψεων και συνταγών και μοίρασμα της χαράς και της λύπης.
Όλοι πέφτουμε καθημερινά σε τέτοια ποστ από σημαντικές στιγμές, γάμοι και βαφτίσια, γεννητούρια, χωρισμοί, θάνατοι και προαγωγές, πτυχία και καινούργιες σχέσεις, ταξίδια, εμπειρίες, απολύσεις και οι αγαπημένες μας στιγμές: αγκαλιά με το σύντροφό μας, τα παιδιά μας, το σκυλί ή τη γάτα μας πάνω στον καναπέ που έχουμε στρώσει με το καλό ριχτάρι χωρίς να τσακίζει χιλιοστό, με το λούτρινο μαξιλάρι που κάνει αντίθεση με το χρώμα της γάτας κι ένα φωτιστικό που κουβαλήσαμε από το γραφείο για να κάνει τη σωστή σκιά, αφήνοντας να φανεί και το εξώφυλλο ενός βιβλίου που δεν έχουμε διαβάσει ποτέ και κληρονομήσαμε από κάποιο συγγενή, αλλά είναι βαρύ βιβλίο (φαίνεται!) και παλιά η έκδοση, οπότε πρέπει να το δείξουμε.
Είναι ένας τρόπος να νιώθεις ότι η ζωή δε σε έχει διαολοστείλει, δε συνεχίζει χωρίς εσένα (που συνεχίζει), δεν περνάει μια χαρά χωρίς εσένα (που περνάει) κι ακόμα μετράς, υπάρχεις κι η παρουσία σου είναι σημαντική. Αλλά υπάρχει κι ένα αλλά κι αυτό έχει να κάνει με την επικινδυνότητα του όλου πράγματος.
Τα Likes αρέσουν σε όλους. Και όλο αυτό το παιχνίδι μίμησης της ζωής. Μα κάποιες φορές παύουμε να είμαστε χρήστες και προφίλ των Social Media, και γινόμαστε η ζωή μας μέσα σ’ αυτά. Τότε απλά αποζητούμε τα Likes και τις καρδούλες, τις φατσούλες και τις προσευχές, την ανταπόκριση κι επιβεβαίωση του τι κάνουμε και ποιοι είμαστε, ρίχνοντας τον πήχη χαμηλά… πολύ χαμηλά.
Ας μην ξεχνάμε πως ό,τι είμαστε σήμερα, είναι ένα απόσταγμα από τα χθες. Πολλά χθες. Πολλά και σιωπηλά. Γιατί κάποτε δεν υπήρχαν τα Social Media κι αν θυμηθείτε, ήταν πολλά αυτά που δε μοιραζόμασταν με κανέναν. Τι διαφορά άραγε κάνει το σήμερα με τη στιγμιαία εκτόνωση και άμεση συμπάθεια στο διαδικτυακό μας προφίλ; Δεν ξέρω. Μα σίγουρα χρησιμοποιούμε πολύ πρόχειρα τα βιώματά μας, όταν στήνουμε το κάδρο για να τα βγάλουμε μια καλή φωτογραφία. Κι ίσως αυτή η απουσία της προσωπικής εμβάθυνσης στα όσα μας συμβαίνουν, να κάνουν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μας να χάνεται αμάσητο στη λήθη: Τις λεπτομέρειες.
Και οι λεπτομέρειες συντηρούν τις μνήμες μας.
Τώρα, μας τις θυμίζει το Facebook κάθε χρόνο.
& Εκείνος: Τον τελευταίο καιρό διαβάζουμε και ακούμε όλο και πιο συχνά για την ανάγκη επιστροφής στη κανονικότητα. Εδώ βέβαια υπάρχουν διάφορες στο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας την κανονικότητα, γιατί όταν η κυβέρνηση και τα περισσότερα ΜΜΕ μιλάνε για “κανονικότητα” εννοούν την οικονομική κανονικότητα και μια αγορά που κινείται και όχι για την κανονικότητα μιας κοινωνίας τραυματισμένης που στην πραγματικότητα δεν θα επιστρέψει ποτέ στην κανονικότητα αλλά θα προσαρμοστεί σε μια νέα κανονικότητα.
Εκτός από την παράνοια, τη διάθεση συνομωσιολογίας αλλά και την επανεξέταση πολλών σχέσεων μας ή συνηθειών, το καινούργιο με αυτή την νέα κανονικότητα είναι η σχέση μας με τα κοινωνικά δίκτυα που σε πολλές περιπτώσεις – και λυπάμαι που το γράφω – από σχέση έχει γίνει εξάρτηση.
Αλλά για να ξεκινάμε από κάπου, και η κυβέρνηση κάνει λάθος με το να ψάχνει την κανονικότητα της αγοράς στο παρελθόν και τις βιτρίνες. Ο Έλληνας έμαθε να αγοράζει βιβλία από το διαδίκτυο. Και μουσική και φαγητό και ρούχα. Έμαθε μάλιστα ότι στο διαδίκτυο μπορεί να βρει καλύτερες “ευκαιρίες” και ότι δεν υπάρχουν σύνορα, το μόνο που υπάρχει είναι το ταχυδρομείο. Κι επειδή πολλές εταιρίες έχουν προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο φτηνό να αγοράσεις φόρεμα ή πουκάμισο από εταιρία που εδρεύει στο Παρίσι από ότι στο Παγκράτι. Και αυτό οφείλεται στο περίφημο λοκντάουν, που εκπαίδευσε τον Έλληνα να μην χρειάζεται “δοκιμαστήριο”, να μην θεωρεί απαραίτητο να το δει στον καθρέφτη πριν το αγοράσει, να πάψει να είναι παρανοϊκός με τις διαδικτυακές συνδιαλλαγές. Ναι, κάποιοι θα επιστρέψουν στα δοκιμαστήρια και στη βιτρίνα αλλά οι περισσότεροι έχουν ήδη βολευτεί με τις διαδικτυακές αγορές και αυτή είναι μια πραγματικότητα που οι οικονομικοί εγκέφαλοι της κυβέρνησης έχουν αποτύχει να καταλάβουν και να προσαρμοστούν ή καλύτερα να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους.
Τα κοινωνικά δίκτυα είναι ένα άλλο και πολύ σημαντικό μέρος της νέας πραγματικότητας. Και ναι, έχει δίκιο η Κατερίνα, τις περισσότερες φορές δείχνουν μια εικόνα που δεν αποτυπώνει απαραίτητα την πραγματικότητα ή καλύτερα δείχνει μια πραγματικότητα που θα θέλαμε αλλά έτσι δεν κάνουμε και στην καθημερινότητά μας; Τις περισσότερες φορές δεν προβάλουμε έναν εαυτό που μπορεί και να έχει λίγη σχέση με το πραγματικό μας είναι; Έτσι δεν κάνουμε με μια καινούργια γνωριμία ή με ένα καινούργιο φλερτ, ακόμα και στην έρευνα εργασίας; Μήπως οι περισσότεροι δεν κρύβουμε τα ελαττώματα μας – ακόμα και τα φυσικά μας ελαττώματα – σε μια προσπάθεια να γίνουμε αρεστοί ή έστω αποδεκτοί. Και μήπως οι περισσότεροι δεν προβάλουμε τα προτερήματα μας πολλές φορές υπερβάλλοντας, για την αποδοχή και την επιβεβαίωση;
Κοιτάξτε, για μένα τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν σαν μεγαλόφωνο όλων όσων κάναμε έτσι κι αλλιώς στην καθημερινότητα μας. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ανάγκη καλύτερης κρίσης γιατί …τα γραπτά μένουν και το ιντερνέτ δεν ξεχνάει αλλά ούτε συγχωράει. Αλλά κι αυτό συμπεριλαμβάνεται σε αυτή τη νέα κανονικότητα που πρέπει όλοι μας – ανεξάρτητα ηλικίας, μόρφωσης ή πιστεύω – να μάθουμε να ζούμε.
Γιατί, έτσι απλά, η νέα κανονικότητα που πρέπει να προσαρμοστούμε δεν είναι η κανονικότητα που μάθαμε να ζούμε.