γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη
Δεν ξέρω πόσοι 40άρηδες έχετε γιαγιά και παππού. Εγώ είχα την τύχη να προλάβω προγιαγιά κι όχι απλά να την προλάβω αλλά να έχω και αναμνήσεις. Προσπαθώ να εξηγώ στα παιδιά το πόσο τυχερά είναι που έχουν προγιαγιά, αν και δεν μπορούν ακόμα να καταλάβουν τη διαφορά γιαγιάς και προγιαγιάς.
Πάντως με τη γιαγιά μου έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, θα τηλεφωνηθούμε σίγουρα 2-3 φορές την εβδομάδα κι όταν έχει τις ζοχάδες της μου λέει με το καλημέρα: Θέλω να γκρινιάξω. Και την αφήνω να τα πει για να ξεδώσει.
Συνήθως πλέον οι άνθρωποι αποφεύγουν τέτοιου συζητήσεις ως μάταιες – μιας και η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από πράγματα που κανείς μας δεν μπορεί να ελέγξει, όμως είναι σημαντικό να δίνεται η ευκαιρία σε κάποιον να τα πει. Το να τα μαζεύεις και να τα αφήνεις να αλέθονται μέσα σου είναι χειρότερο από το να κάνεις μια μάταιη συζήτηση αφού λύσεις δεν υπάρχουν μιας και το πρόβλημα δεν είναι δικό σου, δεν το δημιούργησες εσύ, δεν εξαρτάται από σένα η λύση του.
Κι αφήνω λοιπόν τη γιαγιά να ξετυλίξει το κουβάρι με τις αναμνήσεις και τα παράπονά της, τα περισσότερα από αυτά τα έχω ξανακούσει αλλά δεν έχει σημασία, είναι εντυπωσιακό να σου λέει ένας άνθρωπος της ηλικίας της που έζησε κατοχή, εμφύλιο και χούντα ότι αυτή τη σημερινή κατάσταση δεν την έχει ξαναζήσει και δεν ξέρει πώς να τη διαχειριστεί, «κόβουν από δω, κόβουν από κει, ο συνταξιούχος δεν μπορεί να κρυφτεί, αν δεν πληρώσεις μόνο σου τα παράλογα που ζητάνε θα σου τα πάρουν μόνοι τους από το λογαριασμό σου, μα να, τα μετράω, τόσο το τηλέφωνο, τόσο το νερό, τόσο το φαγητό μου, τόσα τα φάρμακα, μετρημένα κουκιά είναι όλα κι όμως δε βγαίνουν οι αριθμοί, δε βγαίνουν οι πράξεις,
Δε βγαίνω.»
Δε φτάνουν.
Όχι, δε φτάνουν.
Οπότε τι να κάνει ο κόσμος; Με ρωτάει.
Δεν πληρώνει, της απαντώ.
Άμα δεν έχεις να φας πώς να πληρώσεις; Θέλω να πληρώσω, μα δεν μπορώ! μου φωνάζει.
Ακριβώς. Το κράτος σε αναγκάζει να παρανομήσεις.
Κλείνουμε το τηλέφωνο κάθε φορά και μένω με τις ίδιες σκέψεις:
Αν θες να είσαι τίμιος και νομοταγής, θα πεινάσεις, θα παγώσεις, θα μείνεις στο δρόμο.
Είναι τίμιο να είσαι τίμιος σε μια κοινωνία που μόνο σε κλέβει;
Είναι ατιμία ή αυτοάμυνα να παρανομείς για να μην πεινάσεις εσύ και τα παιδιά σου;
Το να θες να είσαι τίμιος σε μια κοινωνία γεμάτη κλέφτες κι εκμεταλλευτές είναι μάλλον επικίνδυνο για σένα.
Δε μάθαμε να κλέβουμε για να ζήσουμε. Όπου και να στραφείς όμως, σε κλέβουν συστηματικά. Τι είσαι αν απαντήσεις με τον ίδιο τρόπο;
Κλέφτης;
Ή έξυπνος;
Κι ύστερα απλά φορτώνεσαι με ενοχές.
Δεν τα καταφέρνω. Κάτι κάνω λάθος. Γιατί άλλοι μπορούν κι εγώ όχι; Γιατί δουλεύω 10 ώρες και πάλι δε βγαίνουν τα πάγια; Γιατί δεν βρίσκω δουλειά; Γιατί δε με πληρώνουν; Φταίω. Τι κάνω; Στο σπίτι τη βγάζω και τρώω ένα πιάτο φαγητό. Δούλεψα σαράντα, πενήντα χρόνια. Δε χρωστούσα ποτέ. Και τώρα; Φταίω.
Φταις, που ψήφισες αυτούς που έφεραν τα μνημόνια και την κρίση στο σπίτι σου. Φταις, που το σχολείο του παιδιού σου κοντεύει να πέσει. Φταις, που οι εισπρακτικές σου τηλεφωνούν καθημερινά. Φταις, που το χρέος σου φορτώθηκε σε κάποιον συγγενή σου επειδή δεν το αποπλήρωσες. Φταις, που σου έκοψαν το τηλέφωνο ξανά. Φταις, που δε θα βάλεις πετρέλαιο. Φταις, που δεν έκοψες μια απόδειξη. Φταις, που δεν έδωσες ένα κέρμα στο ζητιάνο δίπλα σου και δε θα έχει να φάει απόψε. Φταις, που τρως ακόμα κρέας. Φταις, που παίρνεις καφέ στο πλαστικό ενώ οι θάλασσες ξεβράζουν φουσκωμένα κήτη με σκασμένα στομάχια από τις πλαστικές σακούλες. Φταις.
Κι αυτοί που σε φορτώνουν με ενοχές, αυτοί που μολύνουν τα ποτάμια και τις θάλασσες με χημικά, αυτοί που πληρώνονται είκοσι φορές παραπάνω από σένα, αυτοί που σκοτώνουν κάθε μέρα τον Ζακ, αυτοί που καταδικάζουν κάθε μέρα την καθαρίστρια, αυτοί που μαζεύουν τετράχρονα σε ημιάγρια κατάσταση από την επαρχία, αυτοί που ψήφισες για να σε σώσουν και σε χαντάκωσαν, αυτοί που τρώνε τα λεφτά για τη συντήρηση του σχολείου σου, αυτοί με τις γραβάτες που πλουτίζουν πάνω στα χρέη σου, αυτοί που οδηγούν το διπλανό σου κάθε μέρα στο δρόμο να ζητιανεύει, να κοιμάται στα χαρτόκουτα, να αυτοκτονεί, αυτοί που σου δίνουν λίγα ψιλά και σου κλείνουν το μάτι για τους ηλικιωμένους συγγενείς που δε θυμούνται πια τα χρυσαφικά τους,
αυτοί που πραγματικά φταίνε,
φοβούνται μην κάποτε καταλάβεις ότι δε φταις εσύ αλλά εκείνοι.
Και μέχρι τότε η Ελλάδα μας διδάσκει ότι το να είσαι τίμιος είναι επικίνδυνο για τη ζωή σου.
& Εκείνος
Η γιαγιά μου δεν γνώρισε ποτέ μνημόνια, δεν είδε ποτέ τον Γιωργάκη πρωθυπουργό και την αριστερά στην κυβέρνηση. Δεν θαύμασε το μετρό, δεν είδε το καινούργιο αεροδρόμιο και το μουσείο της Ακρόπολης.
Η γιαγιά μου έφυγε πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και μόλις το ευρώ μπήκε στη ζωή μας. Η γιαγιά μου δεν έζησε μνημόνια αλλά κάτι που όλοι ξέρετε αλλά λίγοι μολογάτε, η γιαγιά μου και πολλοί, πάρα πολλοί σαν την γιαγιά μου, έζησαν μια ζωή μέσα στα μνημόνια.
Έζησε μνημόνια με την καταστροφή, έζησε τα μνημόνια της προσφυγιάς, έζησε τα μνημόνια του πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου, έζησε και τα μνημόνια του παλατιού, της αποστασίας και της δικτατορίας. Μια ζωή στα μνημόνια η γιαγιά μου γιατί οι φτωχοί δεν χρειάζονται ειδικές αφιερωμένες λέξεις στη φτώχεια τους, είναι φτωχοί.
Η γιαγιά μου, πρόσφυγας, βρέθηκε χήρα με πέντε παιδιά και μια βελόνα στα εικοσιένα της και άλλη ζωή από τα μνημόνια δεν γνώρισε μέχρι που πέθανε γιατί μέχρι τη στιγμή που άφηνε την τελευταία της πνοή μέτραγε τις δραχμές και τα πενηνταράκια. Δεν έφτανε το μεροκάματο, δεν έφτασε ποτέ και η σύνταξη. Γιατί οι φτωχοί στην Ελλάδα δεν ανακάλυψαν τα μνημόνια το 2009, τα είχαν από πάντα, το όνομα τους έλειπε μονάχα.
Γιατί όταν θυμήθηκε ο Ανδρέας ότι μετά το «Τσοβόλα δώστα όλα» άδειασε το ταμείο, από το πρώτο που έκοψε ήταν οι συντάξεις, μαζί και της γιαγιάς μου. Όπως έκαναν μετά από αυτόν ο Μητσοτάκης, ο Σημίτης, ο Κωστάκης κι ο Γιωργάκης. Χωρίς μνημόνια.
Γιατί κάθε φορά που ακούω κάποιον να μου παραπονιέται ότι δεν έχει να πάρει το καινούργιο iPhone θυμάμαι την αγωνία της γιαγιάς μου για να μπει ψωμί το μεσημέρι στο τραπέζι. Γιατί κάθε φορά κάποιος μου λέει πόσο σκληρά δουλεύει θυμάμαι την γιαγιά μου που η μόνη της αργία και σχόλη ήταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Γιατί όταν μου μιλάνε για μισθούς θυμάμαι ότι η γιαγιά μου παρόλο ότι ήταν σκυμμένη στη ραπτομηχανή από τα δεκαοκτώ της παραλίγο να μην πάρει σύνταξη στα εξηνταπέντε της γιατί δεν είχε …τα ένσημα. Γιατί όταν όλοι αγωνιούσαν για το αν θα βγούμε στις αγορές η γιαγιά μου μόνο στην λαϊκή μπορούσε να βγει.
Γιατί αυτή η γυναικά όχι μόνο μεγάλωσε αλλά και σπούδασε πέντε παιδιά και ένα εγγόνι. Με την βελόνα και σκυμμένη στη ραπτομηχανή, μέρα βράδυ, με ήλιο και φεγγάρι, χειμώνα καλοκαίρι, καθημερινές και αργίες. Γιατί η φτώχεια από πάντα δεν χρειαζόταν μνημόνια, ήταν από πάντα στα μνημόνια για τους φτωχούς στην Ελλάδα.
Γιατί η γιαγιά μου δεν ήταν η εξαίρεση. Η γιαγιά μου είναι ο κανόνας. Ο κανόνας που κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε γιατί δεν μας αρέσει να τον παραδεχτούμε.
Ειλικρινά τώρα, πιστεύετε ότι οι πάνω από 200,000 μικροσυνατξιούχοι κάτω των 300 ευρώ τον μήνα, περίμεναν τα μνημόνια για να καταλάβουν τι εστί πείνα; Ή ότι ξυπνάνε κάθε πρωί κι αναρωτιούνται αν μπήκαμε στις αγορές ή όχι;
Μερικές μέρες με πνίγουν οι τίτλοι των εφημερίδων και των ΜΜΕ γενικότερα. Μιλάνε σε μια Ελλάδα που είναι ….μειονότητα. Μιλάνε σε αυτούς που τους ενδιαφέρει αν θα βγούμε στις αγορές, οι μετοχές της Siemens και πότε θα κάνει ανάπτυξη ο Μαρινάκης. Αυτοί είναι οι λίγοι. Οι πολλοί αγωνιούν για το αν θα μπει ψωμί στο τραπέζι κι αν θα έχουν λεκτικό να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν. Θυμάστε που παλαιοτέρα υπήρχε μια εκπομπή στην τηλεόραση με τον τίτλο: «Ελλάδα δεν είναι μόνο ή Αθήνα»; Μήπως πρέπει να βγει μια καινούργια με τον τίτλο: «Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτοί που έχουν εισόδημα πάνω από 20,000 ευρώ το χρόνο»;
Τα μνημόνια έκαναν πολλούς να βογκήξουν αλλά όπως λένε και οι παλαιότεροι, παππούδες και γιαγιάδες: ‘Όπου φτωχός κι η μοίρα του.. Με ή χωρίς μνημόνια. Μ’ αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις. Και με ‘μα’ και με ‘θα’.
Αλλά ξέρετε τι είναι το πιο τρελό, το πιο αξιοθαύμαστο και αυτό που φέρνει δάκρυα στην θύμηση του; Ότι αυτή η φτωχή γιαγιά πάντα είχε κάτι να δώσει, πάντα είχε το δεκαράκι, το δωράκι, το φίλεμα. Όπως όλες οι γιαγιάδες. Κι όλοι οι παππούδες. Κι αυτό είναι που τώρα σκότωσαν τα μνημόνια. Τώρα δεν φτάνει ούτε γι’ αυτό.
Όσο για τους άτιμους, τους παράνομους, τους ψεύτες και του κλέφτες, αν δεν γίναν υπουργοί, μιντιάρχες και καναλάρχες, παράγοντες και σύμβουλοι δημοτικοί, σίγουρα έγιναν καταθέτες Παναμά και νήσων Κάιμαν.