γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη
Πριν λίγες μέρες ξαναβρήκα – διαδικτυακά μιλώντας – μια παιδική μου φίλη από την Αγγλία. Αν και η φιλία μας κράτησε κάτι λιγότερο από δυο χρόνια, φαίνεται πως καμιά μας δεν ξέχασε ποτέ την άλλη. Λένε πως ποτέ δε θα ξανακάνεις τους φίλους που είχες στα 10 και ίσως να είναι αλήθεια. Προσπαθώντας άτσαλα να καλύψουμε 25 χρόνια απουσίας μέσω messenger, η Ρεβέκκα μου είπε πως έκτοτε επέστρεψε πολλές φορές στην Ελλάδα και σε εκείνον τον τόπο που έζησε έστω για λίγο, επειδή σε κείνον τον τόπο είχα ζήσει κι εγώ και η παιδική μας φιλία την έφερνε ξανά πίσω. Από την άλλη, εγώ ποτέ μου δεν ξέχασα τη Ρεβέκκα επειδή ήταν η Ρεβέκκα, όμως σε κείνον τον τόπο δεν επέστρεψα ποτέ – κι ούτε θέλησα ποτέ να το κάνω – παρόλο που τον αγάπησα. Για μένα ο τόπος δεν ήταν η Ρεβέκκα.
Αυτό μου έφερε στο νου άλλους ανθρώπους με τους οποίους έχω μιλήσει κατά καιρούς, ανθρώπους που έχουν αλλάξει τόπο κατοικίας, πόλη ή ακόμη και χώρα. Κάποιοι θέλουν πάντα να επιστρέψουν, κάποιοι άλλοι έφυγαν και δεν κοίταξαν ποτέ ξανά πίσω, και ύστερα είναι και μια τρίτη κατηγορία, αυτοί που αγάπησαν το μέρος και τους λείπει και θα ήθελαν κάποτε να γυρίσουν, όμως δεν το κάνουν γιατί δεν μπορούν να ξαναζήσουν εκεί. Ή έχουν προσπαθήσει να επιστρέψουν και ξανάφυγαν.
Ξέρω κάποιον που λείπει σχεδόν 30 χρόνια από την Ελλάδα κι έχει επιστρέψει τουλάχιστον 6 φορές με σκοπό να μείνει. Κάθε φορά ύστερα από λίγες εβδομάδες ξαναέφευγε.
Δεν ήταν το μέρος που τον έδιωχνε, αλλά οι άνθρωποι μου είπε. Κι αυτή είναι μια κουβέντα που τη γυροφέρνω πολλές φορές στο μυαλό μου, περισσότερο επειδή κι εγώ έχω φύγει από πόλεις και χώρες κι έχω επιστρέψει και κάτι με έχει ξαναδιώξει. Μόνο που δεν ήξερα τι.
Έτυχε πριν λίγο καιρό να διαβάσω το Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων, ένα μικρό αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι ενός Αλβανού μετανάστη που ήρθε στη χώρα μας με το άνοιγμα των συνόρων. Θα προσπεράσω το κομμάτι της προσωπικής του περιπέτειας χωρίς να το θεωρώ λιγότερο σημαντικό και άξιο αναφοράς και θα εστιάσω σε κάτι άλλο που ο συγγραφέας γράφει κάπου μέσα στις σελίδες του και αφορά όχι εκείνους τους μετανάστες του ’90, αλλά τα παιδιά τους.
Τα παιδιά τους θεωρούν την Ελλάδα πατρίδα τους γιατί αυτή την πατρίδα έχουν γνωρίσει από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Οι γονείς τους θέλουν πάντα να επιστρέψουν στη χώρα τους, κάποιοι το έκαναν, κάποιοι μόνο το θέλουν, κάποιοι το προσπάθησαν και δεν το κατάφεραν. Ύστερα από τόσα χρόνια, λιγάκι μπερδεύεσαι. Πατρίδα είναι κι αυτή που άφησες, πατρίδα είναι κι αυτή στην οποία ζεις, δουλεύεις, έκανες οικογένεια.
Αλλά και για τις δυο πατρίδες είσαι ξένος.
Τα παιδιά όμως; Τα παιδιά έχουν γνωρίσει μόνο μία πατρίδα. Τα παιδιά δε θέλουν πουθενά να επιστρέψουν ακριβώς επειδή βρίσκονται …σπίτι τους. Τα παιδιά δε νιώθουν τίποτα από αυτά που νιώθουν οι γονείς τους για την πατρίδα που εκείνοι άφησαν κάποτε.
Τα παιδιά δεν έχουν παράξενη προφορά, τα παιδιά δε μιλάνε σπασμένα ελληνικά. Αυτά τα παιδιά είναι Έλληνες!
Και το να τους διώχνει η μόνη πατρίδα που γνώρισαν και να κοιτούν πίσω σε μια άλλη πατρίδα από την οποία ήρθαν κάποτε οι γονείς τους αλλά γι’ αυτά είναι ξένος κι άγνωστος τόπος με τον οποίο δεν τους συνδέει τίποτα και δε θα επιστρέψουν ποτέ γιατί πολύ απλά δεν ανήκουν εκεί, τους γεμίζει θυμό. Θυμό, γιατί αυτά τα παιδιά ποτέ δε θα δεχτούν ότι έχουν κάτι διαφορετικό ή …ξένο. Δε θα το δεχτούν γιατί πράγματι δεν έχουν τίποτα διαφορετικό ή ξένο.
Σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι έκαναν την Ελλάδα πατρίδα τους. Πόσοι το έκαναν κατ’ ανάγκη ή από όνειρο. Πόσοι έφυγαν, πόσοι θέλουν να γυρίσουν πίσω, πόσοι δεν μπορούν να γυρίσουν πια. Πόσα παιδιά έκαναν πατρίδα τους την Ελλάδα χωρίς να το επιλέξουν, είτε γεννήθηκαν εδώ, είτε …τους ξεφόρτωσε μια βάρκα. Σκεφτείτε πόσοι δικοί σας έφυγαν μακριά και πώς να ζουν εκεί που ζουν, ποια είναι τελικά η πατρίδα τους, αν η Ελλάδα είναι ακόμα πατρίδα τους κι αν τους κάνει …προδότες το ότι δεν είναι πια. Το ότι τα παιδιά τους γεννήθηκαν ή θα γεννηθούν σε άλλη χώρα. Πώς θα ήταν το δίκαιο και σωστό, και δε ρωτάω το πώς θα θέλατε αλλά πώς θα ήταν το δίκαιο και το σωστό να τους φερθεί η χώρα εκείνη.
Πώς θα τους φερθούν οι άνθρωποι. Τι αλλάζει για τα παιδιά των δικών σας ανθρώπων που κάποτε έφυγαν μακριά κι αυτά τα παιδιά δεν ξέρουν την Ελλάδα για πατρίδα και ίσως δεν την αγαπήσουν ποτέ. Τι αλλάζει αυτό για το τι αξίζουν;
Δεν είναι ο τόπος που διώχνει τους ανθρώπους, ακόμα κι αν κάποιος τόπος μοιάζει άσχημος, κακός, κρύος ή πολύ ζεστός, επικίνδυνος ή σάπιος.
Πατρίδα είναι μόνο ο τόπος που γνωρίζεις.
Όμως αυτό που σε διώχνει είναι πάντα ο άνθρωπος.
& Εκείνος
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την μέρα που έλληνας μεγαλοεπίσημος επισκέπτης στην Φινλανδία επίσημα, μου είπε ημιεπίσημα και με τεράστιο χαμόγελο ότι ….μιλάω πολύ καλά ελληνικά. Και μάλιστα μου το είπε προσφωνώντας με με το τελείως …φινλανδικό μου όνομα! Να, μα τον Όντιν!
Αλλά δεν ήταν αυτό το γεγονός που κάτι άλλαξε μέσα μου, ήταν πολύ νωρίτερα όταν σε καλοκαιρινές διακοπές σε νησί του Ιονίου σερβιτόρος μου είπε: «γιατί δεν είπες ότι είσαι Έλληνας να μη σου φέρω αυτές τις αηδίες,» και ως δια μαγείας η χωριάτικη άλλαξε με άλλη χωριάτικη που ήταν σε όλα διαφορετική, το ψωμί με άλλο ψωμί και στο τέλος το μόνο που έμεινε το ίδιο ήταν τα μαχαιροπίρουνα. Βλέπετε η παρέα μου που συμπεριελάμβανε την τότε γυναίκα μου, τον αδελφό της και την γυναίκα του ήταν αγγλόφωνοι, άρα … άρα θα τρώγαμε με τουριστικό μενού που η ντομάτα ήταν για πέταμα και το αγγούρι ξύλινο.
Οι περίεργες επιλογές μου έχουν θελήσει να έχω ζήσει σε διαφορετικές χώρες. Σε κάποιες ένιωσα πραγματικά σαν στο σπίτι μου και δυο από αυτές έγιναν σπίτι μου. Τις αγάπησα έως έρωτα και τις σκέφτομαι πάντα σαν δεύτερες πατρίδες μου. Κάποια στιγμή όμως η μια με πλήγωσε. Και δεν φταίει αυτή, γιατί εκείνη παραμένει πάντα πανέμορφη και μαγευτική, μ’ εμένα να έχω αφήσει πίσω μου φιλίες πολύτιμες, αλλά …αυτοί. Στο τέλος ήταν άνθρωποι αυτοί που κατάφεραν με λόγια και πράξεις να μαυρίσουν όλη την εικόνα και μάλιστα για πάντα. Άνθρωποι που κατάφεραν ακόμα και να με διώξουν από μια χώρα που για μεγάλο διάστημα θεώρησα σπίτι μου κι ακόμα κρυφοκοιτάζω με νοσταλγία.
Εγώ ήθελα να την κάνω πατρίδα μου και ξέρω ότι κι εκείνη ήθελε να με κρατήσει αλλά για κάποιους ήμουν …πολύ ξένος για να μείνω.
Και μετά κοιτάζω πίσω και μπορεί να φταίει που το ‘ρο’ μου δεν είναι τόσο ισχυρό πια, που μετά από τόσες δεκαετίες μακριά από την ήλιο έχω ξασπρίσει ή που μερικές φορές μέσα από σιωπές ψάχνω να βρω την κατάλληλη λέξη και που καταλήγουν στο …μιλάτε πολύ καλά ελληνικά, για …για τι; Για ξένος;
Που είναι το ίδιο με εκείνο το …τι ξέρεις εσύ και τι καταλαβαίνεις εσύ από εφορία και ΙΚΑ εκεί που ζεις; Εσύ είσαι τώρα πια… σκανδιναβός! Να χέσω το Βίκινγκ μέσα μου, τα ξανθά μου μαλλιά και τα ξανθά μου μουστάκια, μα τον Θώρ και τον Όντιν.
Ύστερα ήταν και το τι με έδιωξε από την Ελλάδα, γιατί δεν αποφάσισα να φύγω για να πιάσω την «καλή», να κονομήσω και να γυρίσω να αγοράσω σπίτι και επιχείρηση. Έφυγα διωγμένος από το δήθεν, την αρπαχτή και την σπέκουλα, το ελληνοκεντρικό της αμάθειας, την ανυπαρξία κοινωνικής δικαιοσύνης και τον κοινωνικό φασισμό που μόνιμα υποβόσκει μέσα από αλλοπρόσαλλα, σχιζοφρενή και πολλές φορές φαρισαϊκά ταμπού, την συνεχή ανάγκη να μπουν ταμπέλες στην πορεία για να σκοτωθεί η κατσίκα του γείτονα. Έφυγα γιατί η ταμπέλα του κωλοξένου – που με καμάρι έχω ενσωματωθεί – ήταν πιο ανεκτή από όλες τις άλλες που κοινωνικές συμπεριφορές και ανάγκες κολλάνε στην Ελλάδα. Αυτοεξορίστηκα από το μικρόκοσμο του χωριού που παρόλα τα τρία εκατομμύρια του, θυμίζει ακόμα και σήμερα την Καζαντζάκια Λυκόβρυση με τον ραγιά παππά-Γρηγόρη, τον γερό-Λαδά και τον Πατριαρχέα με τον Μιχελή και την Μαριορή.
Μετά είναι και η ταυτότητα μου, που την κοιτώ αυτή τη στιγμή και …ΔΕΝ λέει ιθαγένεια ελληνική. Μα τον Όντιν.
Τι λέει η καρδία μου; Λέει ότι είμαι άνθρωπος και λέει ακόμα ότι άνθρωποι είναι αυτοί που με κρατάνε και κάνουν ένα τόπο σπίτι μου και άνθρωποι είναι αυτοί που με διώχνουν. Τα σύνορα δεν τα φτιάχνουν άνθρωποι αλλά εξουσίες με συμφέροντα να θωρακίσουν και να προφυλάξουν. Και μακάρι να έρθει μια μέρα που να το καταλάβουμε αυτό, να ρίξουμε τα συρματοπλέγματα γιατί τότε θα τελειώσει ο φόβος και η πείνα.
Τέλος, κάτι για τους «ξένους» που αγάπησαν και κάποιοι από αυτούς έκαναν πατρίδα τους την Ελλάδα, κάτι που μου είχε πει ένας φίλος πριν από πάρα πολλά χρόνια: «υπάρχουν πάρα πολλοί ξένοι φιλέλληνες αλλά σπάνια Έλληνες φιλέλληνες».