γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη
Το 1992, η καθημερινότητά μας αναστατώθηκε από την άφιξη μιας μεγάλης ομάδας παιδιών από το Σαράγιεβο. Τα έφερε στη ζωή μας ο Ο.Η.Ε. γιατί έχασαν τους δικούς τους στον πόλεμο, για να τους προσφερθεί άσυλο και ένα σπίτι να μείνουν μέχρι όλα τα φρικτά που έζησαν να τελειώσουν.
Ήμασταν στην επαρχία και τώρα που το σκέφτομαι τόσα χρόνια μετά, χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί το μικρό μέρος μας έδινε την ελευθερία που τα παιδιά στις μεγαλουπόλεις στερούνται, οπότε περνώντας η πρώτη αναμπουμπούλα, πολλοί από εμάς γίναμε σταθερή και μόνιμη παρέα τους στο ξενοδοχείο που τους φιλοξενούσε, σε καθημερινή βάση, από την ώρα που τελειώναμε το μάθημα στο σχολείο, μέχρι αργά το βράδυ που οι μεγάλοι μας κυνηγούσανε να πάμε σπίτια μας.
Τα παιδιά αυτά ήταν ηλικίας από 3 έως 16 ετών. Πολλοί ντόπιοι έδωσαν το παρόν από την πρώτη μέρα της άφιξής τους μόνο από απλή περιέργεια και το ίδιο γρήγορα επέστρεψαν στην κανονική ροή της ζωής τους. Άλλοι έφυγαν επειδή δεν είχαν τρόπο να επικοινωνήσουν, μιας και η μόνη γλώσσα στην οποία μπορούσαμε να μιλήσουμε μαζί τους ήταν τα αγγλικά -και πολλά από εκείνα τα παιδιά ήξεραν πολύ λίγα.
Παρόλα αυτά, σε πολύ λίγες μέρες, πολλοί από εμάς γίναμε θαμώνες σε αυτό το καινούργιο στέκι και ξημεροβραδιαζόμασταν μαζί τους, ακούγοντας τις ιστορίες τους και παίζοντας με τα νήπια- αυτά τα νήπια που βρέθηκαν ορφανά από τη μια μέρα στην άλλη και βρίσκαν το κουράγιο να παίζουν ανέμελα και να γελάνε.
Θυμάμαι ένα πολύ μικρό κατάξανθο αγοράκι, ίσως 4 ετών, με το όνομα Ράντος. Ένα κορίτσι πανύψηλο κι αδύνατο, 11 ή 12 χρονών, με ολόισια μαύρα μαλλιά και τεράστια μάτια, με το όνομα Μιλίτσα. Ένα γεροδεμένο αλητάκο γύρω στα 16, με σκούφο στο κεφάλι και σουγιά στην τσέπη, τον Μίλαν. Και τη Νατάσα, που ήταν ξανθιά και στρουμπουλή, ντροπαλή και γεμάτη χαμόγελα, κοντά στα 13, η οποία είχε όλα τα νήπια στο κατόπι. Ήθελε όλα να τα προσέχει. Έναν πιτσιρίκο όχι πάνω από 8 χρονών, με το όνομα Ντούσαν, που έτρεχε γύρω γύρω και γελούσε και φώναζε «My house, Banja Luka. My house went BOOM”.
Τρεις μήνες περάσαμε μαζί τους. Τρεις αξέχαστους και ανεπανάληπτους μήνες, γεμάτους πολύ παιχνίδι, απίστευτες ιστορίες, πολλή αγάπη, καβγάδες, ατέλειωτο κλάμα, ακόμα και έρωτες. Τη μέρα που φύγανε δεν τη θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι κάθε παιδί από αυτά είχε έρθει για λίγο στον κόσμο μας και τη ζωή μας, με μια χούφτα όλα κι όλα τα υπάρχοντά τους και πριν φύγουν είχα στα χέρια μου διευθύνσεις και φωτογραφίες ταυτότητας (οι μόνες που είχαν μαζί τους) από τους περισσότερους- αν όχι όλους. Φύγανε για τον επόμενο προορισμό τους. Άλλοι στον Καναδά, άλλοι στη Γερμανία, άλλοι δε θυμάμαι πού, δεν ξέρω πια.
Για πολύ καιρό, μήνες, χρόνια, γράφαμε γράμματα και λέγαμε τα νέα μας. Δηλαδή τα δικά τους μας ενδιέφεραν περισσότερο… Θυμάμαι ολόκληρες σελίδες με ολοστρόγγυλα γράμματα και κουτσουρεμένα αγγλικά, να μιλάνε για συγγενείς, υιοθεσίες και μια υποψία φυσιολογικού ρυθμού ζωής. Ένα σχολείο. Καινούργιοι φίλοι. Και πολύ πολύ κλάμα.
Γιατί τα θυμάμαι τώρα αυτά; Γιατί δεν τα ξέχασα ποτέ. Αυτά τα παιδιά ήταν ΦΙΛΟΙ μου. Είναι φίλοι μου κι ας μην τους έχω ξαναδεί, κι ας έχω ξεχάσει πια τα ονόματά τους, κι ας μην έχω μάθει νέα τους εδώ και χρόνια. Όμως δεν έπαψα ποτέ να τους ψάχνω. Με τις παιδικές τους φωτογραφίες στο μυαλό μου πλέον μόνο, και τα λιγοστά μικρά ονόματα που θυμάμαι ακόμα, ψάχνω στα κοινωνικά δίκτυα ατέλειωτα προφίλ, εδώ και χρόνια, σχεδόν καθημερινά.
Αδιανόητο, τρελό, απίθανο να πετύχει, όμως ψάχνω.
Το πιο αδιανόητο όμως είναι ότι πρώτα βέβαια απευθύνθηκα στο ίδιο εκείνο το ξενοδοχείο που τους φιλοξένησε τότε. Ξανά και ξανά. Δεν μου απάντησε ποτέ κανείς. Απευθύνθηκα και σε άλλους συνομήλικους και μη, που παρέα είχαμε ζήσει εκείνο το διάστημα μαζί με τα παιδιά.
Ποτέ δεν πήρα την παραμικρή απάντηση.
Χθες ήταν εκείνος ο πόλεμος.
Σήμερα είναι η Συρία. Είναι η θάλασσα στη μέση, είναι τα σύνορα, είναι η Μόρια, είναι τα χαρτόκουτα.
Γι’ αυτά τα παιδιά σήμερα οι πόρτες είναι πια κλειστές. Από παντού. Από τα σπίτια, από τα σχολεία, από τα υπόγεια.
Τότε είχαν ανοίξει όλες οι πόρτες, όλες οι αγκαλιές. Ή έστω οι περισσότερες. Ή έστω αυτό θέλω να πιστεύω, γιατί ήμουν 11 χρονών και δεν υπήρχε περίπτωση να πιστέψω κάτι διαφορετικό.
Τώρα κάποιοι επιλέγουν να μη θυμούνται καν και να μην ξέρουν.
Φταίει που τα παιδιά της Συρίας δεν είναι brother country Serbia AEK-Partisan forever;
Φταίει που αναμασάμε το καινούργιο κι απαράδεκτο, απάνθρωπο τραγουδάκι των βοοειδών «Τα Ελληνόπουλα πεινάνε, να πάτε πίσω, να πάτε σε άλλη χώρα;»
Τι στο διάολο φταίει και καταντήσαμε έτσι;
Δεν είναι η κρίση.
Δεν είναι η δική μας, προσωπική δυσκολία.
Δεν είναι τίποτα από αυτά.
Αλλά δεν ξέρω τι είναι κι αυτό το κάνει ακόμη πιο τρομακτικό.
Δεν μπορώ να το εκλογικεύσω.
Όμως εγώ ΔΕΝ είμαι αυτός ο Έλληνας.
Κι ακόμα ψάχνω για επιζώντες στα συντρίμμια.
Κι ίσως κάποιο από αυτά τα παιδιά που είχα γνωρίσει να κατάφερε να γίνει κάτι σπουδαίο. Να γίνει γιατρός ή μεγάλος επιστήμονας. Διάσημος τραγουδιστής ή αθλητής ή ηθοποιός, ή κάτι για το οποίο θα μπορούσαμε να λέμε ότι ναι, η δική μας αγάπη ήταν αυτή που του έδωσε την ευκαιρία να το καταφέρει.
Όμως χιλιάδες παιδιά δεν καταφέρνουν να γίνουν μεγάλοι και σπουδαίοι και ξακουστοί. Χιλιάδες παιδιά απλώς καταφέρνουν να ζήσουν τη ζωή τους.
Δεν είναι αυτό αρκετό;
Χιλιάδες παιδιά δεν προλαβαίνουν να ζήσουν αρκετά.
Δεν είναι αυτό αρκετό για να ανοίξουν οι πόρτες;
Χιλιάδες παιδιά δεν προλαβαίνουν καν να γεννηθούν.
Δεν είναι ούτε αυτό αρκετό;
Χιλιάδες παιδιά ζουν σε σκηνές και ξεπουλούν την ύπαρξή τους για ένα κομμάτι ψωμί.
Ούτε αυτό φτάνει;
Τι άλλο θέλετε πια;
Αν δε βρίσκετε κανέναν απολύτως λόγο να συμπαθήσετε –έστω – αυτούς τους ανθρώπους, βάλτε τον εαυτό σας, τα παιδιά σας, τους αγαπημένους σας, στη θέση τους.
Ούτε αυτό είναι αρκετό;
& Εκείνος
Σήμερα είναι μια από αυτές τις φορές που δεν έχω τίποτα απολύτως να συμπληρώσω στις …ερωτήσεις της Κατερίνας. Χωρίς να έχω κάνει παρέα με αυτά τα παιδιά, έχω κάνει άπειρες φορές τις ίδιες ερωτήσεις ακόμα και σε αναφορά με τους παππούδες πρόσφυγες πολλών από εμάς.
Καμία απάντηση. Η καλύτερα ανόητες …διαμαρτυρίες για τα παιδιά πρόσφυγες από την Συρία που θα …βρομίσουν το σχολείο μας, θα αλλοιώσουν την πίστη μας, θα αλλοιώσουν …. Τι θα αλλοιώσει ένα παιδικό χαμόγελο ή ένα παιδικό κλάμα; Κλαίνε και χαμογελάνε διαφορετικά τα παιδιά από την Συρία ή το Ιράκ;
Καμία απάντηση.
Δεν είναι κι αυτά παιδιά; Καμία απάντηση. Είναι η πίστη και η εθνικότητα ικανές για να τα διαφοροποιήσουν από άλλα παιδιά; Χτύπα ξύλο, άλλα αν ήταν από την Ιταλία ή την Φιλανδία θα τους φερόμασταν όπως φερόμαστε σήμερα στα παιδιά από την Συρία και το Αφγανιστάν; Γιατί έχω την σιγουριά πως η απάντηση είναι ….όχι; Αν ήταν παιδιά από περιοχή της Ελλάδας που είχε χτυπηθεί από καταστροφή θα τους φερόμασταν το ίδιο;
Άρα τα πρόβλημα δεν είναι στο ‘παιδιά’ αλλά στην εθνικότητα και το θρήσκευμά τους.
Ρατσισμός είναι η αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους, αλλά διαχωρίζονται σε ανώτερους και κατώτερους, διακρινόμενοι είτε από το χρώμα του δέρματος, την εθνικότητα, τη θρησκεία, το φύλο, είτε από τον σεξουαλικό προσανατολισμό κλπ.
Κι εμείς είμαστε ρατσιστές εναντίον …παιδιών. Και είμαστε και …χριστιανοί. Αγάπα τον πλησίον σου κλπ. Οι Έλληνες όλα αυτά. Ο λαός που γνώρισε και την καταστροφή και την προσφυγιά και τα έκανε μέρος της ιστορία του.
Κι όχι αυτό δεν έγινε χτες, προχτές, τον προηγούμενο μήνα ή τον προηγούμενο χρόνο. Γίνεται χρόνια τώρα. Χρόνια τώρα οι Έλληνες μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους σε όλη την Ευρώπη δείχνουν τον πιο απάνθρωπο κανιβαλιστικό και ρατσιστικό πρόσωπό τους εναντίων …παιδιών. Ο ρατσισμός είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μας. Παντού.
Και το λέω με πολύ πίκρα και απογοήτευση, όταν δείχνουμε τον ρατσισμό μας σε παιδιά δεν ξέρω αν υπάρχει θεραπεία και …συγχώρεση.