γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.
Εκείνη: Περιττό να τονίσω το πόσο σπάνια πια κάνω βόλτες στα μαγαζιά. Ο λόγος είναι απλός: Δεν μπορώ να αγοράσω. Κι όταν λέμε τίποτα, εννοούμε τίποτα. Η όποια ανάγκη προκύψει, είτε προβλεπόμενη είτε όχι, αντιμετωπίζεται με τον ίδιο πονοκέφαλο και στο τέλος, αν δεν μπορώ να την αποφύγω, θα την πληρώσει πάλι το φαγητό – αφού μόνο από εκεί μπορούμε να κόψουμε.
Όσο και να κλείνω μάτια κι αυτιά στους πειρασμούς, τα πάντα μου τραγουδάνε σαν τις σειρήνες. Το «φάτε μάτια ψάρια» υπήρξε καλό υποκατάστατο όταν είχες να περιμένεις λεφτά και στο ενδιάμεσο ξεχαρμάνιαζες με οφθαλμόλουτρο, μέχρι να πάρεις το χρήμα και να βγεις. Τώρα είναι περισσότερο βασανιστήριο, γιατί όσο οφθαλμόλουτρο και να κάνεις, δεν υπάρχει περίπτωση να αγοράσεις. Κάνεις τη βόλτα, βλέπεις όλα αυτά τα ωραία, και τις φροτέ πετσέτες προσώπου που σε χαϊδεύουν, και το χειροποίητο ψάθινο καλάθι για τα άπλυτα, το παπούτσι ή το τζιν ή το κινητό ή το μπλουζάκι ή το ένα ή το άλλο ή το παράλλο και απλά λες «καλά, εσύ επτώχευσες νωρίς».
Η αγορά βογκάει. Οι απίθανοι πελάτες βογκάνε (απίθανοι ναι, γιατί δεν πρόκειται να γίνουν πιθανοί), οι μαγαζάτορες βογκάνε, οι μεν θέλουν αλλά δεν μπορούν, οι δε κρέμονται από τις εισπράξεις κάθε μέρας γιατί το «δώσε» δεν περιμένει να εισπράξεις αλλά έχεις δεν έχεις πρέπει να το δώσεις και αν δεν έχεις συσσωρεύεται και φτάνει ως το άπειρο (ή ως την απόφαση να το κλείσεις. Και μετά; Άλλο θέμα αυτό).
Κατά κάποιον παράξενο τρόπο, μαγαζάτορες κι απίθανοι πελάτες έγιναν ξαφνικά εχθροί. Κοιτιούνται με μισό μάτι, λοξά, έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλο. Ο απίθανος πελάτης κοιτά με μίσος όλα αυτά που θέλει αλλά δεν μπορεί (ακόμα και αυτά που έχουν περάσει από το «θέλω» στο «χρειάζομαι» κι αυτό είναι ακόμα χειρότερο – τι θα πεις στο παιδί σου, κόφ’τα δάχτυλά σου να μη μεγαλώνει το πόδι σου; Τι θα κάνεις, δε θα περπατάς για να μη χαλάσεις ΠΟΤΕ τα παπούτσια σου ώστε να μη χρειαστείς άλλο ζευγάρι;), ο μαγαζάτορας κοιτάει με μίσος αυτόν από τη διάθεση και δυνατότητες του οποίου είναι απόλυτα εξαρτημένο το μέλλον της επιβίωσής του, και κάπως έτσι λοξά και με μίσος να ξεχειλίζει από τους πόρους μεν και δε, προσπερνάει ο ένας τον άλλο …μέχρι την επόμενη φορά.
Ξαφνικά, ο απίθανος πελάτης βάζει έναν τεράστιο γρύλλο στο μυαλό του και δουλεύει: Γιατί αυτό να κάνει τόσο; Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές; Γιατί στη λαϊκή ή στο κινέζικο είναι στη μισή τιμή; Γιατί δεν κάνει παραπάνω έκπτωση; Αν ο Χ πουλάει 10 ευρώ, ο Ψ γιατί πουλάει το ίδιο 20 ευρώ; Άρα παίρνει να ρίξει την τιμή. Μήπως είναι κινέζικο; Μήπως από μένα θέλουν να βγάλουν τα σπασμένα; Μήπως είναι ελέφαντας; Μήπως η γη είναι επίπεδη;
Ξαφνικά, ο μαγαζάτορας βάζει κι αυτός έναν τεράστιο γρύλλο να δουλεύει στο μυαλό του, όμως τον κυνηγάει και το τέβε, τον κυνηγάνε και τα πάγια εις διπλούν (μαγαζί και σπίτι) και βγάζει και λίγη καφρίλα προς τα έξω, αδυνατώντας να την κρατήσει μέσα του και να παραμείνει στο γρύλλο: Καλά, φοράει παντελόνι Χ φίρμας και τσιγκουνεύεται το εικοσάρικο για μια μπλούζα; Με ολόκληρο Χ αμάξι δεν μπορεί να δώσει 30ευρώ για ένα φόρεμα; Με 15 ευρώ στην τσέπη ήρθες κυρά μου να αγοράσεις φουστάνι για το γάμο; Καλά, ένας φυσιολογικός πελάτης ΔΕ θα μπει εδώ μέσα;
Καμιά φορά, ο απίθανος πελάτης που κρατάει το τελευταίο του πενηντάρικο και που με αυτό πρέπει να περάσει ως το τέλος του μήνα (και ω θεοί, ο μήνας έχει ακόμα άλλο τόσο να τελειώσει) μπαίνει μέσα στο μαγαζί, μήπως – ΜΗΠΩΣ και ξεγελαστεί, μήπως και με τα μισά κατάφερνε να βρει κάτι. Κάτι. Τι απ’ όλα;
Ο μαγαζάτορας κοιτάει. Κοιτάει τον απίθανο πελάτη και σκέφτεται το ρεύμα που καίει, τον κλιματισμό, τα φώτα. Σκέφτεται το ενοίκιο και ότι πρέπει να βάλει συναγερμό κάποια στιγμή και να βάψει το μαγαζί. Σκέφτεται τα λεφτά του απίθανου πελάτη.
Ο απίθανος πελάτης προσπαθεί να βρει τον πιο απίθανο τρόπο να χωρέσει μέσα σε μισό πενηντάρικο όλα όσα θέλει να αγοράσει, που δεν τα θέλει απλώς αλλά τα χρειάζεται: Ένα παντελόνι, ένα ζευγάρι αθλητικά για το παιδί, τέλειωσε και το τυρί, τέλειωσε και το απορρυπαντικό, κι έχει και πέντε πλυντήρια μαζεμένα που πρέπει να βάλει …χθες.
Ο μαγαζάτορας βλέπει τον απίθανο πελάτη να γυρίζει γύρω γύρω, του λέει καλημέρα αλλά ο πελάτης αφοσιωμένος στα μαθηματικά του, δεν του απαντά – μα πώς να στριμώξεις όλα όσα χρειάζεσαι σε μισό πενηντάρικο; – ο μαγαζάτορας ζοχαδιάζεται, ο απίθανος πελάτης ανακατεύει και κοιτάζει κάθε πράγμα εξονυχιστικά λες και εμπορεύεται διαμάντια, ψάχνει στο κάθε τι να βρει την τιμή, παίρνει κάτι, βλέπει κάτι άλλο, αλλάζει γνώμη, το αφήνει, δεν του φτάνουν, τα νεύρα του μαγαζάτορα κρόσσια.
Ο απίθανος πελάτης νιώθει λίγο άσχημα – τι ήθελε και μπήκε; Δε γίνονται αυτά τα μαθηματικά. Με μισό πενηντάρικο μόνο να σκέφτεσαι μπορείς – αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία και ίσως – ΙΣΩΣ αν έκοβε κάτι από το μεσημεριανό τραπέζι για δυο βδομάδες, ίσως να μπορούσε να αγοράσει τα παπούτσια του παιδιού και ίσως να έβρισκε καμιά μπλούζα σε κάποιο καλάθι με ελαττωματικά. Αλλά… το παιδί χαλάει τα παπούτσια του κάθε μήνα, μήπως να έπαιρνε παπούτσια από το καλάθι και μια καλύτερη μπλούζα; Αλλά όχι και από καλάθι τα παπούτσια του παιδιού, μη στραβώσουν και τα πόδια του, μη βγάλει και μύκητες. Ένας θείος του απίθανου πελάτη κάποτε είχε τρία χρόνια με ονυχομυκητίαση από παπούτσι καλαθιού. Όχι, όχι, θα το πάρει το καλό ζευγάρι του παιδιού, θα αφήσει τη μπλούζα.
Ο μαγαζάτορας ξεφυσά με τρόπο που να δείχνει ότι η υπομονή του έχει εξαντληθεί. Ακόμα ένας τζαμπατζής που περιμένει με το τίποτα να τα αγοράσει όλα. Ακόμα ένας ανακατωσούρας που έκανε το μαγαζί άνω κάτω για το τίποτα. Ας φύγει επιτέλους να πάει στο διάολο, δεν πρόκειται να αγοράσει τίποτα, να πάει κι ο μαγαζάτορας να συνεχίσει το σταυρόλεξο του ή το κουτσομπολιό ή το σήριαλ που έχει στο pause τόση ώρα. Ο απίθανος πελάτης καταλαβαίνει ότι είναι ανεπιθύμητος. Ο μαγαζάτορας δεν πρόκειται να ασχοληθεί για μισό πενηντάρικο. Κοιτιούνται λοξά και με μίσος. Ο απίθανος πελάτης που για μια στιγμή υπήρξε πιθανός κι έτοιμος να θυσιάσει το μισό του πενηντάρικο, αυτό με το οποίο πρέπει να περάσει τον υπόλοιπο μήνα, κόβοντας από το φαγητό που θα μπει στο τραπέζι, αποφασίζει ότι τέτοιο μαγαζί – για την ακρίβεια τέτοια μούτρα από μαγαζάτορα, δεν αξίζει τη θυσία.
Γυρίζει την πλάτη του, φεύγει. Από πίσω τον ακολουθεί μια μούντζα και ένα μπινελίκι κι ένα «ρε άντε τράβα στη λαϊκή να τα βρεις πιο φθηνά».
& Εκείνος: Ξεκινώντας ας ξεκαθαρίσουμε κάτι με έναν μύθο που κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια, τα μνημόνια ΔΕΝ έφεραν την φτώχεια στην Ελλάδα. Η φτώχεια προϋπήρχε των μνημονίων και ήταν/είναι αποτέλεσμα ενός κανιβαλιστικού καπιταλισμού που θέλει τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι εκμεταλλευόμενοι ωμά τους φτωχούς που γίνονται φτωχότεροι. Αυτά πάντα με την στήριξη και την υποστήριξη μιας βαθιά άρρωστης κοινωνίας και διεφθαρμένων πολιτικών.
Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσαμε αυτή τη …λεπτομέρεια πάμε στην αγορά. Χωρίς να θέλω να πω ότι η ελληνική αγορά διαφέρει με αυτές των περισσοτέρων καπιταλιστικών χωρών υπάρχουν και διαφορές που κάνουν την …διαφορά και συνοψίζονται σε μια λέξη, κράτος. Το ελληνικό κράτος είναι άναρχα, άτακτα, διεφθαρμένα και στοχευμένα φορομπηχτικό. Έχω ένα φίλο που ασχολείται με θέματα φορολογικά και η μόνιμη συμβουλή του είναι: μην κάνεις τίποτα μέχρι την τελευταία στιγμή γιατί κάτι θα αλλάξουν πάλι, κάτι καινούργιο θα φέρουν για να πάρουν περισσότερους φόρους.
Ποτέ στην Ελλάδα δεν υπήρξε μια σταθερή και ανάλογη με τα έσοδα φορολογική πολιτική παρ’ όλες τις κατά περιόδους υποσχέσεις, ειδικά προεκλογικά. Ακόμα κι όταν το κάνουν σημαία νίκης όπως η Νέα Δημοκρατία πριν από ένα χρόνο. Η φορολογική πολιτική ανέκαθεν ήταν: παίρνουμε όσο μπορούμε περισσότερα από αυτούς που μπορούμε να τα πάρουμε.
Αντίστοιχα, ποτέ στην Ελλάδα δεν υπήρξε πολιτική για την βοήθεια των απόρων και μη προνομιούχων κυρίως γιατί ποτέ δεν υπήρξε πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο με την λογική: καλύτερα να χάσουμε πέντε-έξη-δέκα ψήφους παρά το πορτοφόλι του νταβατζή. Στην Ελλάδα το κράτος αδιαφορεί με τον πιο ωμό τρόπο για τους άπορους, τους πεινασμένους και τους άστεγους ακόμα κι όταν πρόκειται για παιδιά που λιποθυμάνε σε σχολικές αίθουσες. Και όχι μόνο αδιαφορεί αλλά με πρωτεργάτες τους Νεοδημοκράτες φροντίζει και να τους στιγματίζει κοινωνικά και να τους διώκει πολλές φορές με την χρήση αστυνομικής βίας.
Εγκληματικά και απάνθρωπα, το Ελληνικό κράτος από αρχής του αφήνει την φροντίδα του άπορου (ειδικά του άρρωστου άπορου), του άνεργου και του αστέγου στην οικογένεια του και στη φιλανθρωπία των …περαστικών, υμνώντας μάλιστα την κατά περιόδους όψιμη “φιλανθρωπία” της επίσης διεφθαρμένης ορθόδοξης εκκλησίας.
Μετά από αυτά τι να πούμε για βιτρίνες, για μαγαζάτορες και οφθαλμόλουτρα; Όχι τίποτα άλλο αλλά μην σας χαλάσω και την ευλαβική τηλεπαρακολούθηση του …μεγάλου αδερφού!