Guest

Εκείνη & Εκείνος, φαγητό και στέγη

 

Εκείνη


Σκεφτόμαστε το φαγητό.

                Σκεφτόμαστε το φαγητό.

Σκεφτόμαστε το φαγητό…

Με πλησιάζει ένας άντρας γύρω στα 60. Όσο καλύτερα τον κοιτάζω, τόσο νεαρότερο τον κάνω. Μπορεί να είναι και 40… Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω. Είναι ψηλός, τα μαλλιά του δεν έχουν γκριζάρει καλά, αλλά το πρόσωπό του είναι βρώμικο και σκαμμένο. Τα μάτια του είναι ακόμα νεανικά. Τα ρούχα του μάλλον τα μάζεψε από το δρόμο.

Έχω ήδη βάλει το χέρι στην τσέπη μου να του δώσω ό,τι έχω. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να είναι παραπάνω από ένα ευρώ. Για μένα δε σημαίνει τίποτα πια. Δε φτάνει να φάμε όλοι σήμερα. Ας φάει τουλάχιστον κάτι εκείνος.

Δεν έχει νόημα να γυρίζω την πλάτη σε κανέναν… Το ίδιο είμαστε όλοι. Ακόμα μας γελούν τα ρούχα μας. Κάποιοι ντυνόμαστε καλύτερα. Μα κι αυτός ο άνθρωπος, ποιος ξέρει πόσο καιρό φοράει τα ίδια, μέχρι που κατάντησαν έτσι. Πόσο καιρό έχει να μπει σε κάποιο σπίτι.

«Δε θέλω λεφτά», μου λέει. Σάστισα. Τι άλλο μπορεί να ήθελε εκτός από λεφτά; Δεν κρατούσα τίποτα στα χέρια μου. «Δουλεύω. Πάρτε αυτό εσείς, για να πάρω κι εγώ το μεροκάματό μου», λέει και μου δίνει ένα φυλλάδιο διαφημιστικό. Φεύγει. Παρακάτω τον είδα να σταματάει στον κάδο σκουπιδιών και να κοιτάει στα πλάγια. Κρέμεται μια σακούλα με ψωμί. Την παίρνει και φεύγει. Ντράπηκα…»

 

Το φαγητό σκεφτόμαστε μόνο, τώρα πια.

                Μόνο το φαγητό.

Σκεφτόμαστε το φαγητό.

«Για τις γυναίκες πάντα το φαγητό είναι πρόβλημα. Τι να μαγειρέψουμε πάλι σήμερα; Καθημερινός νταλκάς. Τι να φάμε; Τι μπελάς κι αυτός; Μιλάμε στα τηλέφωνα μεταξύ μας, διαβάζουμε συνταγές, βλέπουμε εκπομπές μαγειρικής, ρωτάμε τις γειτόνισσες, το μανάβη. Να πάρουμε καμιά ιδέα.

Όχι πια… Τώρα ό,τι βλέπουμε δεν μπορούμε πια να το φτιάξουμε. Σκεφτόμαστε το φαγητό… Δε ρωτάμε και δε μας ρωτάει κανείς. Ντρεπόμαστε.

Ανοίγουμε τα ντουλάπια, έχουμε μακαρόνια και ρύζι. Στο ψυγείο δύο αβγά. Κάναμε οικονομία στα αβγά και μείνανε έξι εβδομάδες εκεί μέσα, στην αβγοθήκη. Τα αφήναμε να τα φάει κάποιος άλλος. Κανείς δεν τα έτρωγε. Τώρα θέλουν πέταμα.

Σκεφτόμαστε το φαγητό… Να μη φάμε, για να κάνουμε οικονομία. Δε βάλαμε πετρέλαιο φέτος το χειμώνα. Ούτε μια φορά..! Για οικονομία, για το νοίκι. Για το ρεύμα, το νερό. Πώς θα μαγειρέψουμε χωρίς ρεύμα; Πώς θα πλυθούμε;

Να μη μας διώξουν από το σπίτι… Σκεφτόμαστε το φαγητό. Δεν έμεινε κάτι άλλο να κόψουμε, μόνο το φαγητό!»

 

Το φαγητό.

Σε τι διαφέρουμε λοιπόν εμείς από τους πρόσφυγες; Το ίδιο είμαστε όλοι. Πρόσφυγες, μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Μετανάστες. Πηγαίνουμε όπου υπάρχει μεροκάματο. Δεν έχουμε σπίτι. Πηγαίνουμε όπου θα βρούμε να φάμε. Με τα υπάρχοντά μας στον ώμο. Σε κουτιά. Δεν υπάρχει πια σπίτι. Άλλοι δεν μπορούν να μετακινηθούν. Υπάρχουν ηλικιωμένοι, μικρά παιδιά που πηγαίνουν σχολείο. Φεύγει ο ένας. Έρχεται κάθε τόσο. Φεύγουν και οι δύο. Τα παιδιά με τους παππούδες. Πού ζούμε; Όχι στην Ελλάδα του «τότε», που φεύγαν οι γονείς για τις φάμπρικες κι αφήναν πίσω τα παιδιά και τους παππούδες.

Δεν έχουμε πόλεμο. …Έχουμε; Δε βγήκαμε μόλις από πόλεμο. Κι όμως είμαστε ξανά φευγάτοι. Πρόσφυγες. Μετανάστες. Στην ίδια μας τη χώρα. Κάποιοι ντυνόμαστε καλύτερα. Ακόμα. Αλλά το ίδιο είμαστε όλοι. Ντρεπόμαστε.

& Εκείνος

Πριν από τρία χρόνια περίπου ήμουν στην Αθήνα. Το προσφυγικό δεν είχε ξεκινήσει – αν και τα δείγματα είχαν αρχίσει να φαίνονται – αλλά η μιζέρια των μνημονίων είχε χτυπήσει για τα καλά. Σε σύγκριση με προηγουμένη επίσκεψη μου μόλις ένα χρόνο νωρίτερα τώρα το έβλεπες παντού. Θυμηθείτε, μιλάω για τρία χρόνια πριν. Προ πρώτης φορά αριστερά. Πρωθυπουργός ακόμα ο Σαμαράς, αντιβασιλέας ο Βενιζέλος και υπουργός υγείας ο Βορίδης.

Ενάμιση εκατομμύριο οι άνεργοι, χιλιάδες οι πεινασμένοι, χιλιάδες οι άστεγοι, οικογένειες με μικρά παιδιά στα πεζοδρόμια. Δεν μπορούσαμε πια να κρυφτούμε πίσω από το «γυφτάκια είναι που δεν θέλουν να πάνε σχολείο» ή «αλβανάκια που τα εκπαιδεύουν», έτσι λέγαμε. Τώρα ήταν γειτονόπουλα που πεινάγανε και ζητιανεύαν. Ή καλύτερα προτιμούσαν να πεινάσουν παρά να ζητιανέψουν. Και λιποθυμούσαν μετά στα σχολεία. Τα θυμάστε φαντάζομαι.

Εσείς τα ζήσατε. Εγώ τα έζησα μέσα από το περιορισμένο χρόνο του επισκέπτη και την ασφάλεια του φιλοξενούμενου. Αλλά πρόλαβα και είδα. Είδα το γέρο και τη νέα κοπέλα κάθε πρωί, πολύ νωρίς, να ψάχνουν τα σκουπίδια απέναντι από το σπίτι που με φιλοξενούσαν και κάθε βράδυ μια γριά και δυο νέα παλικάρια. Είδα σακούλες με αποφάγια να κρέμονται από τους τοίχους σε ένα καρφί και συνέχεια να εξαφανίζονται και να αναπληρώνονται, είδα φίλους να έχουν χάσει τα πάντα και να αναρωτούνται πως θα πληρώσουν τον επόμενο λογαριασμό, είδα φίλους – συνομηλίκους μου – να μένουν άνεργοι και αυτούς που είχαν ακόμα δουλειά να αναρωτούνται αν θα έχουν τον επόμενο μήνα.

Είδα αστέγους. Αυτό λυπάμαι, αλλά η όποια περιγραφή θα αδικεί κι εκείνους κι εμένα. Φοβήθηκα. Ναι φοβήθηκα. Αυτή ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Φοβήθηκα γιατί αν ζουσα στην Ελλάδα για πολλούς και τους ίδιους λόγους που οδήγησαν όλους αυτούς τους ανθρώπους στο δρόμο, πιθανώς να μοιραζόμουνα τη μοίρα τους. Και φοβήθηκα σε κάθε γωνιά. Από την Αριστοτέλους μέχρι το Άλσος του Παγκρατίου και από τη Φορμίωνος μέχρι τον Αϊ Σώστη και την Αγία Τριάδα, τις γωνιές που εγώ ξέρω, υπήρχαν άστεγοι. Οικογένειες.

Δεν ξέρω, ίσως να φταίει και ο κύκλος μου, οι άνθρωποι που με περιβάλλουν, αλλά αυτό που είδα τότε δεν είχε κανένα χαμόγελο. Είχε πίκρα, είχε φόβο, είχε αμφιβολία. Είχε μοναξιά.

Οι πολιτικοί; Δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτούς. Είπαμε, τότε ήταν ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος. Αυτοί που είχαν καταστρέψει την Ελλάδα αυτοπαρουσιαζόντουσαν σαν οι μοναδικοί σωτήρες. Θρασύτατα. Αυτοί με θύμωσαν. Όσο φτωχή κι αν είναι η ηθική σου, αυτοί ξεπερνούσαν όλα τα όρια. Το θράσος τους προκλητικό. Αλλά η δική μου περίοδος στην Ελλάδα τέλειωσε. Επέστρεψα στη δική μου ασφάλεια, στη δική μου καθημερινότητα και στα δικά μου προβλήματα. Που μπορεί να μη συγκρίνονται με αυτού που πεινάει και είναι άνεργος αλλά δεν παύουν να βαραίνουν τη καθημερινότητα μου.

Έτσι μέρα με τη μέρα οι εικόνες ξεθωριάσανε. Με τους μήνες η εικόνα του αστέγου στο άλσος του Παγκρατίου μπερδεύτηκε με τον άστεγο στη μεγαλούπολη της Σκανδιναβίας που απέχει ένα τηλεφώνημα από τη στέγη, το φαγητό, τα ζεστά ρούχα και το χαρτζιλίκι. Το πεινασμένο παιδί υπάρχει μόνο στα γερμανικά παραμύθια και ο φόβος για την ανεργία υπάρχει αλλά είναι ταυτόχρονα και ομιχλώδης μέσα από τα βοηθήματα τους κράτους. Ο δικός μου φόβος ξεχάστηκε στη σιγουριά ότι θα σκοτωθούν να μου βρουν ινσουλίνη και η βασική σύνταξη, έχω δεν έχω τα ανάλογα ένσημα, μου φτάνει για να ζήσω τουλάχιστον με αξιοπρέπεια. Η απόσταση δεν παρέμεινε εικονική όσο κι αν η καρδιά μου χτυπάει Ελλάδα, αλλά έγινε πραγματική.

Στο μεταξύ ήρθε η ελπίδα στην Ελλάδα. Ήρθε η πρώτη φορά αριστερά, σαν να σηκωθήκαμε όλοι. Τα μηνύματα από την Ελλάδα αρχίσαν να έχουν λίγο φως. Αλλά η φούσκα – γιατί για φούσκα επρόκειτο – έσπασε και οι πολιτικοί αποδείχτηκαν πολιτικοί. Και οι αριστεροί. Ένα χρόνο μετά την πρώτη φορά αριστερά και τρία μετά την τελευταία φορά που ήμουν στην Ελλάδα, εγώ δεν έχω δει τι γίνεται στο άλσος του Παγκρατίου αλλά βλέπω στατιστικές. Αριθμούς. Και βλέπω το ενάμιση εκατομμύριο ανέργους να μη λιγοστεύει. Βλέπω τη φτώχεια να θεριεύει και δεν ξέρω πια που έχουν φτάσει οι αριθμοί των αστέγων. Ένας φίλος μου είπε κάτι για 40,000. Αυτό τώρα και με τρομάζει και με πονάει.

Διάβασα ότι σε κάποια στιγμή έντασης στη συνάντηση με το κουαρτέτο στο …Χίλτον, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είπε στην εκπρόσωπο του ΔΝΤ Ντέλια Βελκουλέσκου ότι αν δεν καταλαβαίνει τη κατάσταση την επόμενη φορά να την συναντήσει στην Ειδομένη. Γιατί; Γιατί να πάνε τόσο μακριά; Γιατί δεν την πηγαίνει μια βόλτα στο Παγκράτι, στο Βύρωνα, στη Καισαριανή, στα πλατεία Βάθης;

Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή με το προσφυγικό στην Ελλάδα είναι συγκλονιστικό και καλά κάνει η Ελλάδα και το κάνει το θέμα πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Γιατί είναι παγκόσμιο το πρόβλημα κι ας μην αρέσει σε πολλούς να το ακούνε. Και ναι, παρά την ξεφτίλα και το ρατσισμό (γιατί δεν μιλάμε πια για ξενοφοβία) των Αυστριακών και των Ούγγρων, η κατάσταση έχει αγγίξει τους πάντες και όλα τα ΜΜΕ σε όλο το κόσμο ασχολούνται με την Ειδομένη και το τσουνάμι προσφύγων που έχει χτυπήσει την Ελλάδα. Μήπως όμως μέσα στη όλη αυτή προβολή ξεχάσαμε να προσθέσουμε δίπλα στην χτυπημένη από τους πρόσφυγες Ελλάδα ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι και αυτή ένας πρόσφυγας στη γη της με χιλιάδες ανέργους, πεινασμένους και αστέγους;

Μήπως αυτούς τους χιλιάδες αστέγους τους αφήνουμε να σωθούν σε αυτόματο πιλότο; Μήπως πρέπει να αφήσουμε λίγο στην άκρη αυτή την ψευδό-αξιοπρέπεια που ντρεπόμαστε να πούμε ότι κυκλοφορούμε με τρύπιο παντελόνι και τρύπια παπούτσια αλλά να τους το δείξουμε; Κατάφατσα; Και ξέρετε γιατί τα λέω αυτά; Γιατί το τελευταίο χρόνο δεν έχω ακούσει τίποτα απολύτως από τα ελληνικά ΜΜΕ ή τους πολυάσχολους με τη σωτηρία μας πολιτικούς για τους ανέργους, τους πεινασμένους και κυρίως τους αστέγους. Σε σημείο που να φαίνεται σαν να χάθηκαν. Σαν να μην υπάρχουν πια αυτοί οι εφιαλτικοί αριθμοί. Και τονίζω, χωρίς αυτό να αλλοιώσει ή να σταματήσει την υποστήριξη στους πρόσφυγες, απεναντίας, να το συνδέσει.



Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος, φαγητό και στέγη

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη & Εκείνος μεταφέρονται στο τόπο και στο χρόνο, στο χτες και στο σήμερα, στο πεινούσα, πεινάω, πεινώ. Στο κεραμίδι στο κεφάλι μέχρι στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Στη Ελλάδα που κανένας δεν θέλει να βλέπει.