Πως μίκρυνε στα μάτια του ο τρόπος που κοιτούσε.
Όλο και λιγότερο, ως μιά χαραμάδα.
Ήταν ο χρόνος των ματιών του.
Τέντωσαν και οι άλλες αισθήσεις θορυβημένες από
τον αδόκητο ερχομό.
Οσμίστηκαν φραγές,
σιγάκουσαν πάγο,
σκλήρυναν οι κάλυκες στην παράξενη γεύση.
Η αίσθηση της αφής, η πιο ώριμη απ’ όλες τις καθησύχασε.
–Από τότε που γεννήθηκα τον χάιδευα.
Να που ήρθε η ώρα να τον αγκαλιάσω ολόκληρο.