Guest

Εκείνη & Εκείνος, βουνό ή θάλασσα;

Εκείνη

Έζησα 10 χρόνια στη συμπρωτεύουσα κι άλλα τόσα σε νησί. Ύστερα έζησα σε μια μικρή πόλη με θάλασσα, μετά σε βουνό, μετά στη βορειότερη πλευρά της Ευρώπης κι ύστερα ξανά στη συμπρωτεύουσα. Τώρα στην Αθήνα. Πάντα το πρόβλημα ήταν η θάλασσα. Θέλω όπου κι αν είμαι να τη βλέπω.

Έχω πειστεί πλέον ότι είναι θέμα ψυχολογικό. Δεν ξέρω ποιες είναι οι ρίζες του και δεν ξέρω αν θέλω να τις μάθω. Μια φορά έχω ερωτευτεί έναν τόπο με την πρώτη ματιά. Την Καστοριά. Σε μια άκρη του μυαλού μου σκέφτομαι πως είναι από τα μέρη που θα ήθελα να ζήσω. Μα όταν κοιτούσα καλύτερα το νερό και τα βουνά ολόγυρα, ένιωθα ένα μικρό πανικό να ανεβαίνει και να γίνεται κόμπος. Από πού θα φύγω;

Όταν δε βλέπω θάλασσα, νομίζω ότι έχω παγιδευτεί. Λες και θα μπορούσα να πάω κάπου από τη λίμνη της Καστοριάς. Λες και θα μπορούσα να φύγω από οπουδήποτε, μπαίνοντας απλώς στη θάλασσα. Όμως ήταν η αίσθηση αυτή της ελευθερίας της φυγής. Δε θέλω να βλέπω ανοιχτούς δρόμους, μα θάλασσα για να ξέρω ότι μπορώ να φύγω.

Ο ελεύθερος άνθρωπος λένε, δε σκέφτεται τη φυγή. Εγώ πάντα αυτή σκέφτομαι. Ίσως θα έπρεπε να το κοιτάξω.

Νομίζω πως καταλαβαίνω τους ναυτικούς. Αλλά ναυτικός δε θα ‘θελα να ‘μαι.

Με τα παιδιά στεναχωριέμαι που δεν έχω τη θάλασσα δίπλα μας. Μα εκείνα δεν τα νοιάζει. Ύστερα σκέφτομαι πως γι αυτά, η θάλασσα είναι μακριά, είναι κάτι που πρέπει να το κανονίσεις για να το κάνεις κι είναι κομμάτι της πραγματικότητας. Από όσο θυμάμαι, ούτε εμένα μ’ ένοιαζε το πού είναι η θάλασσα, όταν ήμουν πιτσιρίκι στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα προέκυψαν τα ψυχολογικά.

Φέτος καταφέραμε να πάμε μόνο μια φορά στη θάλασσα. Φέτος τα παιδιά σταμάτησαν να τη ζητάνε. Παρατηρώ ότι δεν τη ζητώ πια ούτε εγώ. Όμως τη βλέπω μέσα από μια στενή λωρίδα ανάμεσα στα σπίτια και ξέρω ότι είναι εκεί.

Είναι δύσκολο όταν έχεις συνηθίσει να βγαίνεις από το σπίτι σου με την πετσέτα στον ώμο και την παντόφλα και σε λίγα λεπτά να είσαι στην παραλία, να πρέπει να οργανώσεις ολόκληρη τη μέρα σου για να κάνεις ένα μπάνιο. Τα τελευταία χρόνια τα μπάνια μας είναι όλο και πιο κουραστικά. Ή εγώ κουράστηκα.

Πρόπερσι ζούσαμε 400 μέτρα από τη θάλασσα. Φόρτωνα το καρότσι δυο φορές την ημέρα και πηγαινοερχόμουν. Νομίζω πως τότε έκανα και τα περισσότερα μπάνια από τότε που ζούσα σε νησί. Άσε που στο νησί έκανα τον τουρίστα μέχρι να μεγαλώσω αρκετά και να δουλεύω. Μετά τη θάλασσα απλά την έβλεπα. Αλλά μου έφτανε.

Θα μου πάρει καιρό να συνηθίσω το «οργανωμένο μπάνιο». Πρέπει να εξοπλιστώ και ανάλογα. Δεν μπορώ και την πήχτρα πια. Όταν είχα τη θάλασσα κοντά, τις ώρες που πήγαινα εγώ δεν υπήρχε κανείς. Πήχτρα είδα και στο Ελσίνκι, μα δεν ακουγόταν κιχ. Η θάλασσα ήταν τόσο παγωμένη βέβαια, που μέχρι τον αστράγαλο άντεξα να μπω κι όταν βγήκα τα δάχτυλά μου είχαν γίνει ξύλα. Η θάλασσα της Φινλανδίας είναι για τους Φινλανδούς.

Πάντως κανείς δεν έσερνε τίποτα άλλο μαζί του εκτός από την πετσέτα του. Εδώ πρέπει να φορτώσουμε ολόκληρο βαν και πάλι όταν φτάσουμε κάτι θα μας λείπει.

Βαριέμαι να κάθομαι όλη μέρα στη θάλασσα. Βαριέμαι να κυνηγάω παιδιά. Δεν αντέχω τη ζέστη και τον ήλιο να χτυπάει το κεφάλι μου. Βαριέμαι τους τύπους δίπλα μου, τις φωνές παραδίπλα μου, τις ρακέτες και τα φρίσμπι και τους κεφτέδες στο μπολ. Αρχίζω να εκφυλίζομαι. Απαρνιέμαι το ελληνικό καλοκαίρι. Δε θα το φανταζόμουν ποτέ.

Θυμάμαι τις πρώτες οικογενειακές διακοπές στη Χαλκιδική. Η Χαλκιδική μπορεί να έχει χίλια καλά, μα έχει μονίμως έναν εκνευριστικότατο αέρα. Και μπουρίνια τρελά. Εμείς με τη σκηνή, οργανωμένοι πλήρως, με τις λαμπίτσες θυέλλης μας, το γκαζοκουζινάκι μας, την τέντα μας, τα στρωματάκια μας, τη σακουλοντουζιέρα κρεμασμένη στο δέντρο, και μια τσάντα κόμιξ. Και πιάνει ένα μπουρίνι που τα πήρε και τα σήκωσε όλα και τα πήγε στο διάολο και η σκηνή έγινε κιβωτός. Εμένα που ήμουν 6-7 χρονών, με στείλανε στους γείτονες που είχανε τροχόσπιτο.

Την επόμενη χρονιά τα ίδια. Νομίζω ότι ακόμα έχω ένα κόμιξ που έγινε ροζ από κάτι που ξέβαψε, όσο κολυμπούσε στα νερά της σκηνής. Εγώ την ξανάβγαλα στο παραδιπλανό τροχόσπιτο.

Του χρόνου πήγαμε κι εμείς με τροχόσπιτο.

Τώρα το τροχόσπιτο αυτό σαπίζει. Μπορεί να μην υπάρχει καν. Μα υπάρχει μια μυρωδιά γυαλιστικού ξύλων, που όταν τη μυρίζω θυμάμαι εκείνα τα καλοκαίρια. Περισσότερο θυμάμαι εκείνα, παρά τα όσα ακολούθησαν κι ας έζησα σε νησί με τη θάλασσα στα πόδια μου.

Η ζωή τελικά είναι στιγμές; Γιατί να θυμάμαι αυτά και όχι τα άλλα; Πρέπει να αφήσω τις στιγμές να συμβούν και να ‘ρθουν. Για τα δικά μου παιδιά. Λέω να το πάρω αλλιώς και να ξαναδώ τα καλοκαίρια διαφορετικά. Όχι με τα δικά μου μάτια, αλλά με τα μάτια ενός παιδιού. Στιγμές.

& Εκείνος

Όταν μιλήσαμε με τη Κατερίνα για το θέμα που θα γράφαμε, η ιδέα ήταν κάτι ανάλαφρο, κάτι καλοκαιρινό, κάτι με διακοπές και αναμνήσεις. Ξέρετε τι εννοώ. Θάλασσα, ομπρέλα, ρακέτες, παγωτό, κανένα βιβλίο με μυστήριο. Αλλά υπάρχει και αυτή η σοφή παροιμία που λέει, μην υπολογίζεις χωρίς τον ξενοδόχο. Όπου αυτός που υπολόγιζε είμαι εγώ και ξενοδόχος η αυγουστιάτικη Σκανδιναβία.

Γιατί μόλις έπιασε πρώτη Αυγούστου στη Σκανδιναβία και μια πρωινή βόλτα στο κοντινό εμπορικό κέντρο με βρήκε με όλες τις βιτρίνες στολισμένες με σχολικά και χωρίς ..θέμα. Δευτέρα και οι τελευταίοι – αυτοί με παιδιά – είχαν αρχίσει την επιστροφή στη καθημερινότητα με πρώτη δουλειά τα ψώνια στο σουπερμάρκετ. Τα διαμερίσματα στη πολυκατοικία έχουν γεμίσει πάλι και κάποιοι χαζεύουν τον ήλιο αφήνοντας βαθύς αναστεναγμούς.

Έτσι ενώ εσείς απολαμβάνετε ουζάκι και θάλασσα, εμείς …κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. Σε δέκα με δεκαπέντε μέρες ανοίγουν τα σχολεία σε όλες τις σκανδιναβικές και βαλτικές χώρες. Υπάρχουν σύννεφα στον ουρανό και έχει βρέξει αρκετές φορές τις τελευταίες μέρες.

limniΑλλά ας υποκριθούμε ότι τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει κι εγώ θα σας πω και τι σημαίνει διακοπές και καλοκαίρι για τους Σκανδιναβούς. Όλα συμπεριλαμβάνονται σε μια και μόνη λέξη: λίμνη. Αλλά αυτή η λέξη δεν είναι έτσι ξερα μια λίμνη. Είναι ξύλινο σπιτάκι χωρίς ηλεκτρικό και πολλές φορές χωρίς καν τρεχούμενο νερό. Είναι τουαλέτα έξω και μπάνιο στη σάουνα, είναι όλα στα κάρβουνα με πατάτες βραστές η στη θράκα. Είναι που το πιο κοντινό σπίτι είναι μερικά χιλιόμετρα μακριά, είναι η απόλυτη ηρεμία και η σιωπή του δάσους.

Έχω περάσει σε τέτοια ξύλινα σπιτάκια καλοκαίρια με παρέα, με μεγάλη παρέα αλλά και μόνος μου. Παρενθετικά το έχω κάνει και χειμώνα. Λίγο η ησυχία του δάσους, λίγο το γεγονός ότι το καλοκαίρι ο ήλιος σχεδόν δεν δύει, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι ο χρόνος έχει σταματήσει. Σαν να σου δίνει «άδεια» ακόμα και το ρολόι. Προσωπική ευχαρίστηση, δεν πιάνει το κινητό. Γενικά δεν πιάνουν τα πάντα, κινητά, ιντερνέτ, ποκεμόν.

Τις μέρες σε αυτό το σπιτάκι δίπλα στη λίμνη, είναι κάτι που σέβονται και αποζητούν όλοι οι Σκανδιναβοί με ευλαβική συνέπεια κάθε καλοκαίρι. Μπορεί να πάνε για 15 μέρες στην Ελλάδα, η στις Βερμούδες, αλλά έχουν σιγουρέψει 10 μέρες για το σπιτάκι στη λίμνη ότι και να γίνει. Εκεί, χωρίς ηλεκτρικό και τουαλέτα, χωρίς τηλέφωνο και φατσοβιβλίο.

Είναι δύσκολο να το περιγράψεις γιατί φυσικά δεν συγκρίνεται με το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης ή το να χαζεύεις τις βαρκούλες στο λιμάνι στα Χανιά. Αλλά είναι και αυτό ακριβώς, το δεν συγκρίνονται. Έχω απολαύσει με τον ίδιο τρόπο το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη που έχω απολαύσει τον ήλιο του μεσονυχτιού σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι δίπλα σε μια λίμνη στην ανατολική Φινλανδία. Το συναίσθημα παρα τη τρομακτική διαφορά του τοπίου, ήταν το ίδιο. Κι αυτό που βέβαια πάντα είχε και έχει τον τελευταίο λόγο, που πάντα ομορφαίνει τη κάθε εμπειρία διακοπών είναι η παρέα.

Η παρέα είναι που θα κάνει το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη πραγματικά αξέχαστο και η παρέα ήταν που έκανε το βράδυ σε μια λίμνη κοντά στο Κουόπιο μοναδικό. Ήταν το τραγούδι που σιγοψιθυρίσαμε, η κιθάρα που κράταγε το ρυθμό, ήταν τα ψιθυρίσματα του δάσους, ακόμα και τα κάρβουνα που σιγόσβηναν. Ήταν η παρέα και πάντα είναι η παρέα.

Κι έτσι για να κλείσω θα σας πω και τι μου λείπει. Κάθε φορά που έρχομαι Ελλάδα, φυσικά Αθήνα πρώτα, κανένας δεν καταλαβαίνει γιατί το πρώτο πράγμα που κάνω όταν βγω από το αεροδρόμιο είναι να ψάξω τον Υμηττό. Παλιά στο παλιό αεροδρόμιο ήταν πιο εύκολο, τώρα έχει δυσκολέψει λίγο, αλλά πάντα στο τέλος τον βρίσκω. Μου έχει λείψει αυτός ο βράχος, αυτό το βουνό που καραφλό κοιτάζει θρασύτατα την Αθήνα και τη θάλασσα στο βάθος. Ζώντας πολλά χρόνια σε χώρες που ο Λυκαβηττός θα χαρακτηρίζονταν βουνό, μου έχει λείψει η κορμοστασιά ενός βουνού σαν τον Υμηττό, να με κοιτάει αιώνια ακίνητο. Και αυτό είναι κάτι που δυσκολεύομαι να περιγράψω σε όλους τους Σκανδιναβούς φίλους μου, και καμία θάλασσα ή λίμνη δεν μπορεί να το αντικαταστήσει.

Αλλά είπαμε, όλα στο τέλος είναι θέμα παρέας, η καλή παρέα μπορεί να σε κάνει και να ξεχάσεις ότι δεν υπάρχει βουνό γύρω σου.

Όσοι ξεκινάτε ή είσαστε διακοπές να περνάτε καλά, εμείς ….σχολικά τώρα!



Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος, βουνό ή θάλασσα;

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη & Εκείνος ανασύρουν αναμνήσεις, μυρωδιές και αισθήσεις από περασμένα καλοκαίρια για να βρουν τι είναι διακοπές, βουνό ή θάλασσα; Η μήπως όλα είναι θέμα καλής παρέας;