Η καθημερινότητά μας αναστατώθηκε από την άφιξη μιας μεγάλης ομάδας παιδιών από το Σαράγεβο. Τα έστειλε- μας τα έφερε λέω πια, γιατί τα έφερε στη ζωή μας- ο Ο.Η.Ε. , γιατί έχασαν τους δικούς τους στον πόλεμο, για να τους προσφερθεί άσυλο και ένα σπίτι να μείνουν μέχρι όλα τα φρικτά που έζησαν να τελειώσουν. Αν και δεν ξέρω κατά πόσο όλα αυτά τελικά τέλειωσαν μέσα τους, όμως ελπίζω πως όλα πήγαν καλά για όλους.
Ήμασταν σε πολύ μικρό μέρος και τώρα που το σκέφτομαι τόσα χρόνια μετά, χαίρομαι γι αυτό, γιατί το μικρό μέρος μας έδινε την ελευθερία που τα παιδιά στις μεγαλούπολεις στερούνται, οπότε περνώντας η πρώτη αναμπουμπούλα, πολλοί από εμάς γίναμε σταθερή και μόνιμη παρέα τους στο ξενοδοχείο που τους φιλοξενούσε, σε καθημερινή βάση, από την ώρα που τελειώναμε το μάθημα στο σχολείο, μέχρι αργά το βράδι που οι μεγάλοι μας κυνηγούσανε να πάμε σπίτια μας.
Τα παιδιά αυτά ήταν ηλικίας από 3 έως 16 ετών. Πολλοί ντόπιοι έδωσαν το παρόν από την πρώτη μέρα της άφιξής τους μόνο από απλή περιέργεια και το ίδιο γρήγορα επέστρεψαν στην κανονική ροή της ζωής τους. Άλλοι έφυγαν επειδή δεν είχαν τρόπο να επικοινωνήσουν, μιας και η μόνη γλώσσα στην οποία μπορούσαμε να μιλήσουμε μαζί τους ήταν τα αγγλικά- και πολλά από εκείνα τα παιδιά ήξεραν πολύ λίγα.
Παρόλα αυτά, σε πολύ λίγες μέρες, πολλοί από εμάς γίναμε θαμώνες σε αυτό το καινούργιο στέκι και ξημεροβραδιαζόμασταν μαζί τους, ακούγοντας τις ιστορίες τους και παίζοντας με τα νήπια- αυτά τα νήπια που βρέθηκαν ορφανά από τη μια μέρα στην άλλη και βρίσκαν το κουράγιο να παίζουν ανέμελα και να γελάνε.
Θυμάμαι ένα πολύ μικρό κατάξανθο αγοράκι, ίσως 4 ετών, με το όνομα Ράντος. Ένα κορίτσι πανύψηλο κι αδύνατο, 11 ή 12 χρονών, με ολόισια μαύρα μαλλιά και τεράστια μάτια, με το όνομα Μιλίτσα. Ένα γεροδεμένο αλητάκο γύρω στα 16, με σκούφο στο κεφάλι και σουγιά στην τσέπη, τον Μίλαν. Και τη Nατάσα, που ήταν ξανθιά και στρουμπουλή, ντροπαλή και γεμάτη χαμόγελα, κοντά στα 13, η οποία είχε όλα τα νήπια στο κατόπι. Ήθελε όλα να τα προσέχει. Έναν πιτσιρίκο όχι πάνω από 8 χρονών, με το όνομα Ντούσαν, που έτρεχε γύρω γύρω και γελούσε και φώναζε «My house, Banja Luka. My house went BOOM”.
Τρεις μήνες περάσαμε μαζί τους. Τρεις αξέχαστους και ανεπανάληπτους μήνες, γεμάτους πολύ παιχνίδι, απίστευτες ιστορίες, πολλή αγάπη, καβγάδες, ατέλειωτο κλάμα, ακόμα και έρωτες. Τη μέρα που φύγανε δεν τη θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι κάθε παιδί από αυτά είχε έρθει για λίγο στον κόσμο μας και τη ζωή μας, με μια χούφτα όλα κι όλα τα υπάρχοντά τους και πριν φύγουν είχα στα χέρια μου διευθύνσεις και φωτογραφίες ταυτότητας (οι μόνες που είχαν μαζί τους) από τους περισσότερους- αν όχι όλους. Φύγανε για τον επόμενο προορισμό τους. Άλλοι στον Καναδά, άλλοι στη Γερμανία, άλλοι δε θυμάμαι πού, δεν ξέρω πια.
Για πολύ καιρό, μήνες, χρόνια, γράφαμε γράμματα και λέγαμε τα νέα μας. Δηλαδή τα δικά τους μας ενδιέφεραν περισσότερο… Θυμάμαι ολόκληρες σελίδες με ολοστρόγγυλα γράμματα και κουτσουρεμένα αγγλικά, να μιλάνε για συγγενείς, υιοθεσίες, ιδρύματα και μια υποψία φυσιολογικού ρυθμού ζωής. Ένα σχολείο. Καινούργιοι φίλοι. Και πολύ πολύ κλάμα.
Γιατί τα θυμάμαι τώρα αυτά; Γιατί δεν τα ξέχασα ποτέ. Αυτά τα παιδιά ήταν ΦΙΛΟΙ μου. Είναι φίλοι μου κι ας μην τους έχω ξαναδεί, κι ας έχω ξεχάσει πια τα ονόματά τους, κι ας μην έχω μάθει νέα τους εδώ και χρόνια. Όμως ξέρετε κάτι; Δεν έπαψα ποτέ να τους ψάχνω. Με τις παιδικές τους φωτογραφίες στο μυαλό μου πλέον μόνο, και τα λιγοστά μικρά ονόματα που θυμάμαι ακόμα, ψάχνω στα κοινωνικά δίκτυα ατέλειωτα προφίλ, εδώ και χρόνια, σχεδόν καθημερινά.
Αδιανόητο, τρελό, απίθανο να πετύχει, όμως ψάχνω.
Το πιο αδιανόητο όμως είναι ότι πρώτα βέβαια απευθύνθηκα στο ίδιο εκείνο το ξενοδοχείο που τους φιλοξένησε τότε. Ξανά και ξανά. Δεν μου απάντησε ποτέ κανείς. Απευθύνθηκα και σε άλλους συνομήλικους και μη, που παρέα είχαμε ζήσει εκείνο το διάστημα μαζί με τα παιδιά.
Ποτέ δεν πήρα την παραμικρή απάντηση.
Χθες ήταν εκείνος ο πόλεμος.
Σήμερα είναι η Συρία.
Γι αυτά τα παιδιά σήμερα οι πόρτες είναι πια κλειστές. Από παντού. Από τα σπίτια, από τα σχολεία, από τα υπόγεια.
Τότε είχαν ανοίξει όλες οι πόρτες, όλες οι αγκαλιές. Ή έστω οι περισσότερες. Ή έστω αυτό θέλω να πιστεύω.
Τώρα κάποιοι επιλέγουν να μη θυμούνται καν και να μην ξέρουν.
Φταίει που τα παιδιά της Συρίας δεν είναι brother country Serbia AEK-Partisan forever;
Φταίει που αναμασάμε το καινούργιο κι απαράδεκτο, απάνθρωπο τραγουδάκι των βοοειδών «Τα Ελληνόπουλα πεινάνε, να πάτε πίσω, να πάτε σε άλλη χώρα;»
Τι στο διάολο φταίει και καταντήσαμε έτσι;
Δεν είναι η κρίση.
Δεν είναι η δική μας, προσωπική δυσκολία.
Δεν είναι τίποτα από αυτά.
Αλλά δεν ξέρω τι είναι κι αυτό το κάνει ακόμη πιο τρομακτικό.
Δεν μπορώ να το εκλογικεύσω.
Όμως εγώ ΔΕΝ είμαι αυτός ο Έλληνας.
Κι ακόμα ψάχνω για επιζώντες στα συντρίμμια.
Κι ίσως κάποιο από αυτά τα παιδιά που είχα γνωρίσει να κατάφερε να γίνει κάτι σπουδαίο. Να γίνει γιατρός ή μεγάλος επιστήμονας. Διάσημος τραγουδιστής ή αθλητής ή ηθοποιός, ή κάτι για το οποίο θα μπορούσαμε να λέμε ότι ναι, η δική μας αγάπη ήταν αυτή που του έδωσε την ευκαιρία να το καταφέρει.
Όμως χιλιάδες παιδιά δεν καταφέρνουν να γίνουν μεγάλοι και σπουδαίοι και ξακουστοί. Χιλιάδες παιδιά απλώς καταφέρνουν να ζήσουν τη ζωή τους.
Δεν είναι αυτό αρκετό;
Χιλιάδες παιδιά δεν προλαβαίνουν να ζήσουν αρκετά.
Δεν είναι αυτό αρκετό για να ανοίξουν οι πόρτες;
Χιλιάδες παιδιά δεν προλαβαίνουν καν να γεννηθούν.
Δεν είναι ούτε αυτό αρκετό;
Χιλιάδες παιδιά ζουν σε σκηνές και ξεπουλούν την ύπαρξή τους για ένα κομμάτι ψωμί.
Ούτε αυτό φτάνει;
Τι άλλο θέλετε πια;
Αν δε βρίσκετε κανέναν απολύτως λόγο να συμπαθήσετε –έστω – αυτούς τους ανθρώπους, βάλτε τον εαυτό σας, τα παιδιά σας, τους αγαπημένους σας, στη θέση τους.
Ούτε αυτό είναι αρκετό;
Αν η απάντηση είναι όχι τότε είμαστε άρρωστοι.
Άρρωστοι.
& Εκείνος
Κατ’ αρχή ο βομβαρδισμός των υποτίθεται χημικών εργαστηριών στην Σύρια, ήταν για τα μάτια του κόσμου. Άδειες αποθήκες χτύπησαν και επειδή από ότι φαίνεται υπήρχαν και σχεδία για ανάπλαση του χώρου, οι πύραυλοι βοήθησαν στο γκρέμισμα των κτιρίων. Το μόνο που βγήκε από αυτήν την ιστορία ήταν ότι ενώ η δημοφιλία του Τραμπ στις ΗΠΑ κατακρημνιζότανε στο κάτω από το 30%, μέσα σε μερικές ώρες έπιασε το αξιοπρεπές 40%.
Από την εποχή του Λύντον Τζόνσον και ύστερα όποιος αμερικανός πρόεδρος έβλεπε την δημοφιλία του να πέφτει βομβάρδιζε και μια χώρα. Οι τελευταίοι Μπους-Κλίντον-Ομπαμα το κάνανε και για πλάκα, έτσι για να δυναμώσουν λίγο τα ποσοστά της δημοφιλίας τους.
Τώρα για τα αποτελέσματα …τι τους νοιάζει; Σάμπως και θα περάσουν τίποτα δύστυχοι πρώτα το Αιγαίο, μετά την Μεσόγειο και στο τέλος τον Ατλαντικό για να νοιάξει τον Τραμπ αν θα υπάρχουν πρόσφυγες και κατεστραμμένοι ή μήπως θα πάει η σκόνη από τα χημικά από τη Συρία στην Ουάσιγκτον;
Τα χημικά. Ποια χημικά; Όχι του Ασάντ βρε, του Τραμπ τα χημικά.
Ή μάλλον τα ραδιενεργά.
Για θυμηθείτε την Γιουγκοσλαβία, με τα νέας γενιάς ραδιενεργά όπλα. Τόμαχωκ και Κρουζ; Θυμάστε ή το ξεχάσατε; Ακόμα πεθαίνει κοσμάκης στην Γιουγκοσλαβία από λευχαιμία. Εκεί να δείτε ισότοπα να πάθει το αιματάκι σας.
Έτσι λοιπόν για να τιμωρήσουν τον Ασάντ που έριξε χημικά στους αμάχους Συρίους, Αμερικανοί Άγγλοι και Γάλλοι ρίξανε ραδιενεργά στους αμάχους Συρίους.
Τι δεν καταλάβατε τώρα;
Α, ναι και για τα αποτελέσματα, αφήστε τον Ερντογκάν να καθαρίσει …όσους Κούρδους έχουν μείνει ακόμα ζωντανοί.
Α, και όσοι ρωτάτε, σχέδιο δεν υπάρχει. Αυτή είναι η μοντέρνα μορφή αποικιοκρατίας που θα εφαρμόσει από δω και πέρα η Αμερική του Τραμπ.
Αποικιοκρατία με τηλεχειριστήριο και …τουΐτερ.
Κι όποιον πάρει ο χάρος.
Αρκεί να μην είναι λευκός χριστιανός αμερικανός, αυτός που θα πάρει ο Χάρος.
Αυτό το τελευταίο έχει την σημασία του.
Γιατί όπως είπε και ο Μάρτιν Νίμελερ:
Όταν οι Ναζί πήραν τους κομμουνιστές, εσιώπησα, δεν ήμουν δα κομμουνιστής.
Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες, εσιώπησα, δεν ήμουν δα σοσιαλδημοκράτης.
Όταν πήραν τους συνδικαλιστές, εσιώπησα, δεν ήμουν δα συνδικαλιστής.
Όταν πήραν εμένα, δεν υπήρχε κανείς πλέον, που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.
Και δεν το ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει, για το καλό της περιοχής ο Ερντογκάν τα έχει βρει με το ξανθό «έθνος» ανατολικά και δυτικά.
Και τότε να δω που θα πάμε εμείς πρόσφυγες.
Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri, Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!