Αυτή η πρόταση κρύβει μέσα της τη μεγαλύτερη ίσως αντίθεση στην Ελλάδα των μνημονίων. Η Ελλάδα με τις γεμάτες καφετέριες και τον κόσμο που περπατά κρατώντας καφέ κι ένα σνακ στα χέρια, χαμογελώντας, διασκεδάζοντας, κι απέναντι η Κρίση. Η Πείνα.
Όμως κι εγώ τις ελάχιστες φορές που καταφέρνω να πάω σε μια καφετέρια πιάνοντας το δικό μου χώρο στο «γεμάτες οι καφετέριες», χαμογελάω και περνάω υπέροχα. Δε σημαίνει ότι δε με περιμένουν τα ίδια προβλήματα μόλις γυρίσω σπίτι. Το ότι σαν χώρα περνάμε βαθιά ύφεση, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άνθρωποι που δεν τους έχει αγγίξει καθόλου ή ελάχιστα, επίσης.
Κάποτε οι έξοδοι από το σπίτι ήταν μια συνέχεια της ζωής μας, μια επέκταση. Επεκτείναμε τις δραστηριότητές μας, τις επαφές μας. Τώρα μάλλον είναι διαλείμματα από τη ζωή μας. Βγαίνουμε στην καφετέρια ή ακόμη πιο σπάνια στο σινεμά ή σε κάποια παράσταση του μικρού θεάτρου της γειτονιάς, περνάμε ωραία, γελάμε, μιλάμε δυνατά, αφήνουμε τη φτώχεια μας και την πείνα μας στα σπίτια μας, γιατί ναι, με το δεκάρικο που θα πληρώσουμε στην καφετέρια θα γεμίζαμε τις κοιλιές μας μια ολόκληρη μέρα – ίσως και δύο, αλλά καμιά φορά, η ψυχική μας υγεία παίρνει προτεραιότητα και θυσιάζουμε το φαγητό για έναν καφέ έξω.
Κρύβουμε τη φτώχεια μας πίσω από ένα δίωρο σε μια γεμάτη καφετέρια, τρώγοντας κρουασάν και πίνοντας καφέ σε τριγωνικό ποτήρι, αφήνοντας ακόμη και πουρμπουάρ.
Καμιά φορά κάνουμε πλάκα με τον άντρα μου για τα χάλια μας. Του λέω ότι είχαμε 2 τελευταία ευρώ στο σπίτι και καθόλου γάλα, και αντί για γάλα αγόρασα έναν καφέ στο χέρι και βγήκα με τα παιδιά στο πάρκο. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι τα παιδιά δε θα πάθουν τίποτα αν μείνουν μια δυο μέρες χωρίς γάλα. Όμως τα νεύρα μου ίσως να πάθουν μεγάλη ζημιά κάποιες πολύ συγκεκριμένες κακές μέρες χωρίς καφέ. Και παρηγοριέμαι.
Η προοπτική του τριημέρου της Καθαρής Δευτέρας ήταν αρχικά ένας πονοκέφαλος. Ως συνήθως, για κάθε επερχόμενο έξοδο που δεν αφορά την άμεση επιβίωσή μας (το φαγητό) μας πιάνει πονοκέφαλος. Δεν μας περισσεύουν. Το τριήμερο είσαι – ας πούμε – αναγκασμένος να αγοράσεις πράγματα που φυσιολογικά δε θα αγόραζες εφόσον δεν σου περισσεύουν, χαλβά, ελιές, λαγάνα, θαλασσινά. Χαρταετό. Ακόμα κι αν εσύ προσπαθείς να το αποφύγεις, τα παιδιά σου δε θα σε αφήσουν. Οι φίλοι δε θα σε αφήσουν. Η Κρίση μας απομονώνει λίγο – λίγο και συνήθως ξέρουμε ότι όταν κάποιοι λείπουν από την παρέα, ο λόγος δεν είναι ότι είχαν κάπου καλύτερα να πάνε. Απλώς δεν είχαν, απλώς ντρέπονταν, απλώς έμειναν σπίτι. Το κάναμε κι εμείς πέρυσι. Φέτος βοήθησε ο δήμος Βύρωνα να μην κάνουμε Καθαρά Δευτέρα μέσα, με μια πολύ όμορφα οργανωμένη γιορτή στα θέατρα Βράχων. Είμαι βέβαια σίγουρη ότι πολλοί αποφάσισαν να μην πάνε πουθενά.
Η αξιοπρέπεια δύσκολα γονατίζει. Κι όσο άνετος κι αν είσαι, υπάρχουν στιγμές που ντρέπεσαι. Δεν είναι κακό να ντρέπεσαι. Κακό είναι το ότι είσαι αναγκασμένος χωρίς να φταις, να ντρέπεσαι για κάτι τόσο ασήμαντο – ένα τριήμερο που δεν μπορείς να χαρείς.
Αναρωτιέμαι τι είναι χειρότερο, το ότι στην Ελλάδα οι περισσότεροι πλέον δεν τρώμε καλά, ή ότι δεν είμαστε καλά ψυχολογικά; Όμως το ένα δεν αποκλείει το άλλο, και πολλές φορές μάλιστα, το ένα μπορεί να προκαλεί και το άλλο.
Υπάρχουν μέρες που φωνάζω χωρίς κανέναν σοβαρό λόγο. Μόνο για ασήμαντες, εντελώς ηλίθιες αφορμές. Μπορεί ένα πεταμένο παπούτσι των παιδιών να προκαλέσει μια ολόκληρη έκρηξη από μέρους μου κι εκεί, γι’ αυτό το πεταμένο παπούτσι να βγάλω όλη την πίκρα και την οργή μου για όλα όσα μας συμβαίνουν, όμως κανείς άλλος δεν ακούει εκτός από τα παιδιά μου που σιωπηλά καταπίνουν λίγη λίγη την οργή μου. Και δε φταίνε. Όμως ούτε κι εγώ. Και τελικά το «φταις» κάποιες νύχτες, δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ. Είναι τρομερά δύσκολο να δεχτείς ότι πολλές φορές τα πράγματα πάνε σκατά γιατί έτσι, κι όχι γιατί τα προκάλεσες εσύ. Κάπου πρέπει να φταις. Κάτι έκανες λάθος. Δε νομίζω να υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην το σκεφτεί αυτό.
Έτσι λοιπόν το τριήμερο συρρικνώθηκε μόνο στην ημέρα της Καθαρής Δευτέρας και μαζευτήκαμε με φίλους στην εκδήλωση του δήμου στα Θέατρα με όσα είχαμε. Και περάσαμε πολύ όμορφα γιατί αφήσαμε στην άκρη τις ντροπές και τις αδυναμίες μας, εστιάζοντας σε αυτά που είχαμε εκείνη τη στιγμή: Ένα μπολ ελιές, κονσέρβες, χαλβά και καλή παρέα. Άλλοι κουστουμαρισμένοι γιατί αυτή η γιορτή ήταν αφορμή να βγουν από το σπίτι μετά από πολύ καιρό. Άλλοι με φόρμες για να μπορούν να τρέξουν άνετοι να πετάξουν τον αυτοσχέδιο χαρταετό τους. Άλλοι με πιτζάμες και παλτό, να κεραστούν στα γρήγορα ένα πιάτο με μεζέδες και να γυρίσουν σπίτια τους.
Δεδομένων των συνθηκών ο καθένας μας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Τα χαμόγελα, τα γέλια, οι φωνές, ο χορός, η καλή διάθεση, δε σημαίνουν ότι ο κόσμος δεν έχει σοβαρά προβλήματα. Οι γεμάτες καφετέριες δε σημαίνουν ότι δεν υπάρχει Κρίση. Κρίση υπάρχει και μάλιστα σοβαρή. Αλλά κάπου θα έπρεπε κι εμείς όλοι κάποια στιγμή να μάθουμε να ζούμε μαζί της. Το να συμβιβάζεσαι δε σημαίνει ότι παραιτείσαι.
& Εκείνος
Το δικαίωμα στο χαμόγελο, το δικαίωμα να είσαι καλά έστω και για μια ώρα. Έστω και για μια ρουφηξιά καφέ. Εκεί λοιπόν φτάσαμε; Να είναι έγκλημα στα χρόνια των μνημονίων να περάσεις – έστω και για λίγα λεπτά, καλά;
Δεν ξέρω, ίσως να είναι και μια μορφή αντίστασης σαν εκείνη την παλιά ελληνική ταινία που ο ναζί αξιωματικός ουρλιάζει στον καταχτυπημένο κρατούμενο: τι σου ζητάνε ρε, ένα χαμόγελο σου ζητάνε. Ίσως ένα χαμόγελο να μην δίνεται εύκολα καιρούς πόνου και σκλαβιάς. Αλλά δεν είναι αυτό, έτσι δεν είναι; Και το είδα με τα μάτια μου την τελευταία μέρα που ήμουν στην Αθήνα, είναι το βλέμμα της ενοχής.
Είναι αυτό το: εγώ πίνω ένα καφέ κι εσύ με κοιτάζεις πίσω από τα κλειστά παράθυρα και ζηλεύεις αλλά όχι γιατί ζηλεύεις. Κι εγώ νιώθω ένοχος που εσύ ζηλεύεις. Νιώθω ένοχος που κάνω κάτι που εσύ δεν μπορείς να κάνεις όπως πιθανώς να νιώσεις κι εσύ αύριο ένοχος που εγώ δεν θα μπορώ να πιω καφέ στην καφετερία την ώρα που θα πίνεις εσύ. Που εσύ θα χαμογελάς άλλα εγώ δεν θα μπορώ. Και γι’ αυτό νιώθω ένοχος. Και όλο αυτό γίνεται σαν αλυσίδα που σέρνουμε όλοι μας συνέχεια.
Αγαπητοί μου, δικαίωμα στο χαμόγελο, δικαίωμα στη μια στιγμή χαλάρωσης και ηρεμίας, όλοι έχουν, υποχρέωση στις ενοχές δεν έχουν όλοι.
Δεν τα φάγαμε όλοι μαζί για να έχουμε ενοχές όλοι μαζί. Κοιτάξτε, ακόμα και τώρα που οι πολλοί ζουν με το βάρος της αλυσίδας των ενοχών για την ώρα που θα πιουν ένα καφέ στην καφετερία, κάποιοι άλλοι, κάποιοι ημέτεροι, κάποιοι ΑντωνΆκηδες και ΑδωνΆκηδες συνεχίζουν να τα τρώνε. Χωρίς ενοχές. Με μανιφέστα.
Γι’ αυτό ας τελειώνουμε με αυτές τις ενοχές, τα συμπλέγματα Στοκχόλμης κι ας τα γυρίσουμε όλα σε θύμο.