Εκείνη
Ο Rick, είναι ένας διαδικτυακός μου φίλος από την Αμερική, εδώ και αρκετά χρόνια. Λόγω της διαφοράς της ώρας συναντιόμαστε σπάνια στο παράλληλο σύμπαν του διαδικτύου, μα όταν τα καταφέρνουμε -λίγο πριν κοιμηθεί αυτός, λίγο μόλις ξύπνησα εγώ, του δίνουμε και καταλαβαίνει. Έχουμε κάνει άπειρες συζητήσεις όλα αυτά τα χρόνια, και μια από τις τελευταίες είχε να κάνει με τις οικογένειες. Του εξήγησα το πώς λίγο πολύ τα παιδιά στην Ελλάδα δεν καταφέρνουν ποτέ να σπάσουν τον κλοιό του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, πως τα περισσότερα παιδιά συνεχίζουν να ζουν με τους γονείς τους και μετά τα είκοσι, μετά τα τριάντα, πως ακόμα κι αν φύγουν και δημιουργήσουν δικές τους οικογένειες, με την κατάσταση στη χώρα μας είναι αναγκασμένα να διατηρούν στενούς δεσμούς λόγω ανάγκης: Δεν έχουν πού να αφήσουν τα παιδιά τους για να δουλέψουν, δεν υπάρχει καμία φροντίδα για τους γονείς όταν γεράσουν. Δεν μπορεί να καταλάβει τι του λέω.
Συνεχίζω κι εγώ να εξηγώ: Έτσι λοιπόν, από τη μια τα παιδιά- ενήλικες έχουν ανάγκη τους γονείς για να τους μεγαλώνουν τα παιδιά τους για να δουλέψουν (πόσα παιδιά είπαμε μείνανε έξω από τους παιδικούς σταθμούς και φέτος; 30 χιλιάδες;;) από την άλλη οι γονείς έχουν ανάγκη τα παιδιά-ενήλικες να τους φροντίσουν όταν γεράσουν. Οκ, έχει μια λογική. Στην Ελλάδα το κοινωνικό κράτος υπήρξε πάντοτε απών. Η Ελλάδα ποτέ δεν φρόντισε τους ηλικιωμένους της. Στις πιο …ανεπτυγμένες χώρες, οι ηλικιωμένοι περιμένουν το γηροκομείο με λαχτάρα (!). Περιμένουν πώς και πώς να ξεκουραστούν, να απολαύσουν το υπόλοιπο της ζωής τους, να ταξιδέψουν, να κάνουν ένα σωρό πράγματα, ακόμα και να ερωτευτούν. Όταν στην τριτοκοσμική Ελλάδα μιλάς για γηροκομείο, ο γέρος σε κοιτάει με τρόμο.
Φυσικά και δεν κάνουμε παιδιά για να μας γηροκομήσουν. Ένα παιδί που γίνεται γονιός κι έχει δικά του παιδιά να φροντίσει, δεν μπορεί να «νταντέψει» και το γέρο γονιό του, συγγνώμη. Απλά δε γίνεται. Μα αυτό είμαστε. Αυτό συμβαίνει. Αυτή είναι η νοοτροπία μας, βαθιά ριζωμένη μέσα μας, αποτέλεσμα μιας ανύπαρκτης κοινωνικής πολιτικής και δεν μπορούμε να απαλλαχτούμε. Και τι να κάνουμε; Την κατάσταση στα ελληνικά γηροκομεία την ξέρουμε όλοι μας, πολύ καλά. Για να μην πω για τα καλά (αν υπάρχουν) γηροκομεία, που όμως το κόστος τους είναι αδιανόητα άφταστο για τα δεδομένα μας. Φυσικά και δεν μπορείς να παρατήσεις τον ηλικιωμένο γονιό σου. Μα ο γέρος είναι σα μικρό παιδί, μόνο που του λείπει η χαριτωμενιά και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό: Δεν είναι το παιδί σου.
Πολλές φορές η φροντίδα του ηλικιωμένου γίνεται δυσβάσταχτο βάρος στις πλάτες των γονιών, με αποτέλεσμα ακόμα περισσότερους δυστυχισμένους ανθρώπους, κακές οικογενειακές σχέσεις, ρήγματα στους οικογενειακούς δεσμούς. Τα πιο παραγωγικά χρόνια του ανθρώπου μεταξύ 30-50 είναι τόσο γεμάτα υποχρεώσεις, που τελικά αυτά τα σημαντικά χρόνια περνούν έτσι, χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω. Πώς να τα προλάβεις όλα;
Αν είμαστε όλοι στην Ελλάδα αδικημένοι με τα όσα μας συμβαίνουν, οι ηλικιωμένοι μάλλον είναι πολλά σκαλιά πιο πάνω σ’ αυτή την αδικία. Πρώτα- πρώτα, είναι ηλικιωμένοι. Αυτό και μόνο φτάνει. Πόσες δυνάμεις τους έχουν απομείνει; Τους έχουμε και ξεροσταλιάζουν στις ουρές, μια στα ΑΤΜ, μια στις υπηρεσίες, μια στα ταμεία. Χειμώνες και καλοκαίρια, βλέπεις παππούδες και γιαγιάδες σε ουρές, με τα μπαστούνια τους, τα πι τους, ακόμα και τους καθετήρες τους. Δε φτάνουν όσα ήδη αντιμετωπίζουν, τους στερείται και κάτι τόσο βασικό: η αξιοπρέπεια. Σκεφτείτε όλοι εσείς που δε βγαίνετε από το σπίτι αν δε φτιάξετε μαλλί και δε βάψετε μάτι, όλοι εσείς που δε φοράτε το ρούχο που σας κόβει και σας πατάει και σας παχαίνει, να είστε στη θέση του ηλικιωμένου στην ουρά, σε μια κατάσταση που μόνο σπίτι του και στην ησυχία του θα έπρεπε να βρίσκεται. Από την κουτσουρεμένη τους σύνταξη τσιμπολογούν όλοι, παιδιά κι εγγόνια, γιατί εννοείται πως δε φτάνουν, έτσι έχουμε και κατά κάποιον τρόπο μια καταναγκαστική σχέση εξάρτησης γονιών και παιδιών, που σε ένα υγιές σύστημα δε θα υπήρχε.
Τι γίνεται με τους παππούδες μας; Από τη μία έχουμε κακούς οίκους ευγηρίας. Από την άλλη έχουμε καλούς οίκους ευγηρίας, με πολλά έξοδα (900-1200 ευρώ το μήνα, με μέσο μισθό πόσο; 500; 450; 600; Με τη μέση σύνταξη;) , το οποίο μας βγάζει δύο παρακλάδια: Οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν να τα καλύψουν, έτσι είτε δεν πάνε εξαρχής, είτε αν είναι μέσα, φεύγουν- το πρώτο. Το δεύτερο είναι πως αν οι οίκοι αυτοί δεν έχουν έσοδα, δε θα επιβιώσουν.
Στην απέναντι μεριά τώρα, έχουμε αυτούς που φτάνουν να βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση, γιατί ένας ηλικιωμένος με προβλήματα υγείας χρειάζεται συνεχή φροντίδα από τους κατάλληλους ανθρώπους, κι αυτή τη φροντίδα δεν μπορούν ούτε τα παιδιά, ούτε οι «ζητείται γυναίκα για φύλαξη ηλικιωμένου» να προσφέρουν.
Σαν ένας κύκλος που γυρίζει γύρω γύρω μου φαίνεται όλο αυτό. Αν οι ηλικιωμένοι χρειάζονται φροντίδα- σοβαρή φροντίδα- και κανείς δεν μπορεί να σηκώσει το έξοδο, αν τα γηροκομεία για να λειτουργήσουν σωστά και όπως πρέπει χρειάζονται το κατάλληλο προσωπικό κι εξοπλισμό και πρόγραμμα μα δεν το έχουν- αφού δεν μπορεί να πληρώσει κανείς, πού καταλήγει όλο αυτό το γαϊτανάκι; Πίσω στην αρχή- στην Ελλάδα κάνουμε παιδιά για να μας τα μεγαλώνει άλλος και ύστερα να μας γηροκομήσουν. Ο Rick ακόμα προσπαθεί να καταλάβει τη λογική. Μην το ψάχνεις, του λέω στο τέλος. Για όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα υπάρχει η ίδια μοναδική απάντηση: Στην Ελλάδα είμαστε.
& Εκείνος
Τον Ιούλιο του 2006, η αρκτική Φινλανδία γνώρισε το απίστευτο, 34 βαθμούς και καύσωνας. Μάλιστα, καύσωνας. Και δεν ήταν κάτι που έγινε ένα μεσημέρι αλλά κάτι που κράτησε δυο μέρες, και μετά από μια μικρή πτώση επαναλήφθηκε. Παρόλο σε καλοκαιρινές διακοπές, αυτομάτως η κυβέρνηση συγκάλεσε την ολομέλεια του κοινοβουλίου για να αντιμετωπίσουν την πολύ σοβαρή γι’ αυτούς, κρίση. Η ερώτηση που τέθηκε στους βουλευτές της ολομέλειας ήταν αν και σύμφωνα με τις προβλέψεις για την δραματική αλλαγή του κλίματος και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, θα έπρεπε η κυβέρνηση να μη θεωρήσει το γεγονός του …καύσωνα των 34 βαθμών σαν κάτι μεμονωμένο αλλά σαν μέρος μιας νέας πραγματικότητας, πράγμα που θα σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να χρηματοδοτήσει την εγκατάσταση κλιματιστικών σε όλα τα σπίτια ηλικιωμένων και ασθενών.
Τώρα τι άλλο να πω; Να πω ότι τα πράγματα στη Σουηδία είναι ακόμα καλύτερα και στη Νορβηγία ακόμα καλύτερα; Να πω και ότι εγώ παρ’ όλα αυτά γκρινιάζω συνέχεια γιατί ναι μεν σε σύγκριση με την Ελλάδα …δεν υπάρχει σύγκριση, αλλά εγώ θα τα ήθελα ακόμα καλύτερα; Να πω ότι οι κεντρικές έγνοιες του σκανδιναβικού κράτους είναι τα παιδιά και η τρίτη ηλικία; Ή το γεγονός ότι ενώ το κράτος σε ελαφρύνει από την ανασφάλεια που φέρνει η φυσική φθορά του σώματος παράλληλα σε προτρέπει σε μιας νέας μορφής συμμετοχή στα κοινά και την κοινωνία;
Η Κατερίνα μιλάει για την ελληνική πραγματικότητα σε σύγκριση μιας άλλης ενός φίλου της από την άλλη πλευρά του ωκεανού. Εγώ θα σας μιλήσω για τη δική μου πραγματικότητα. Δεν υπάρχει απόδημος Έλληνας που να μην ονειρεύεται το νόστιμον ήμαρ. Ίσως ο τρόπος που θα τω πω να ακουστεί ψυχρός και ωμός αλλά όποιος σας το πει, έχει πει ψέματα. Όσο καλά και να περνάει στο εξωτερικό, όσους δεσμούς και να έχει φτιάξει, ο Έλληνας απόδημος, η επιστροφή υπάρχει πάντα σε ένα μικρό κουτάκι στο πίσω μέρος τους μυαλού του και για τους πολλούς που έχουν περάσει στην τρίτη ηλικία η επιστροφή συνδυάζεται με τη σύνταξη. Και μάλιστα όσο μεγαλώνουμε τόσο αυξάνεται η έλξη του μαγνήτη Ελλάδα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τις άλλες εθνότητες, εγώ είμαι Έλληνας.
Δυστυχώς εγώ ανήκω σε αυτούς που δεν θα επιστρέψουν ποτέ και είναι ειρωνικό, δεν είναι γιατί έγινα ξαφνικά Σκανδιναβός και σας βεβαιώ τα μαλλιά μου δεν ξάνθιναν, απεναντίας άσπρισαν πολύ, είναι γιατί στην Ελλάδα εγώ – και το εγώ άμεσο – δεν θα μπορέσω να επιβιώσω για καθαρά λόγους υγείας. Η σημερινή Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μου. Εδώ στην έντονη έρευνα και την προοπτική μιας επίσκεψης, να δω ότι αν συμβεί κάτι, ακόμα και η απώλεια της ινσουλίνης μου στο αεροπλάνο και η ανάγκη αντικατάστασης της, αποδείχτηκε μάταιη. Δεν υπάρχει ή καλύτερα υπάρχει σε τέτοιες συνθήκες οικονομικές, τεχνικές και πρακτικές, που κάνει ακόμα και τις ολιγοήμερες διακοπές, πεδίο ανασφάλειας. Οι ολιγοήμερες διακοπές μου στην Ελλάδα θα γίνουν δική μου ευθύνη και ποντάροντας στη τύχη ότι τίποτα δεν θα πάει στραβά.
Οπότε, ποιά γηροκομεία, ποιές συντάξεις, ποιά ΑΤΜ και ποιά τρίτη ηλικία στην Ελλάδα. Εδώ συχνά σκέφτομαι τους χιλιάδες συμπάσχοντές μου στην Ελλάδα – που θα πρέπει να είναι λογικά χιλιάδες – σε όλες τις οικονομικές τάξεις, τι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν και με πιάνει ανατριχίλα. Όταν την ίδια ώρα εγώ έχω ακόμα και νοσοκόμα που με παίρνει τηλέφωνο μια φορά τη βδομάδα να δει πως πάω κι αν ανησυχήσει θα περάσει κι από το σπίτι μου.
Τι άλλο θα μπορούσα να συμπληρώσω;