Εκείνη
Πολλές φορές κάνω πολλές ερωτήσεις στους ανθρώπους. Περισσότερες μάλλον από το συνηθισμένο. Ίσως κάποιος να σκεφτόταν ότι αυτό λέγεται αδιακρισία, όμως πολύ συχνά ανακαλύπτω πως παρά τις ασυνήθιστες και πολλές ερωτήσεις μου, οι άνθρωποι αντιδρούν θετικά με έναν τρόπο που μοιάζει ευχάριστα αστείος.
Ορισμένοι είναι σα να περίμεναν επιτέλους κάποιος να τους κάνει αυτές τις ερωτήσεις. Είναι λες κι έχουν ξεπεράσει προ πολλού το στάδιο του μονόλογου και του συλλογισμού και ζητούν την αφορμή για να εξωτερικεύσουν τις σκέψεις τους. Σε ένα άρθρο κάποτε, είχα διαβάσει πως όταν γράφεις κάτι και τελειώνεις μ’ αυτό, πρέπει είτε να το εκτυπώσεις είτε να το στείλεις σε κάποια άλλη συσκευή και μετά να το ξαναδιαβάσεις. Με αυτό τον τρόπο αποκτάς την απόσταση που χρειάζεται για να μπορέσεις να το δεις καλύτερα- κι εκεί εντοπίζεις λάθη που διαφορετικά δε θα έβρισκες, κι ας το διάβαζες δέκα φορές. Μάλλον κάπως έτσι λειτουργεί και η σκέψη.
Κάποιοι άλλοι πάλι ξαφνιάζονται τόσο πολύ, που θέλουν χρόνο για να σκεφτούν και να απαντήσουν. Μπορεί να είναι πολύ απλές οι ερωτήσεις μου κι όμως βλέπω ότι πολλοί δυσκολεύονται να δώσουν γρήγορα μια απάντηση.
Υπάρχουν φορές που θέλω να γράψω για κάποιο θέμα, όμως δεν ξέρω από πού πρέπει να το πιάσω. Είναι αδύνατο να καλύψει κανείς τα πάντα γύρω από θέμα σε ένα μόνο άρθρο. Κάπως έτσι έφαγα δυόμισι ακριβώς ώρες, κοιτώντας τον κέρσορα να αναβοσβήνει χωρίς να έχω γράψει απολύτως τίποτα για τη σημερινή στήλη.
Το μόνιμο πρόβλημά μου – όπως και για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων- είναι η οικονομική κρίση, που πλέον έχει επηρεάσει όλους τους τομείς της ζωής μας. Δεν είναι πια ο συμβιβασμός στη δουλειά με το μικρότερο μεροκάματο, ή οι υπερωρίες κάθε τόσο που δε θα πληρωθούν ποτέ. Ούτε καν οι διακοπές που δε θα πάμε (και) φέτος. Η κρίση μας έχει ποτίσει σε βάθος με μια αβεβαιότητα, που δε μας αφήνει να οργανώσουμε τη ζωή μας ούτε για τις επόμενες μέρες- πόσο μάλλον να κάνουμε μακροπρόθεσμα σχέδια. Και η ζωή θέλει πλάνο… Ειδικά όταν είσαι γονιός και δεν έχεις να σκεφτείς και να πάρεις αποφάσεις που επηρεάζουν μόνο εσένα τον ίδιο, αλλά και άλλους, τα παιδιά σου, τα οποία (σκέφτεσαι με μια δόση πανικού) κατά πάσα πιθανότητα θα πληρώσουν αύριο το λάθος, τη βλακεία, την απροσεξία που έκανες εσύ σήμερα.
Μα πώς μπορεί να προβλέψει κανείς το μέλλον; Κανείς δεν μπορεί. Κάποιοι ίσως να βλέπουν πιο μακριά από άλλους, αλλά το μέλλον είναι τόσο αβέβαιο και απρόβλεπτο. Δεν ξέρω αν στη ζωή παίζεις με τις πιθανότητες έτσι όπως θα έπαιζες ένα λαχείο, σίγουρα μπορείς να υπολογίσεις κάποιες πιθανότητες κι όχι απλά να παίξεις το δελτίο σου ελπίζοντας να είσαι ο ένας υπερτυχερός. Νομίζω πως το σημαντικότερο από όλα, με όποιον τρόπο κι αν αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή του, είναι το να μπορείς να ελίσσεσαι. Αν δε γίνει αυτό, θα κάνεις το άλλο, κι αν αυτό δεν πάει καλά, τότε θα κάνεις εκείνο, κι αν κι εκείνο στραβώσει στην πορεία, θα τα μαζέψεις και θα ξανά δοκιμάσεις αλλού, κάτι άλλο.
Σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι. Περνάω φάσεις αυτολύπησης και αυτομαστιγώματος. Ρίχνω την ευθύνη της κατάστασης πάνω μου. Γυρίζω πίσω στο παρελθόν. Σκέφτομαι ξανά. Θυμάμαι. Προσπαθώ να θυμηθώ και να εξηγήσω. Κάποιος πρέπει να φταίει για όλα αυτά. Από κάπου πρέπει να ξεκίνησε. Ένα κουβάρι είναι κι αυτό και κάπου είναι η αρχή του… Σκέφτομαι. Μα δεν μπορώ να βρω τίποτα. Και δεν έχω απαντήσεις. Έτσι κάνω ερωτήσεις. Όσο πιο ξένος είναι κάποιος, τόσο πιο εύκολα θα απαντήσει. Οι κοντινοί μας άνθρωποι δεν απαντούν εύκολα σε ερωτήσεις.
Σκέφτομαι κι αναρωτιέμαι. Πώς διαχειρίζονται οι άνθρωποι αυτή την κατάσταση; Ίσως η κρίση αυτή να μας έχει δώσει περισσότερο να καταλάβουμε πως μοιάζουμε όλοι μεταξύ μας. Τα ίδια πράγματα θέλουμε, για τα ίδια ελπίζουμε, τα ίδια φοβόμαστε. Τι ζητά κανείς από τη ζωή του; Να τη ζήσει, τίποτε άλλο. Να δουλέψει, να μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του. Να προσφέρει, να δημιουργήσει οικογένεια και να τη φροντίσει. Να μορφωθούν τα παιδιά του. Να θεραπευτεί όταν αρρωστήσει. Μα βλέπω πως τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι αντί να έρχονται πιο κοντά, όλο και απομακρύνονται. Γινόμαστε πιο καχύποπτοι και πιο επιφυλακτικοί. Πιο προστατευτικοί και διεκδικητικοί. Πιο εγωιστές.
Πολύ απότομα περάσαμε από το στάδιο της ανασφάλειας για το αύριο, στη λειτουργία του ενστίκτου επιβίωσης. Γιατί σε αυτό το στάδιο είμαστε. Μα κάτι χάσαμε στη μέση. Και μάλλον αυτό το κάτι ήταν απαραίτητο για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα την κατάσταση. Είμαστε σοκαρισμένοι; Αυτό είναι; Δεν ξέρω. Και γι’ αυτό συνεχίζω να ρωτώ. Τι κάνεις; Πώς περνάς; Πώς περνάς τις μέρες σου; Ρωτάω φίλους και γνωστούς. Ανθρώπους σαν κι εμένα. Που είχαν μια ζωή την οποία κατεύθυναν και κατευθύνονταν κι εκείνοι μέσα σ’ αυτή. Και τώρα δεν έχουν τίποτα. Που είχαν φτιάξει ένα πρόγραμμα, κι είχαν βάλει στόχους τους οποίους πλησίαζαν σιγά σιγά. Και τώρα χαλάσανε πια τα σχέδιά τους και βγήκαν από το δρόμο τους. Πώς περνάς τις μέρες σου;; Όταν δεν έχεις πια να πας στη δουλειά το πρωί, όταν δεν έχεις εισόδημα για να κάνεις το κουμάντο σου, να κανονίσεις τους λογαριασμούς σου και τις υποχρεώσεις σου, να υπολογίσεις το πώς και με πόσα χρήματα μπορείς να διασκεδάσεις, να κάνεις κάτι για σένα. Όταν δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις, μα η ζωή προχωρά, τα έξοδα συνεχίζουν, οι υποχρεώσεις συσσωρεύονται. Τι κάνεις;
Ωραία, περνάει μια βδομάδα και δύο και ένας μήνας που κάθεσαι. Μετά; Πώς περνάν οι μέρες; Αυτή είναι μια ερώτηση που βασανίζει πολύ κόσμο. Πολλοί αναρωτιούνται το ίδιο. Περισσότεροι θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτό. Λίγοι μιλούν. Γιατί το να ξυπνάς και να αναρωτιέσαι πώς θα περάσει και αυτή η μέρα όταν δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να κάνεις, είναι τρομερά ψυχοφθόρο και απίστευτο για όσους δεν το ζουν. Να μην μπορείς να βγεις από το σπίτι, γιατί δεν έχεις πού να πας. Τον πρώτο καιρό μπορεί να κόβεις βόλτες άσκοπα στους δρόμους, μα για πολύ κόσμο αυτή η κατάσταση συνεχίζεται για μήνες ολόκληρους, και κάποια στιγμή δεν αντέχεις πια να γυρνάς στους δρόμους, δε θέλεις, δε θέλεις πια να κάνεις κάτι μόνο για να σκοτώσεις την ώρα σου, θέλεις να τη ζήσεις την ώρα σου, να τη δημιουργήσεις, να παράγεις, γιατί οι ώρες σου είναι μετρημένες και δεν είναι για σκότωμα, γαμώτο.
Ρωτάω συνεχώς. Ακούω τις απαντήσεις τους. Συζητάμε και δίνουμε ιδέες ο ένας στον άλλο. Μα οι ιδέες μας είναι ακριβώς αυτό: Ιδέες για να σκοτώνεις την ώρα σου, μέχρι να περάσει. Μα… θα περάσει ποτέ; Πότε; Πώς;
& Εκείνος
Τα κοινωνικά αποτελέσματα μια μεγάλης οικονομικής κρίσης τα έζησα στη Φιλανδία από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σε αυτή τη βόρεια χώρα. Για όσους δεν ξέρουν, η Φιλανδία βρέθηκε μπροστά στη πτώχευση τη περίοδο 1991 – 93 σε μια κρίση που συγκρίνεται άνετα με αυτή της Ελλάδας.
Η χώρα τη δεκαετία του ’80, πέρασε από το περίεργο καθεστώς εξάρτησης και απομόνωσης – λόγω ιδιόρρυθμης σχέσης με τη Σοβιετική Ένωση – στον απόλυτο καπιταλισμό και αυτό από τη μια μέρα στην άλλη. Ξαφνικά όλοι αποκτήσαν πιστωτική κάρτα, όχι μια πολλές πιστωτικές κάρτες. Όλοι αγοράσαν σπίτια, εξοχικά, αυτοκίνητα και δεύτερα και τρίτα αυτοκίνητα όλα με δάνειο από μια τραπεζιτική κατάσταση ανεξέλεγκτη. Διακοπές, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, πισίνες και άλλο ένα αυτοκίνητο. Για το παιδί. Για τα γενέθλια του. Όλα με δάνειο. Φαντάζομαι ότι κάτι σας θυμίζει. Ένα χαμόγελο έφτανε για να πάρεις δάνεια εκατομμυρίων και βέβαια όλοι αποφάσισαν να γίνουν επιχειρηματίες, να μεγαλώσουν τις επιχειρήσεις τους η να περάσουν σε ασύμμετρες επεκτάσεις.
Αυτά υπολογίζοντας πάντα ότι τίποτα δεν θα άλλαζε. Ποτέ. Αλλά όλα αλλάξανε. Η πτώση του τείχους ελευθέρωσε μεν τη Φιλανδία από τη περίεργη σχέση με τη Σοβιετική Ένωση αλλά παράλληλα ανέδειξε και μια οικονομικά άθλια Ρωσία. Μια Ρωσία που για δεκαετίες μεν ήταν σταθερός αγοραστής και έπαιρνε το 25% τουλάχιστον της Φιλανδικής παραγωγής σε οτιδήποτε, αλλά που ξαφνικά – από τη μια μέρα στην άλλη – εξαφανίστηκε. Αυτό είχε σαν συνέπεια δυο πράγματα. Η μεν αγορά να συνεχίζει να δανείζεται για να ανταπεξέλθει στη καινούργια κατάσταση που η ίδια είχε δημιουργήσει και μάλιστα περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, οι δε τράπεζες να αρχίσουν να δανείζονται από το εξωτερικό για να ανταπεξέλθουν μιας και συνέχισαν να λειτουργούν με τη λογική, θέλεις δάνειο – πάρε δάνειο. Οι τράπεζες όμως ήταν κρατικές ή με το κράτος στο μεγαλύτερο ποσοστό, τα λεφτά φεύγανε και το νόμισμα έπεφτε και το κράτος δανειζόταν για να στηρίξει το νόμισμα, τις τράπεζες, τα πάντα. Ένα τεράστιος μύλος με αέρα.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα τεράστιο μπαλόνι που κάποια στιγμή έσκασε. Και έσκασε δείχνοντας πόσο γυμνή και ανέτοιμη ήταν η Φιλανδία για τον καπιταλισμό. Τα αποτελέσματα τρομακτικά, τραγικά. Σε μερικούς τομείς η ανεργία πέρασε το 37% και γύρω στο 22% των επιχειρήσεων κήρυξε πτώχευση μέσα στο πρώτο χρόνο. Το Φιλανδικό χρηματιστήριο το πρώτο χρόνο έπεσε 70% και 450,000 θέσεις εργασίας εξαφανίστηκαν στο πουθενά αποτέλεσμα των πτωχεύσεων.
Η κατάσταση όπως ήταν λογικό χτύπησε άμεσα το κράτος και τα σπίτια, τις οικογένειες. Το κράτος που αδυνατούσε πια να υποστηρίξει τις τράπεζες που δεν εισπράττανε από πτωχευμένες επιχειρήσεις και σπίτια και οικογένειες που αδυνατούσαν να πληρώσουν αλλά ζούσαν με την σκέψη της κατάσχεσης καθημερινά.
Η πρώτη κίνηση της τότε κυβέρνησης για να αντιμετωπίσει τη κατάσταση; Σωστά μαντέψατε. Απολύσεις στο δημόσιο, μειώσεις συντάξεων και βοηθημάτων και φυσικά αύξηση φόρων. Όλων των φόρων. Αποτέλεσμα; Η κρίση χειροτέρευε. 1,000 αυτοκτονίες για λόγους που έχουν σχέση με τη κρίση το πρώτο μόνο χρόνο. Το αλκοόλ πάντα ήταν πρόβλημα στη Φιλανδία και υπάρχουν πολλές αναφορές δεκαετιών αλλά εκείνη την εποχή το να είσαι μεθυσμένος γίνεται κοινωνικά αποδεκτό με όλες τις επιπτώσεις που έχει αυτό και στην ατομική και στην κοινωνική συμπεριφορά και που συνεχίζει και σήμερα να είναι κοινωνικά αποδεκτό. Το μόνο που αυξήθηκε ήταν η παροχή ψυχοφαρμάκων για τη μελαγχολία.
Το τι άφησε αυτή η κατάσταση είναι ορατό σε όποιον ζήσει σε αυτή τη χώρα ακόμα και σήμερα. Το αγαπημένο μότο των Φιλανδών είναι: «να μπει το πιάτο στο τραπέζι» και για να μπει το πιάτο στο τραπέζι πρέπει να έχεις μια σταθερή δουλειά με αύριο, με συμβόλαιο. Αν μιλήσεις για να κάνεις επιχείρηση ή κάτι μόνος σου, η πρώτη αντίδραση είναι: «θα πτωχεύσεις». Δεν υπάρχει μπορεί, σκέψου το, μήπως, αλλά, είναι σίγουροι ότι θα πτωχεύσεις. Στις σχεδόν δυο δεκαετίες στη Φιλανδία δεν γνώρισα κάποιον που να μην είχε στο κύκλο του πτώχευση ή αυτοκτονία την περίοδο της φούσκας. Μάλιστα πολλοί ακόμα πληρώνανε σπασμένα από πτωχεύσεις συγγενών που είχαν κάνει το λάθος να μπουν σαν εγγυητές ή να θεωρούνται κληρονόμοι.
Αλλά εκεί που βλέπεις τα αποτελέσματα πιο πολύ είναι ανάμεσα στις γενεές. Σε αυτές προ της φούσκας και της κρίσης και σε αυτές του μετά. Οι προ της φούσκας, άνθρωποι που σήμερα είναι πάνω από 60 είναι στη πλειονότητα τους άνθρωποι απλοί. Άνθρωποι γλυκείς, φιλόξενοι, χωρίς προκαταλήψεις ή καλύτερα ανοιχτοί να συζητήσουν ακόμα και τις προκαταλήψεις τους, άνθρωποι ζεστοί, έτοιμοι να βοηθήσουν όπου χρειαστεί. Άνθρωποι του λόγου τους και του μέτρου τους.
Και πάμε στους κατά τη φούσκα και μετά. Οι σημερινοί σαραντάρηδες και πενηντάρηδες. Η γενιά που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στη Φιλανδία και την κυβερνά από όλους του τομείς. Ατομικιστές, εγωιστές, παρανοϊκοί, φοβισμένοι, συχνά θρασύδειλοι, αγενείς, αλαζονικοί. Γεμάτοι προκαταλήψεις και ανόητα στερεότυπα από μια εποχή που ήταν εικονική και δεν υπήρξε ποτέ στη πραγματικότητα. Ό,τι πάλευαν να μη γινούν οι παλαιότεροι. Χαρακτηριστικό στοιχείο ότι αυτό το 19 και 21% που παίρνουν οι φασίστες των Αληθινών/Γνήσιων Φιλανδών, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι αυτοί που το έδωσαν, αυτή η γενιά. Οι σημερινοί πενηντάρηδες και σαραντάρηδες. Φυσικά δεν θέλω να γενικολογήσω αλλά ένα μεγάλο ποσοστό είναι έτσι ακριβώς.
Δυστυχώς αυτοί εκπαιδεύουν και νεότερες γενιές για να τους κάνουν χειρότερους τους μιας και περιμένουν από αυτούς να τους φέρουν αυτό που νομίζουν ότι χάσανε. Και όλοι μαζί προσπαθούν να ξαναβρούν τις «παλιές καλές εποχές» και τα χαμένα μεγαλεία, ξεχνώντας τι τα έφερε και που καταλήξαν. Και κάνουν τα ίδια ακριβώς λάθη, δεκαπέντε χρόνια μετά, πάλι από την αρχή, δημιουργώντας μια νέα φούσκα που αυτή τη στιγμή έχει ειδοποιηθεί από την ΕΕ ότι αν δεν κάνουν κάτι θα γίνουν η Ελλάδα της Σκανδιναβίας. Και τι κάνουν; Αυξάνουν τους φόρους, μειώνουν βοηθήματα και συντάξεις και απολύουν από το δημόσιο. Και ξέρετε ποιους κατηγορούν; Τους ξένους. Γιατί παράλληλα με την βλακεία τους την περίοδο του ’80 άνοιξαν και τα σύνορα. Η Φιλανδία άρχισε να έχει προσφυγές και μετανάστες. Και αντί να χτυπάνε το κεφάλι τους στο τοίχο για τη φούσκα που έφτιαξαν, κυνηγάνε του ξένους και την …ξαναφτιάχνουν.
Δε θα περάσω σε περισσότερα γιατί τότε αυτό θα καταλήξει σε κοινωνιολογική μελέτη αντί για σκέψεις, αλλά από αυτά και μόνο καταλαβαίνετε πόσο άλλαξε η κρίση τους Φιλανδούς. Κι αυτό για μια κρίση κράτησε τέσσερα χρόνια. Στην Ελλάδα η κρίση έχει κρατήσει επτά χρόνια και συνεχίζει. Οι άνεργοι …αυτοί που μπαίνουν στις στατιστικές, φτάνουν το 25% του εργατικού δυναμικού, οι πεινασμένοι συνεχίζουν να είναι γύρω – έτσι λένε – στις 350,000 και οι άστεγοι αυξάνονται στους 40,000. Οι αυτοκτονίες; Επί Σαμαρά είχαμε μείνει στις 10,000. Στη συνέχεια χάσαμε τα στοιχεία. Και η κρίση δεν φαίνεται να τελειώνει. Δεν φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα εκτός από το ΔΝΤ και νέο μνημόνιο.
Α, μιας και είπαμε ΔΝΤ, για να βγει από τη κρίση η Φιλανδία είχε δυο λύσεις όπου η μια ήταν το ΔΝΤ. Είπε όχι στο ΔΝΤ. Τι έμαθε η Ελλάδα από αυτό; Για να δούμε ….χμ ….χμμμ ….χμμμ. Πάμε στην επόμενη ερώτηση.
Η σημαντική ερώτηση είναι αλλού. Κάποια στιγμή η κρίση θα τελειώσει. Όπως και να ‘ναι η μέρα θα έρθει. Η ζωή θα μπει σε μια δικιά της καθημερινότητα και όπως οι Φιλανδοί θα μάθουν και οι Έλληνες να ζουν με το μότο «να μπαίνει το φαΐ στο τραπέζι». Αλλά πως θα έχει γίνει η Ελληνική κοινωνία και ο Έλληνας; Σε τι θα τον έχει αλλάξει αυτή η κρίση όταν δείγματα έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται; Ένα κομμάτι του πληθυσμού και της κοινωνίας – σεβαστό κομμάτι – έχει ήδη μεταμορφωθεί σε προληπτικά ρασοφοβούμενα ανθρωπάκια, που περιμένουν απαντήσεις από κάθε σχιζοφρενή μοναχό που ακούει φωνές και λέει προφητείες και από εγκληματίες κοινωνικά παράσιτά όπως αυτά της Χρυσής Αυγής. Ένα άλλο κομμάτι κοιτάζει σαν ζόμπι την οθόνη του από τον καναπέ και μετράει λάικ και ένα κομμάτι έχει αδιαφορήσει για τα πάντα κοιτάζοντας να φυλάξει τη θεσούλα του και τη θέση παρκινγκ στη γειτονιά με κάθε κόστος.
Ποιο είναι το πραγματικό τίμημα αυτής της κρίσης και πόσο πιο ακριβό είναι από όλα τα μνημόνια μαζί; Τι θα είναι αυτός ο Έλληνας που θα βγει από αυτό το σωλήνα;