Εκείνη
Δεν ήθελα να το γράψω σήμερα αυτό το κείμενο. Ειλικρινά σας το λέω. Από τη μια δεν ήξερα τι να πρωτογράψω από ιστορία και γεγονότα και μαρτυρίες, για τους Έλληνες πρόσφυγες στην Αμερική, τη Γερμανία, τη Συρία (ναι κι εκεί), για τους Έλληνες πρόσφυγες στην Ελλάδα- μιλάω για τους Πόντιους, τους Μικρασιάτες- ή ακόμα θεωρούνται «τουρκόσποροι»; Γιατί ακόμα κι αυτό το έχω ακούσει, ακόμα και σήμερα.
Από την άλλη δεν ήθελα να το γράψω γιατί είμαι τόσο έξαλλη, που πιθανότατα θα γέμιζα τις σειρές, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Τελικά αποφάσισα να κλείσω όλες τις ανοιχτές καρτέλες στον browser που από την Κυριακή διάβαζα, ψάχνοντας τα κατάλληλα πράγματα να γράψω και τα πιο σημαντικά γεγονότα να αναφέρω, και να μην πω τίποτα από όλα αυτά. Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει ιστορία, την ιστορία του την ίδια, μπορεί να το κάνει.
Η πρόσβαση στο διαδίκτυο πια δε σηκώνει δικαιολογίες άγνοιας.
Ποτέ οι πρόσφυγες στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκαν θετικά. Ποτέ. Κι αυτή η εγκληματική συμπεριφορά μας πάντα, ήταν αποτέλεσμα ενός μίσους που καλλιεργούνταν συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης, από τις κυβερνήσεις κι από την Εκκλησία. Οι πρόσφυγες πάντα στέλνονταν ξεδιάντροπα κι απάνθρωπα να πεθάνουν από την πείνα και τις αρρώστιες σε αυτοσχέδια στρατόπεδα, είτε εξορίζονταν στην επαρχία σε παράγκες, με την απαίτηση να σημαδευτούν τα σπίτια τους και να φορούν περιβραχιόνια, προκειμένου να τους αποφεύγουν οι Έλληνες. Υπάρχουν κείμενα με τα οποία απαιτείται ο εξαγνισμός της πρωτεύουσας και ο διαχωρισμός των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους».
Η Ελλάδα έχει καεί κυριολεκτικά πολλές φορές από τους Έλληνες που προτιμούσαν να γίνουν φονιάδες, να κάψουν χωριά, γη και κτίρια εφόσον δεν μπορούσαν να επωφεληθούν οι ίδιοι από αυτά. Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Γιατί εμένα κάτι από Άουσβιτς μου θυμίζουν, μαζί με τα ανέκδοτα για το πώς «βάζεις τους Έλληνες να σκοτωθούν μεταξύ τους κι ησυχάζεις».
Όλα αυτά έναν αιώνα πριν. Και σήμερα, έναν αιώνα μετά τι ακούω; «Συμπαθούμε τους πρόσφυγες και τους συμπονούμε, αλλά δεν τους θέλουμε». Αυτά ακούω. Για να μην πω το τι ακούω από κάτι τραγόπαπες του Αγίου Όρους, κάτι άθλια ξεράσματα που μόνο κρέμασμα θέλουν και πατόκορφα φτύσιμο, οι οποίοι θέλουν τάχα να μου μάθουν τι θα πει πίστη κι αγάπη. Μια βόλτα στα social media θα σας πείσει.
Τι βλέπω; Φωτιές σε κτίρια για να μη φιλοξενηθούν οι πρόσφυγες. Χλωρίνη σε μπαγιάτικα ψωμιά που μοιράζονται στους πρόσφυγες, αν έχετε το θεό σας! Και το χειρότερο; Το χρήμα. Τα 2 ευρώ στο μικρό μπουκάλι νερό, τουλουμιάζοντας στο ξύλο όσους δίνουν νερό τζάμπα γιατί χαλάνε την πιάτσα. Τα 5 ευρώ για να φορτίσουν το κινητό τους. Και τα παιδιά. Αυτά τα παιδιά που χάνονται κάπου στο δρόμο, που καταρρέουν πεινασμένα και διψασμένα από το περπάτημα, αυτά που καταλήγουν να γίνουν τροφή για τα ψάρια, αντικείμενα εκμετάλλευσης, κομμάτια κρέας. Τα παιδιά. Τα παιδιά μου. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο από όλα αυτά: Αυτά που παθαίνουν εκείνοι, ή αυτά τα αίσχη για τα οποία αποδεικνυόμαστε ικανοί να κάνουμε;
Ειλικρινά δεν ξέρω τι άλλο να πω πια. Ντρέπομαι για λογαριασμό μας. Ντρέπομαι γιατί εκεί που ακόμα μια φορά οι αρχές αποδεικνύονται άχρηστες, το κοινωνικό κράτος ανίκανο, εμείς ερχόμαστε και βάζουμε τη σφραγίδα της απανθρωπιάς ισοπεδώνοντας τα πάντα. Αλλά να σας πω κάτι; Δεν πρόκειται κανείς να βάλει μυαλό σε αυτά τα μιάσματα. Ποτέ κανείς δεν το κατάφερε. Μάλλον οι άνθρωποι χωρίζονται σε κατηγορίες, και μια από αυτές είναι κι αυτοί που περιμένουν τρίβοντας τα χέρια τους με χαρά τέτοια γεγονότα, για να πλουτίσουν και να βγάλουν από μέσα τους όλο αυτό το δηλητήριο που σιγοβράζει. Αρκετό σάλιο σπατάλησα με την πάρτη σας. Κόφτε το λαιμό σας και στο διάολο. Δεν αξίζετε τόση προσοχή.
Αν υπάρχει έστω κάτι που με χαροποιεί και με γεμίζει περηφάνια (όχι σαν Ελληνίδα, αυτές οι πίπες είναι για άλλους) σαν ΑΝΘΡΩΠΟ, είναι οι γιατροί που τρέχουν να ανακουφίσουν αυτόν τον κόσμο, η γιαγιά που μοιράζει τις σακούλες με το σπιτικό φαγητό, τα παιδιά που μοιράζουν τα παιχνίδια τους, οι νησιώτες μας που έχουν σταθεί απίστευτα δυνατοί μπροστά σε όλο αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες, οι άνθρωποι που βγαίνουν στο δρόμο με τα αυτοκίνητά τους και παίρνουν μαζί τους όσους μπορούν για να τους πάνε εκεί που χρειάζεται να πάνε κι ας είναι -από ό,τι λένε- παράνομο, εκείνοι που με δάκρυα στα μάτια κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν.
Αυτό το κείμενο που δεν ήθελα καθόλου να γράψω, είναι τελικά για όλους αυτούς. Μακάρι να σας έμοιαζα έστω λίγο. Μακάρι να σας μοιάσουν κι άλλοι.
& Εκείνος
Η γιαγιά μου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ο παππούς μου στη Κωνσταντινούπολη. Και οι δυο Έλληνες της προσφυγιάς. Αλησμόνητες πατρίδες, έτσι δεν λέγονται; Ο πατέρας της γιαγιάς μου δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι τους σε έναν από τους ανθελληνικούς ξεσηκωμούς στην Αλεξάνδρεια, την ίδια περίοδο που οι Νεότουρκοι σφαγιάζανε στη Πόλη.
Η γιαγιά μου ήταν μικρό παιδί αλλά θυμόταν πάντα με αφάνταστη καθαρότητα πως μπήκαν στο σπίτι από τη πίσω πόρτα κάτι γειτόνοι, Αιγύπτιοι. Πως πήραν αυτήν, την αδελφή της και τη μάνα τους, πως τις πήγαν σχεδόν σέρνοντας στο σπίτι τους, τις έκρυψαν για δυο βδομάδες και πως μετά σε συνεννόηση με άλλους Έλληνες της περιοχής, τις βοήθησαν να φύγουν από την Αίγυπτο γιατί η μοίρα τους ήταν προδιαγραμμένη. Ήδη η επιχείρηση του πατέρα είχε λεηλατηθεί και καταστραφεί και τις ψάχνανε με μια τυφλή μανία χωρίς λογική.
Στα δώδεκα της βρέθηκε στη Χίο. Εκεί μετά από ένα χρόνο σχεδόν και πολλές περιπέτειες που είχαν να κάνουν και με τη γραφειοκρατία, πολιτογραφήθηκε …Ελληνίδα. Ανάμεσα στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι τρεις γυναίκες ήταν το γεγονός ότι όλοι περίμεναν …μπαξίσι. Βλέπετε ο μύθος της εποχής ήθελε όλους τους Έλληνες της Αλεξάνδρειας, πάμπλουτους που είχαν έρθει στην Ελλάδα με τα πουγκιά γεμάτα χρυσό. Αυτό κρίνοντας ότι μερικές φορές αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε ρακένδυτοι ούτε χωρίς τρόπους και μόρφωση.
Αφού λοιπόν προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βάλλουν χέρι σε αυτό το πουγκί που δεν υπήρχε και αφού ανακάλυπταν ότι η απουσία του δεν ήταν ένα ψέμα, μια παραπλάνηση, αλλά η απλή αλήθεια, η επόμενη φάση ήταν να απομονώσουν αυτή τη γυναίκα με τις ανήλικες κόρες της γιατί ….ήταν Αιγύπτιες πουτάνες που ήρθαν να κλέψουν Έλληνες άντρες και να τους τα φάνε.
Η προγιαγιά μου πέθανε σε βαθιά γεράματα στα τέλη του ’70. Μια γυναίκα που κουβαλούσε πολύ πίκρα που δεν την έκρυβε μιας και αφού γι’ αυτούς ήταν «Αιγύπτια», εκείνη μιλούσε ανάλογα υποτιμητικά για τους Ελλαδίτες. Μάλιστα κάθε φορά που έλεγε τη λέξη «Ελλαδίτες», έφτυνε και καταριόταν τη μέρα που οι Αιγύπτιοι την έδιωξαν για να πέσει στα χέρια τους. Αφού οι τρεις γυναίκες πολιτογραφηθήκαν Ελληνίδες μετά από λίγο καιρό δεν άντεξαν την πίεση της μικρής κοινωνίας και αποφάσισαν να μεταφερθούν στην Αθήνα. Πρώτα για πολύ λίγο στο Πειραιά και μετά στο Βύρωνα, που είχε ήδη γίνει η παροικία και το γκέτο των προσφύγων από τις αλησμόνητες πατρίδες στην Αθήνα. Των Τουρκόσπορων, έτσι τους λέγανε. Στο δήμο που είχε το όνομα ενός φιλέλληνα Εγγλέζου που πέθανε για την Ελλάδα. Τέτοια ειρωνεία.
Άλλες ιστορίες εκεί. Εκεί πια οι …Αιγύπτιες πουτάνες που βρήκαν τις Σμυρνιές πουτάνες και όλες μαζί της «Τουρκάλες» πουτάνες από την Πόλη. Η προγιαγιά ήταν ράφτρα και είχε ήδη αρχίσει να δείχνει τη δουλειά στις κόρες. Έτσι οι τρεις ακούμπησαν το μέλλον τους και την επιβίωση τους στη βελόνα. Η γιαγιά μου σε μια κίνηση που ποτέ δεν μου απαντήθηκε αν ήταν κίνηση ανάγκης ή αν υπήρχε έστω και λίγο έρωτας στη μέση, στα δεκατέσσερα δεκαπέντε βρέθηκε παντρεμένη και έγκυος στο πρώτο της παιδί. Με Τούρκο! Τουρκόσπορο.
Όχι δεν ήταν Τούρκος ο άνθρωπος. Από την Κωνσταντινούπολη ήταν, έτσι από την Πόλη και με τη …βαριά Πολίτικη προφορά. Αυτός πια είχε κι άλλα «κουσούρια» που καθόλου δεν αρέσαν στους Ελλαδίτες. Έφερνε μαζί του και το μικρόβιο της …τρομοκρατίας που πρέπει να είχε μεταδοθεί τότε στην εθνικιστική Τουρκία από το Βορρά. Την περίοδο του πολέμου ο παππούς έχει πάρει τα βουνά και η Ελληνική αστυνομία στελεχωμένη με καθαρόαιμους άριους γερμανοτσολιάδες, παππούδες των σημερινών Χρυσαυγητών και πατριώτες του Ράιχ, καλούν τη γιαγιά για να τους πει που είναι ο παππούς. Ο τρομοκράτης. Η απειλή; Θα σε στείλουμε πουτάνα Αιγύπτια στη χώρα σου, εδώ, τώρα, θα σκίσουμε την ταυτότητα σου. Η παράσταση επαναλήφθηκε πολλές φορές κατά τον εμφύλιο και μάλιστα έφτασε στο σημείο να την υποχρεώσουν να τον χωρίσει ερήμην (τότε για λόγους εθνοσωτήριους το αυτόματο διαζύγιο προϋπήρχε της νομοθέτησης του από τον Ανδρέα το ‘80) και να τον αποκηρύξει. Σε ανάλογη κίνηση υποχρεωθήκαν και τα τρία τότε ενήλικα παιδιά της. Να αποκηρύξουν τον πατέρα τους γιατί αλλιώς θα τους έστελναν στην …πατρίδα τους την Αίγυπτο. Τόσο Ελληνικά. Τόσο αλησμόνητες πατρίδες, πάλι με χρόνια και καιρούς, μια αδελφούλα έχω, και άλλες τέτοιες μαλακίες.
Αυτές δεν είναι ιστορίες που τις έζησε μόνο η γιαγιά μου και τις άκουσα μόνο εγώ. Σχεδόν οι μισοί Έλληνες έχουν ιστορίες προσφυγιάς, εγκατάλειψης, πόνου, λησμονιάς, απογοήτευσης. Από τους Έλληνες του Πόντου μέχρι τους Έλληνες της Κύπρου, η προσφυγιά είναι μεγάλο κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας. Τόσο ο πόνος της προσφυγιάς όσο και η συμπεριφορά των …Ελλαδιτών. Και αν να μη φτάνει αυτό, η προσφυγιά έρχεται παρέα με τη μετανάστευση που εκεί πια δεν πρέπει να υπάρχει Έλληνας σήμερα που να μην έχει στην οικογένεια του, στο κύκλο του κι ένα μετανάστη. Έναν Έλληνα που να μην έχει ζήσει στο πετσί του την ανασφάλεια, τη μοναξιά και τις διακρίσεις σε βάρος του που φέρνει η μετανάστευση. Και δεν ζούμε πια στην εποχή που ο μετανάστης παραμύθιαζε τους άλλους με ένα πακέτο Marlboro. Τώρα όλοι ξέρουμε.
Πως είναι δυνατόν λοιπόν εμείς, εμείς που είμαστε όλα τα παραπάνω να αδικούμε άλλους; Πως είναι δυνατόν να λέγονται αυτά που λέγονται και να γίνονται αυτά που γίνονται από ανθρώπους που γνώρισαν τον ξεριζωμό και τον υποχρεωτικό αποπατρισμό; Πως είναι δυνατόν εμείς που γνωρίσαμε στο πετσί μας τι σημαίνει να είσαι θύμα και μάλιστα θύμα συμπατριωτών μας να γινόμαστε θύτες;
Εξαιρέσεις θα μου πείτε. Εξαιρέσεις οι βιαιοπραγίες; Εξαιρέσεις οι γουρουνοκεφαλές στιλ Κου-Κλουξ-Κλαν; Εξαιρέσεις οι «αυθόρμητες» εξεγέρσεις πολιτών εναντίον των τριχρόνων «τρομοκρατών» που θα «βιάσουν» τις γυναίκες μας; Εξαιρέσεις οι φωτιές; Εξαιρέσεις αυτοί που μιλάνε για καθαρότητα, για εγκληματικότητα; Εξαιρέσεις η αισχροκέρδεια και η κλοπή; Εξαιρέσεις; Τόσες εξαιρέσεις; Και που είναι ο κανόνας;
Ναι, συμφωνώ ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, περισσότερο από άνθρωποι που βοηθάνε. Και βοηθάνε από το στέρημα τους σε μια Ελλάδα με χιλιάδες αστέγους και πεινασμένους. Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να τους παραβλέπουμε και να χάνονται μέσα στην ασχήμια των κάποιων. Και να είστε σίγουροι ότι δεν θα χανόντουσαν αν οι πράξεις αυτών των «κάποιων», αυτών των …εξαιρέσεων, δεν ήταν τόσο βάρβαρες, τόσο αισχρές, τόσο απάνθρωπες που να σκέπαζαν το κάθε τι. Τόσο που να σε κάνουν να ντρέπεσαι γιατί λέγονται Έλληνες. Γιατί Έλληνες είναι αυτοί που και θυμούνται.
ΥΓ. Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του G. Horton «Η κατάρα της Ασίας», και από το συνοικισμό του Βύρωνα με τα πρώτα σπίτια που έφτιαξε η τότε ελληνική κυβέρνηση – κάτι σαν hotspot – για τους …Τουρκόσπορους. Τότε ο Βύρωνας ήταν ένας ξερότοπος στου «διαόλου τη μάνα» και δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τίποτα, συμπεριλαμβανομένων αποχέτευσης, νερού, ρυμοτομίας κλπ. τους είχαν για …προσωρινούς. Μάλιστα νερουλάδες κυκλοφορούσαν στο Βύρωνα μέχρι τη δεκαετία του πενήντα.