Guest

Εκείνη & Εκείνος περί ανάγνωσης και εκ-παίδευσης

Εκείνη

Παρόλο που έμαθα να διαβάζω- κι εννοώ την ανάγνωση- πολύ νωρίς, παρόλο που σε πολύ μικρή ηλικία πέρασαν από τα χέρια μου κάποια μεγάλα βιβλία, άρχισα ουσιαστικά να διαβάζω πολύ μεγάλη. Τι κι αν διάβασα Σαμαράκη, Πόε, Καμύ και Παπαντωνίου, πριν τα δέκα; Ήταν εντελώς τυχαίο. Για την ακρίβεια, μόνη μου τα διάλεξα από τη βιβλιοθήκη του σχολείου, μην έχοντας ιδέα για το περιεχόμενό τους. Τότε με τραβούσε μόνο το εξώφυλλο, άντε και μια λέξη στο οπισθόφυλλο. Δεν υπήρχε κανείς να με καθοδηγήσει. Σε μια βιβλιοθήκη σχολείου! Πολύ σύντομα λοιπόν με ρούφηξε η ηλικία μου και το ευπώλητο πράμα.

Παίδες, κι εγώ, κι εσείς, όλοι ή οι περισσότεροι των 30-35 και κάτω – συγνώμη που θα σας την πω αλλά δε μάθαμε να διαβάζουμε. Ή τέλος πάντων, αργήσαμε πολύ να μάθουμε. Δε φταίμε, αλλά είναι η αλήθεια. Γεννηθήκαμε σε μια δεκαετία με πολλές- πολλές αλλαγές. Ιδιωτική τηλεόραση, παφ και τάλιρο, καρεκλάδες, στούντιο 69, Κούλα μ’ ακούς και Μπίλιας, τηλεπαιχνίδια, και μπόλικα λεφτά για ξόδεμα.

Φαινομενικά η Ελλάδα έκανε ένα σάλτο μπροστά, αλλά ουσιαστικά αυτό το σάλτο ήταν αέρας κοπανιστός. Στην πράξη εξακολουθήσαμε να μένουμε πολύ πίσω. Και σήμερα; Σήμερα άστο. Αλλά στο θέμα μας- τα βιβλία και το διάβασμα. Όταν πρωτογνώρισα το Θάνο, νομίζω ότι τον έκανα αρκετές φορές να ουρλιάξει, έστω και με την απόσταση που μας χωρίζει, το έχω καταλάβει. Μπορεί μάλιστα και να το έχω ακούσει. Συζητώντας και φτάνοντας την κουβέντα μας πάντα στο διάβασμα, καταλήγαμε να μιλάμε άλλη γλώσσα.

Κανείς από τους δυο μας δεν καταλάβαινε τον άλλο. Μπρεχτ έλεγε εκείνος, Μαντά εγώ. Νίτσε έλεγε εκείνος, Άρλεκιν εγώ. Πετρόπουλος, Δημουλίδου. Τσιφόρος, Κοσμοπόλιταν. «Μα τι διαβάζεις το κέρατό μου;» – με ρωτούσε. Έλα ντε; Απαντούσα. Ό, τι βρω. Ό, τι βρω! Εσύ τι γλώσσα μιλάς;

Κακά τα ψέματα, αν δεν υπάρξει κάποιος να μας καθοδηγήσει στο θέμα βιβλίο, θα καταλήξουμε να αγοράζουμε ό,τι υπάρχει στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων – κι αυτό σίγουρα θα είναι το λιγότερο καλό και το πιο ακριβό. Και το διάβασμα μπορεί να θεωρηθεί πια ακριβό «χόμπι» ρε γαμώτο.

Η ζωή έπιασε τρελές ταχύτητες τις τελευταίες δεκαετίες και με γονείς που δουλεύουν πολύ και κάθονται σπίτι λίγο, που δεν προλαβαίνουν να ασχοληθούν με όλα – νοικοκυριό, τρέξιμο, δουλειά, παιδιά, σχολεία, φροντιστήρια, διαβάζουν ακόμα λιγότερο. Ή διαβάζουν βιβλία που δεν καταναλώνουν φαιά ουσία. Δε μαθαίνουν στα παιδιά τους να διαβάζουν.

Με δάσκαλους και καθηγητές απλήρωτους για μήνες, με απαράδεκτα σχολικά βιβλία, με απαράδεκτες συνθήκες στα σχολεία, με υπερβολικό αριθμό μαθητών, το λειτούργημα έγινε για τους περισσότερους αγγαρεία και δε μαθαίνουν πια στα παιδιά να διαβάζουν. Και τα παιδιά; Με τόσο διάβασμα, τόσα μαθήματα, τόσο άθλιο σύστημα εκπαίδευσης, τόσα φροντιστήρια, τόσες δραστηριότητες, πού πήγε πια ο χρόνος για καλό, ποιοτικό διάβασμα;

Πολλοί, πολλοί, πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους οι νέοι δεν ξέρουν να διαβάζουν. Κακό δεν είναι το να μην ξέρεις. Κακό είναι όμως το να μη μάθεις. Κακό είναι να ξέρει κάποιος και να μη διδάξει τους άλλους. Μετά από πολύ φασαρία, καβγάδες, μπινελίκια και σουρεάλ διαλόγους, βρήκαμε με το Θάνο ένα κοινό σημείο αναφοράς. Έναν συγγραφέα που γνωρίζουμε καλά και οι δύο. Τον Stephen King. Είχαμε πια κάτι να συζητήσουμε, στο οποίο καταλαβαινόμασταν. Ύστερα τα υπόλοιπα απλά …έγιναν, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό. Γίνονται ακόμα. Θα γίνονται για πολύ, πολύ καιρό.

Έφτασα σήμερα – 6 χρόνια μετά- να μπορώ να πω ότι είμαι σε καλό δρόμο. Αλλά, so many books, so little time! Πάντα έχω το άγχος ότι υπάρχουν τόσα πολλά υπέροχα βιβλία που με περιμένουν εκεί έξω και δε θα προλάβω να τα διαβάσω ποτέ. Δεν έχω χρόνο! Δεν είμαι πια 20 – όχι ότι και στα 20 πια τα παιδιά δεν έχουν πολλές υποχρεώσεις, περισσότερες ίσως από όσες αντέχουν να σηκώσουν. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Όσοι λοιπόν είχατε την τύχη να μάθετε πραγματικά να διαβάζετε, σε αντίθεση από τους νεότερους εμάς, κάντε το καλό. Μάθετε στους μικρότερους να διαβάζουν. Είναι φοβερά δύσκολο μάθημα. Θέλει τρομερή υπομονή κι από τις δυο πλευρές. Το να πάω από τη Μαντά ή τη Δημουλίδου στον Μπρεχτ ή στο Λουντέμη, ήταν απίστευτα δύσκολο. Είχα μάθει στο ελαφρύ, ευκολοχώνευτο βιβλίο που κυκλοφορεί πια με πατρόν. Δεν μπορούσα να τα διαβάσω. Ήταν αδύνατο. Ήταν υπερβολικά μεγάλο σάλτο.

Όσο βαρέθηκε ο Θάνος να με βρίζει και να μου πετάει βιβλία στο κεφάλι, τόσο βαρέθηκα κι εγώ να μην καταλαβαίνω τι διαβάζω. Χρειάστηκε πολύς χρόνος- χρόνια– και πολύ πείσμα – από τη μεριά του για να με μάθει επιτέλους να διαβάζω, από τη μεριά μου για να μάθω επιτέλους να διαβάζω- για να το καταφέρω. Κάποια στιγμή επιτέλους αρχίσαμε να δικαιωνόμαστε και οι δυο.

Η αίσθηση του πριν και το μετά; Απερίγραπτη. Από κάποιο σημείο κι ύστερα, τα ευκολοχώνευτα τα κατάπινα αμάσητα και δεν ένιωθα απολύτως καμία ικανοποίηση. Το μυαλό μου ζητούσε το κάτι παραπάνω. Χωρίς να υποβαθμίζω το «ελαφρύ» βιβλίο. Κι αυτό χρειάζεται, κι αν με ρωτάτε, όσο ένα βιβλίο είναι καλογραμμένο και μπορώ να το αρχίσω και να το φτάσω ως το τέλος, είναι ok. Αλλά δε μου περισσεύει πια χρόνος για ευκαιρίες. Δεν περιμένω πια 50-100 σελίδες για να αρχίσει το βιβλίο να γίνεται καλό. Ή θα με κρατήσει από την πρώτη του σελίδα, ή θα με χάσει για πάντα. So many books, so little time.

Και για να δείτε ότι ακόμα έχω πολύ δουλειά ως wannabe serious reader, σήμερα έπιασα για πρώτη φορά Ξενόπουλο (και τώρα θα πέσει βρισίδι ιντερνετικό).

& Εκείνος

Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου άκουγα ποίηση και το έβαζα στα πόδια. Η λέξη ποίηση είχε συνδεθεί με τα σχολικά μου χρόνια και τον Σολομό ή τις πομπώδεις αναλύσεις των ποιημάτων του Καβάφη. Κανένας δεν είχε κάτσει ποτέ να με ρωτήσει, όχι πως κάποιος άγνωστος σε μένα είχε αναλύσει το «Απολείπειν ο θεός Aντώνιον», αλλά πως νιώθω εγώ διαβάζοντας αυτό το ποίημα. Πως και εάν μπορούσα να το συνδέσω με δικές μου εικόνες και εμπειρίες. Πως μπορούσα να το κατακτήσω, να το κάνω δικό μου για να το καταλάβω. Κανένας δεν μου είχε μάθει να διαβάζω ένα ποίημα. Με είχαν μάθει να παπαγαλίζω, όχι μόνο τους στίχους αλλά και τις αναλύσεις τους.

Μετά ξαναδιάβασα Σολομό, σε μια έμπνευση ή καλύτερα πειραματισμό της στιγμής. Και έμεινα άφωνος με αυτό που διάβαζα. Πριν όμως είχαν περάσει μερικά χρόνια διαβάσματος, μια πορεία από τον Σεφέρη μέχρι τον Τ. S. Eliot και τον Dylan Thomas, τη γνωριμία με ανθρώπους που γράφουν ποίηση και κάποιοι με τιμούν και σήμερα με τη φιλία τους. Και η συνάντηση και η αρχή μιας μακρόχρονης με ένα υπέροχο άνθρωπο στη Νέα Υόρκη, ένα καθηγητή φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της αμερικάνικης μεγαλούπολης και πολύ γνωστό ποιητή, που μου είπε το εξής απλό: την ποίηση την διαβάζεις απέξω σου και δυνατά.

Και το δοκίμασα, με Σολομό. Και μετά με Καβάφη και με Ελύτη. Και με Thomas και με Eliot. Και ήταν σαν να είχα βρει ένα καινούργιο κόσμο. Ήταν σαν το κάθε ποίημα να έπαιρνε ζωή και να συμπληρωνόταν μέσα μου, σαν να γίνονταν βιβλίο που η κάθε στροφή γινόταν και ένα καινούργιο κεφάλαιο. Θα ακουστεί βέβηλο αλλά στο τέλος ήταν ένα ποίημα γραμμένο το μισό από τον ποιητή και το άλλο μισό από εμένα. «Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα» έγραφε ο Σεφέρης κι εγώ έκλεινα τα μάτια μου κι έβλεπα τη δικιά μου Ελαφόνησο εκεί στα τέλη του ’70 που κανένας ούτε το όνομα δεν ήξερε. Κι όταν έφυγε ο πιο κοντινός μου άνθρωπος, παρηγοριά στο πόνο μου βρήκα στους στίχους του Dylan Thomas γιατί μόνο αυτός καταλάβαινε. Όταν κάποια στιγμή αρρώστησα σοβαρά, φίλη ποιήτρια από τη Κύπρο, με κράτησε πολλές φορές από το χέρι με ποιήματα που μιλούσαν πέρα από το μυαλό, από τη καρδιά της στη δική μου καρδιά. Και πάντα διαβάζοντας απέξω και δυνατά, πάντα μαγεμένος από τις λέξεις.

Οι λέξεις. Ένας ολόκληρος κόσμος από μόνος τους. Διαβάζεις: «ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου» και χρειάζεται να το διαβάσεις και να το ξαναδιαβάσεις, ξανά και ξανά για να μπει μέσα σου, να απορροφήσεις και να οσμιστείς την ομορφιά της Ελληνικής γλώσσας και το χειρισμό της από τον Αλεξανδρινό. Διαβάζεις Σικελιανό και δεν ξέρεις αν αυτό που διαβάζεις είναι ποίηση η μάθημα ελληνικής γλώσσας. Και για να μη νομίσετε ότι μιλάω για ένα δοξασμένο, αναγνωρισμένο, κλασσικό πια παρελθόν, υπάρχει η ποιητική γενιά του ’70 με Δενέγρη, Παπαγεωργίου, Πέζαρο και τόσους άλλους που δεν θα χωρέσουν σε αυτό το άρθρο να τους βάλλω όλους.

Τώρα θα μου πείτε σε μια γενικότερη συζήτηση για το βιβλίο γιατί εγώ πιάστηκα με την ποίηση. Γιατί η ποίηση να είναι το πιο κατάλληλο παράδειγμα. Αφενός γιατί απαιτεί προσωπική αισθητική και συμμετοχή, αλλά κυρίως γιατί απαιτεί εκπαίδευση. Εκ-παίδευση για το πώς να διαβαστεί και εκ-παίδευση για το πώς να αντιμετωπιστεί. Αυτό ισχύει για όλες τις μορφές έκφρασης είτε λέγονται ποίηση, μυθιστόρημα, νουβέλα, είτε τραγούδι, ζωγραφική, γλυπτική κλπ. Ωραίος ο Χατζηδάκης αλλά όταν ακούς το «Σκοτεινή Μητέρα» του Μάνου Χατζηδάκη σε στίχους Νίκου Γκάτσου ακούς το ρυάκι που τρέχει, ακούς την ορμή του νερού που ακούω εγώ στην εναλλαγή των πνευστών και εγχόρδων; Η απλά λες στον εαυτό σου, Χατζηδάκης είναι, ιερό τέρας και πας στο επόμενο; Στο μπεστ σελλερ, 2,000 δίσκοι; Αφήνεις τη μουσική να σε τυλίξει ή τρέχεις στο «από δω η γυναίκα μου κι από κει το αίσθημα μου» και κρυφοκοιτάς στη κλειδαρότρυπα;

Παρενθετικά κάθε φορά που ένας νέος από την Ελλάδα με ρωτάει τι συμβουλή έχω για ένα νέο δημοσιογράφο η πρώτη μου απάντηση/ερώτηση είναι: «Παπαδιαμάντη έχεις διαβάσει; Τον Άγγελο Βλάχο τον ξέρεις; Έχεις διαβάσει;» Ο Άγγελος Βλάχος πατέρας της Ελένης Βλάχου, πολιτικός, λογοτέχνης και αρθρογράφος. Ιδεολογικά πιο μακριά δεν γίνεται να βρίσκομαι από τα γραπτά του, (έχει πεθαίνει εδώ και ένα αιώνα περίπου για να μη γίνει καμία παρεξήγηση). Αλλά η γλώσσα του, τα ελληνικά του. Με κάνουν να ντρέπομαι κάθε φορά που γράφω. Η κάθε του πρόταση είναι μάθημα ελληνικής σύνταξης και γραμματικής. Η κάθε του πρόταση είναι δίδαγμα. Η λέξη δίδαγμα επιλογή, γιατί διδάσκει πέρα από την έννοια. Ένα αιώνα μετά.

Το καλό βιβλίο (ποίημα, πίνακας, τραγούδι, μουσικό κομμάτι), δεν προσφέρει απλά ικανοποίηση επιφανειακή και της στιγμής, αλλά γίνεται κομμάτι των εμπειριών μας και διδάσκει. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται εκ-παίδευση. Χρειάζεται εκ-παίδευση και η αισθητική μας. Κι εκεί που κατ’ εμένα θα έπρεπε να γίνει αυτή η εκπαίδευση …έχει πέσει στους ώμους βαριεστημένων δασκάλων που μαθαίνουν στα παιδιά να διαβάζουν Σολομό παπαγαλία και να τον αναλύουν πάλι παπαγαλίζοντας πομπώδεις «ειδικούς» που και αυτοί έχουν μάθει με τη σειρά τους να παπαγαλίζουν.

Αποτέλεσμα όλων αυτών σε συνδυασμό με μια καταναλωτική κοινωνία; Να γίνονται μπεστ σέλλερς τοξικά απόβλητα σαν αυτά που βλέπω να κοσμούν σήμερα τις λίστες πωλήσεων των Ελληνικών σουπερμάρκετ-εκδοτικών. Άνθρωποι που χτες νοικιάζανε βιντεοκασέτες με τον Ψάλτη σήμερα παίζοντας παιχνίδια με τις διανομές βιβλίων έχουν γίνει παιδευτές της κρίσης και της αισθητικής μας στην Ελλάδα. Στηριζόμενοι σε ένα ανεκπαίδευτο κοινό προσπαθούν να μας πείσουν ότι μια κουβαρίστρα της ελληνικής γλώσσας που γράφει «βιβλία» δονητές για ανοργασμικές 50αρες και ένας ανόητος νορβηγός ότι είναι η Διδώ Σωτηρίου και ο Henrik Ibsen.

Αλλά εδώ φταίμε κι εμείς. Βολευτήκαμε στη δικαιολογία του ..δεν ξέρω, είναι δύσκολο, είναι βαρύ, και κάναμε το σκουπίδι με λίγη βοήθεια ανάξιων εκπαίδευσης «κριτικών» – συχνά εκτελούντες υπηρεσία σουπερμαρκετάδων εκδοτών – και των ιντερνετικών κοινωνικών δικτύων που έχουν γίνει ο σύγχρονος διδάσκαλος αισθητικής, ιερή αγελάδα. Δε ζω στην Ελλάδα αλλά μετέχω λόγο δουλειάς στο χώρο του βιβλίου. Αυτό που στην Ελλάδα θεωρείται σήμερα σύγχρονο ελληνικό μπεστ σελλερ εδώ συχνά χαρακτηρίζεται pulp. Το ότι …χαρτοπολτός. Και αυτό σε μια χώρα που συνεχώς παράγει συγγραφείς. Πολύ καλούς συγγραφείς που δυστυχώς δεν μπορούν να βγουν στη επιφάνεια γιατί κυριαρχούν – με η χωρίς μηνύσεις – οι ιερές αγελάδες των σουπερμαρκετάδων εκδοτικών.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν ότι η αρχική τουλάχιστον εκπαίδευση έχει αποτύχει, μήπως θα έπρεπε μόνοι μας να εκ-παιδεύσουμε τη Ρίτα; Να ψάξουμε χωρίς να φοβόμαστε; Να εκμεταλλευτούμε τη θετική πλευρά του ίντερνετ και την πληροφόρηση που μας δίνει, εκ-παιδεύοντας και το κριτικό μας αισθητήριο και την αισθητική μας. Μήπως πρέπει να μάθουμε από την αρχή να διαβάζουμε; Κι ας ξεκινήσουμε με τα παιδιά μας. Δεν θα ήταν καλύτερο αντί να μας βλέπουν να παρακολουθούμε με βλέμμα αγελάδας μεσημεριανά κουτσομπολίστικα προγράμματα, ανόητα σόου και τούρκικα να μας έβλεπαν με ένα βιβλίο;

ΥΓ 1. Όταν ο Ουμπέρτο Έκο παρουσίαζε το βιβλίο του «Το Όνομα του Ρόδου», θεωρητικός της σημειολογίας ο ίδιος, τόνισε ότι αυτό το βιβλίο εξυπηρετεί και ένα άλλο σκοπό πέρα της ιστορίας που περιγράφει. Όταν το έγραφε, η σκέψη του ήταν ότι όταν το βιβλίο διαβαστεί σε άλλη χρονική στιγμή, έχοντας ο αναγνώστης προσθέσει εμπειρίες και εικόνες που κάποιες πιθανώς να ξεκίνησαν από το ίδιο το βιβλίο, θα ανακαλύψει καινούργια πράγματα και καινούργιες έννοιες που ναι μεν υπήρχαν πάντα αλλά η συγκεκριμένη στιγμή δεν του επέτρεπε να δει. Σκεφτείτε το λιγάκι.

ΥΓ2. Απέφυγα με κάθε τρόπο όποια αναφορά στις δημόσιες βιβλιοθήκες εδώ που ζω. Θα σας έπιανε μελαγχολία όχι μόνο για τη πληθώρα αλλά και για την ενημέρωση. Κάθε καινούργιο βιβλίο μέσα σε ένα μήνα υπάρχει και στη δημόσια βιβλιοθήκη. Όχι κάτι ανοησίες που ακούω από Ελλάδα ότι δεν επιτρέπεται. Επιβάλλεται στους συγγραφείς και αυτό από προσωπική πείρα. Έτσι εκ-παιδεύεται ο αναγνώστης. Σκεφτείτε το κι αυτό λιγάκι.


Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος περί ανάγνωσης και εκ-παίδευσης

γράφει η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη μαθαίνει να διαβάζει ενώ Εκείνος εκ-παιδεύεται και παιδεύει. Αυτή τη φορά οι δυο τους συναντώνται με θέμα την ανάγνωση, το βιβλίο και την εκ-παίδευση. Τα αποτέλεσμα …παιδευτικό.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο