Guest

Εκείνη & Εκείνος πάνε χωριό!


Εκείνη

Είναι πολύ της μόδας οι επιστροφές στο χωριό. Καθαροί αέρηδες, ησυχία, δεντράκια, λουλουδάκια, ένα σπιτάκι στην άκρη του κόσμου, καλό κρασί, καλό φαγητό και καλή παρέα. Το διαφημίζουν πολύ τα μίντια μετά τις ειδήσεις για τις νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις κι ύστερα μαγειρεύουν στο ύπαιθρο παραδοσιακές συνταγές με αγνά υλικά. Μάλλον επίτηδες το κάνουν. Σε απελπίζουν με το να σου λένε ότι θα πάρεις τα τρία σου και μετά σου κοτσάρουν το βιντεάκι με τα πλατάνια και τα πουλιά που πετούν, σα να σου λένε: Κάνε τη σύγκριση. Τι περιμένεις;

Καλή κι η αποκέντρωση, δε λέω. Αλλά έχει μεγάλη διαφορά το ύπαιθρο όταν πας για επαναφόρτιση ένα σαβ/κο, από το να μένεις μόνιμα εκεί. Τεράστια. Τα χωριά δεν έχουν ανάγκη από τους νέους ανθρώπους, έχουν ανάγκη από υποδομές. Τότε κι ο νέος θα το σκεφτεί, και ίσως και να το αποφασίσει. Καλά όλα αυτά τα κινηματογραφικά, αλλά αν δεν υπάρχουν τα στοιχειώδη στην επαρχία, τότε και η επαρχία είναι αφιλόξενος τόπος. Τα χωριά δεν είναι ούτε όλο το χρόνο μες τον ήλιο και την τρελή χαρά, το καλό και καθαρό κρέας δε φυτρώνει στην αυλή σου- για την ακρίβεια τίποτα δε φυτρώνει άμα δε φουσκαλιάσουν τα χέρια σου από το σκάψιμο, τα κτήματα δεν παράγουν μπρούσκο- μεσολαβούν πολλά, πολλά στάδια ως εκεί- τα κοτόπουλα ναι, κάποιος τα αρπάζει και τους κόβει το λαρύγγι στην ψύχρα κι εκτός κι αν θέλεις να πληρώνεις ΚΑΙ γι’ αυτό θα πρέπει να το κάνεις μόνος σου, γενικά για να επιβιώσεις με όλα τα καλά πρέπει να σου γίνει ο κώλος φινιστρίνι στη δουλειά (αλλιώς δε συμφέρει οικονομικά, ξέχασέ το) και τις περισσότερες φορές ο περισσότερος κόσμος έχει τόση πολλή δουλειά, που θα τον συναντήσεις κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, άντε κι άλλες δυο φορές σε κανένα πανηγύρι.

Τα σχολεία στα μικρότερα χωριά κλείνουν το ένα μετά το άλλο, τα παιδιά κάνουν πολλά χιλιόμετρα για το ένα ξεχασμένο σχολείο του κεφαλοχωριού με σπασμένα τζάμια και χωρίς θέρμανση, ο αγροτικός γιατρός περνάει κάθε βδομάδα κι αν χρειαστείς γιατρό θα πρέπει να πας στην πόλη- όπου κι αν είναι αυτή (κι αυτό προϋποθέτει να διαθέτεις και ανάλογο μεταφορικό μέσο ΚΑΙ φουλαρισμένο βενζίνη). Μια φορά να σου αρρωστήσει το μωρό καταχείμωνο στο βουνό με το χιόνι να παγώνει στην άκρη του δρόμου και να πρέπει να κάνεις 40 χιλιόμετρα στροφιλίκι για γιατρό, κι άλλη δε θα κάτσεις να περιμένεις να σου τύχει. Για να μη μιλήσω για τα λιγότερο δημοφιλή και άπειρα μικρονήσια μας.

Το Μικρό Σπίτι Στο Λιβάδι δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την ελληνική επαρχία και πραγματικότητα, και προφανώς δεν έχει καμία σχέση με καμία πραγματικότητα, γιατί η συγγραφέας της σειράς δεν είχε ποτέ της σκοπό να γράψει ένα γλυκανάλατο παραμυθάκι, αλλά τη σκληρή αλήθεια της ζωής στο Νότο του 18-τόσο- και πολύ περισσότερο η συγγραφέας αποτύπωσε την αλήθεια της επαρχίας, ακόμα και τη σημερινή, παρά η σειρά τότε.

Στις ερημιές πάει ο γέρος για να αποσυρθεί. Ο νέος πρέπει να ζήσει. Τα παιδιά βρίσκουν κι αλλού λασπολακούβες να κυλιστούν μέσα- το θέμα είναι πόσο ακομπλεξάριστος είναι ο γονιός (και γενναίος) για να το αφήσει. Μα τα παιδιά είναι και άνθρωποι, και οι άνθρωποι είναι ζώα αγελαία. Και τα πέντε και μισό παιδιά του χωριού δε φτάνουν για να ανοίξει αυτό το ρημάδι το μυαλό. Και η ζωή δεν είναι ο μικρόκοσμος του καθένα μας, καλώς ή κακώς. Οι μικρόκοσμοί μας ανήκουν και είναι απόλυτα εξαρτημένοι από μεγαλύτερους κόσμους, καταλήγοντας στον έναν και μοναδικό που είναι ολόκληρη η Γη, κι αυτό αν ΔΕ δεχτούμε ότι μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι, αλλού (τουλάχιστον προς το παρόν δε μας ενδιαφέρει αυτό, μάλλον). Ο κόσμος που λέγεται κοινωνία μας- χώρα μας, είναι από τις τελευταίες τρύπες του κλαρίνου. Φανταστείτε ο προσωπικός μας μικρόκοσμος τι είναι σε σχέση με το σύνολο.

Αντί λοιπόν να μας διαφημίζουν χαρούμενους ανθρώπους που γεμίζουν τις ποδιές τους ζαρζαβατικά από τον κήπο τους και μαγειρεύουν το καλό κρέας το αλανιάρικο στη μασίνα έξω στην αυλή, ας θυμόμαστε ότι ο κήπος φτιάχνεται από χέρια και δεν υπάρχει από μόνος του, το αλανιάρικο το πληρώνεις πάνω από 10 στο κιλό – κι αν το θρέφεις μόνος σου άντε να σου βγει 8,90, τα ξύλα που καίει η μασίνα πρέπει κάποιος να τα κόψει, να τα σκίσει, να τα φορτώσει, να τα ξεφορτώσει (κι αυτό ανάλογα το ΠΟΥ, μπορεί να είναι από 5 μέχρι 10-12 τόνους- μπορεί και παραπάνω, οπότε υπολογίστε), να τα στιβιάσει και μετά να ξέρει να ανάψει και φωτιά, αλλιώς είπαμε: Αν δεν μπορείς να επιβιώσεις μόνος σου στην επαρχία, μην πας. Θα σου στοιχίσει τα διπλάσια σε λεφτά από την πόλη, κι αν δεν κάνεις τίποτα επειδή δεν μπορείς και μόνο αγναντεύεις το άπειρο και να μιλάς στα πουλιά όλη μέρα, μέχρι να βγει ο μισός χειμώνας θα τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα.

Τώρα, είπα και παραπάνω ότι ο γέρος πάει στις ερημιές, για να αποσυρθεί. Η λογική ερώτηση είναι: Μα τι να κάνει στην επαρχία ένας γέρος που δεν μπορεί να σκάψει, δεν μπορεί να κόψει ξύλα, δεν μπορεί να κουβαλήσει ξύλα, δεν μπορεί να σέρνει τα κατσίκια να βοσκήσουν μες στα βουνά; Ο γέρος τρώει λίγο. Ο γέρος δε χρειάζεται να ζεστάνει ολόκληρο σπίτι, ούτε μεγαλώνει παιδιά. Ο γέρος κι αν τα τινάξει, τουλάχιστον θα πάει κοιτώντας τα δέντρα κι όχι τον απέναντι τοίχο. Μεταξύ μας, κι εγώ θα το προτιμούσα από ένα ρημαγμένο διαμέρισμα που βλέπει σε μισό ακάλυπτο που βρωμάει κάτουρο γάτας και οι απέναντι ρίχνουν τα σκουπίδια τους και οι διπλανοί τις αναμμένες γόπες τους.

Οι νέοι συνεχώς και δυστυχώς εγκαταλείπουν την επαρχία και καλύτερα να ξεκινήσουμε από κει, πριν προσπαθούμε να τους ψήσουμε ότι αυτή είναι η απάντηση στην κρίση της Ελλάδας γενικότερα και την κρίση των πόλεων ειδικότερα. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο, είναι ότι από τη μία έχουμε άνεργους και άεργους νέους που προσπαθούμε είτε να τους στείλουμε σε μια επαρχία στείρα από ζωή είτε στο εξωτερικό, κι από την άλλη τους στερούμε το δικαίωμα διαμαρτυρίας όταν ξεμένουν σε μια Ελλάδα με άχρηστα πτυχία, δουλειές του ποδαριού και μισθό τρεις κι εξήντα μένοντας με τους γονείς ως τα γεράματα- επιμένοντας πως στην κατάστασή μας, θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες που έχουν έστω κι αυτά.

Γιατί τον άνεργο νέο τον λες και τεμπέλη, άμα δε σηκωθεί χαράματα για να τρέξει να προλάβει το μετρό για να κάνει μια εντελώς ανούσια δουλειά για ένα βασικό μισθό που δεν ξέρει κι αν θα τον πάρει, τον λες και κηφήνα που ζει από τη σύνταξη του μπαμπά. Στην άλλη μεριά, το άλλο παιδί που ξεπατώνεται σε μια τέτοια δουλειά του κώλου μελετώντας παράλληλα σαν τρελό για να σηκωθεί επιτέλους να φύγει μπας και προκόψει- αφού οι παλιότεροι τα κάνανε σκατά και τώρα δεν έχει ούτε παρόν ούτε μέλλον, το λες κι εγωιστή, φυγόπονο και καλοπερασάκια, αφού αντί να κάτσει και να αγωνιστεί και να παλέψει και να τρέχει στις πορείες, προσπαθεί να τα μαζέψει και να εξαφανιστεί, αφήνοντας τη χώρα του να αργοπεθαίνει.

Τα νέα χάσματα της Ελληνικής οικογένειας, σπέρνουν ακόμα περισσότερο τη διχόνοια ανάμεσα στα αδέρφια, τους φίλους, τους ανθρώπους, διατηρώντας τη νοοτροπία του ένας για έναν και το κράτος εναντίον όλων. Αυτό με ανησυχεί.

& Εκείνος

Τι μου θύμισε τώρα η Κατερίνα! Το Μικρό Σπίτι Στο Λιβάδι. Η τηλεοπτική αναφορά στην ειδυλλιακή επαρχιακή ζωή σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ακόμα κι από ανθρώπους που δεν την έχουν δει ποτέ. Τα έχω ακούσει σαν αναφορά από τη Φινλανδία μέχρι την Ιαπωνία κι όλοι – μα όλοι – όταν αναφέρονται στην Λώρα ‘Ινγκαλς φαντάζονται σπαρμένα λιβάδια, χαρούμενες οικογένειες και κοριτσάκια με κοτσιδάκια που τρέχουν χαρούμενα στο ποταμάκι. Τρίχες!

Τρίχες και μάλιστα αναμαλλιασμένες και κατσαρές. Κάποια στιγμή φίλος μου έδωσε το βιβλίο της Λώρα ‘Ινγκαλς, που έμπνευσε τη σειρά, λέγοντας μου: «μη γελάς, διάβασε το. Το πήρα πιστεύοντας ότι θα ήταν καλό για βραδινό διάβασμα με τα παιδιά μου και το έχω σκυλομετανιώσει». Και περισσότερο από περιέργεια παρα από πραγματικό λογοτεχνικό ενδιαφέρον το διάβασα.

Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι εγώ είμαι της μαυρόασπρης γενιάς με «Μπονάτσα» και «Καταζητείται νεκρός ή ζωντανός». Η οικογένεια ‘Ινγκαλς και το σπιτάκι τους στο λιβάδι ανήκει στην επόμενη γενιά κι έτσι πέρα λίγων επεισοδίων σε περιόδους που ήμουν άρρωστος, την σειρά δεν την έχω παρακολουθήσει. Αυτό όμως, όπως και ο περισσότερος κόσμος, δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται ή ότι δεν έχει γίνει και για μένα σημείο αναφοράς ακόμα και σε γραπτά μου.

Είπα το διάβασα. Και έπαθα μια φρίκη. Ένας πατέρας βίαιος που συχνά δέρνει γυναικά και παιδιά. Ναι αυτά τα χαμογελαστά με τα κοτσιδάκια της τηλεόρασης. Μια κοινωνία άκρα ρατσιστική και γεμάτη προκαταλήψεις, μια κοινωνία διεφθαρμένη που η εξουσία του χρήματος – συχνά κλεμμένου ή αρπαγμένου – κυριαρχεί, με πολιτικούς και αστυνόμους στη τσέπη του πλουσίου τσιφλικά. Μια κοινωνία άρρωστη.

Όσο για το μικρό σπίτι στο μικρό λιβάδι στη μικρή πόλη, ήταν η επιτομή της φτώχιας, του πόνου και της μιζέριας. Η Λώρα ‘Ινγκαλς έγραψε την αλήθεια, τη πραγματικότητα που έζησε στο μικρό σπίτι στο λιβάδι, απλά αυτό δεν ταίριαζε στο μύθο που προσπαθούν να πουλήσουν στην τηλεόραση. Η ζωή στο χωριό μόνο ειδυλλιακή δεν είναι. Αυτή είναι η αλήθεια.

Είναι σκληρή δουλειά για την επιβίωση με εχθρό όχι μόνο την φύση – το χιόνι, το χαλάζι, τα παράσιτα – αλλά και τον άνθρωπο, τον τσιφλικά, την τράπεζα, ακόμα και το κράτος. Εγώ ανήκω στους άτυχους που δεν έχουν χωριό. Όταν αναφέρομαι στο χωριό μου εννοώ μια συνοικία της Αθήνας. Εκεί γεννήθηκα, εκεί γεννήθηκαν και οι γονείς μου. Σε χωριό βρέθηκα να ζω μια περίοδο της ζωής μου αλλά κι αυτό ήταν στη Βρετάνια και …μόνο χωριό δεν θύμιζε. Αλλά κι εκεί όταν ήθελα να …αναπνεύσω, πήγαινα στη κοντινή μεγαλούπολη. Έτσι είμαι μάλλον ακατάλληλος για να μιλήσω για τη ζωή στο χωριό.

Αυτό όμως που μπορώ να πω και το ακούω αλλά και νιώθω έντονα, είναι ότι στην Ελλάδα το χωριό είναι σαν το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Υπάρχει στην ειδυλλιακή του μορφή για τους καλοκαιρινούς παραθεριστές, σαν αναφορά από ένα όμορφο και αθώο παρελθόν, αλλά στη πραγματικότητα είναι κάτι ξεχασμένο από κοινωνία και κράτος. Η ελληνική επαρχία αργοπεθαίνει κι αυτό είναι ευθύνη όλων μας, γιατί εμείς το θέλουμε «μικρό σπίτι στο λιβάδι», η δε πολιτεία και πολιτικοί σαν παράπλευρη απώλεια και χωριό μπροστά στα «πραγματικά προβλήματα». Βλέπετε ακόμα και η συνοικία που εγώ μεγάλωσα έχει προτεραιότητα όσο αφορά το σχολείο και τη συμμετοχή της πολιτείας μπροστά από το χωριό.

Πάψτε λοιπόν να ψάχνετε το μικρό σπίτι στο λιβάδι των ψευδαισθήσεων σας και βοηθήστε το πραγματικό σπίτι στο χωριό, όχι μόνο να ξαναζωντανέψει, αλλά να αναστηθεί. Αν η επαρχία χαθεί δεν θα χαθεί κανένα σπίτι στο λιβάδι, θα χαθεί η πραγματική μας ταυτότητα σαν ένας λαός που ξεκίνησε και θέριεψε από τη γη. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει αυτό, με πρώτο τη συνειδητοποίηση ότι το μικρό σπίτι στο λιβάδι δεν επιβιώνει σε τηλεοπτικές οθόνες. Εκεί πεθαίνει.



Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος πάνε χωριό!

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη & Εκείνος ψάχνουν τη πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας, που μόνο μικρό σπίτι στο λιβάδι δεν είναι.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο