Κι αυτό σημαίνει ότι πρώτο πράγμα που κάνω το πρωί μόλις ξυπνήσω είναι να τραβήξω όλες τις κουρτίνες και να ανοίξω όλα τα παράθυρα του σπιτιού, είτε είναι καλοκαίρι είτε χειμώνας. Να μπει αέρας από έξω, να βγει ο μπαγιάτικος αέρας και να φύγει. Όταν είναι χειμώνας και βρέχει, τότε απλά μου χαλάει τη διάθεση γιατί είμαι αναγκασμένη να αφήνω ανοιχτά σε δόσεις, κι όταν έχω κλειστά κάθε τόσο στέκομαι στο παράθυρο και κοιτάζω …έξω. Θα νόμιζε κανείς περαστικός ότι είμαι η κουτσομπόλα της γειτονιάς, αλλά εγώ δεν κοιτάζω απέναντι, ούτε κάτω. Κοιτάζω επάνω και πέρα, όπου έχει ουρανό. Γι αυτό δε θα μπορούσα ποτέ μου να ζήσω κάπου που από τα παράθυρα να βλέπω σπίτια και ντουβάρια. Θα πέθαινα επιτόπου.
Δεύτερο πράγμα είναι να πιω έξω καφέ. Κι όταν το επιτρέπει ο καιρός (και εδώ στην Αθήνα το επιτρέπει σχεδόν όλο το χρόνο), το μεσημέρι τρώμε επίσης έξω, ενώ πολύ συχνά ανάβουμε φωτιά ακόμα κι αν έχουμε σκέτο ψωμί να ψήσουμε και να το βουτήξουμε στη λαδορίγανη.
Το φετίχ μου είναι να κάνω βόλτες όταν βρέχει.
Κι αυτό το έξω ήταν που με έστειλε να ζήσω κάποτε στο βουνό. Εκεί, έβγαινα τα πρωινά και περπατούσα ξυπόλυτη στο χώμα. «Να γειώνεσαι», μου έλεγε μια γειτόνισσα και γειτόνισσα όταν μιλάμε για το βουνό σήμαινε δυο χιλιόμετρα μακριά. Έχωνα τα χέρια και σκάλιζα τα χώματα γύρω από τις ελιές. Έφευγα και χανόμουν για ώρες και πάντα θα τσακωνόμουν γιατί ποτέ δεν έπαιρνα μαζί μου τηλέφωνο. Το μόνο που έπαιρνα μαζί μου σε κείνες τις καθημερινές εξορμήσεις, ήταν ένα μαχαίρι και πολλές σακούλες. Και πάντα γυρνούσα φορτωμένη με κάτι.
Ένας θείος εκεί πάνω, είχε μια καλύβα …στο βουνό. Όταν είσαι στο βουνό και ο ντόπιος σου μιλάει για καλύβα στο βουνό, τότε καταλαβαίνετε για πόσο ψηλά κι απόμερα κι αν θέλετε πρωτόγονα μιλάμε. Μια καλύβα που αρχικά χρησίμευε μόνο ως αποθήκη, χωμένη ανάμεσα στις μηλιές, προχειροφτιαγμένη με σανίδια και λαμαρίνες και κοντά στο αυλάκι. Μια ψησταριά για φαγητό και παλέτες με κουβέρτες για κρεβάτι. Ένα γκαζάκι για καφέ, η μόνη πολυτέλεια που επέτρεψε ο θείος για ευκολία. Πηγαίναμε συχνά να τον δούμε, ειδικά όταν ήταν η εποχή της συγκομιδής.
Θυμάμαι κάτι που είχε πει εκείνος ο άνθρωπος, πολύ κοντά στα εξήντα του, ένας ατόφιος βουνίσιος που ποτέ του δεν μπήκε σε αυτοκίνητο και γυρνούσε όλο τον τόπο με το άλογό του, σε μια κουβέντα που είχαμε ανοίξει μια μέρα στην καλύβα περί ευκολίας και δυσκολίας των καθημερινών ασχολιών:
«Μπορώ να φέρω γεννήτρια και να έχω όλες τις ανέσεις. Αλλά αν είναι να πατάω κουμπιά και να γίνονται όλα, προτιμώ μην ξανάρθω. Εδώ έρχομαι ακριβώς γιατί όταν πεινάω πρέπει να ανάψω φωτιά, κι όταν διψάω πρέπει να κουβαλήσω νερό από το αυλάκι. Αν θέλω να πλυθώ πρέπει να κατέβω στο ποτάμι και το νερό είναι κρύο συνέχεια. Αν νυστάζω κλείνω τα μάτια. Τίποτα δεν έχω ανάγκη κι ό,τι χρειάζομαι περιμένω τη φύση να μου το πει, όχι καμιά συνήθεια. Εδώ πάνω έχω μάθει να βλέπω και να ακούω και να αισθάνομαι.»
Δεν ξέρω αν εκείνες οι εμπειρίες μου στο βουνό ή παλιότερα στο νησί με έδεσαν τόσο με τη φύση και το έξω που δεν μπορώ να τη διαχωρίσω από τη ζωή μου και την καθημερινότητά μου, αλλά έτσι λειτουργώ και στην πόλη και το ίδιο περιμένω να κάνω και στις διακοπές μου. Όταν θέλω (κι όταν/αν μπορώ πλέον) να ξεφύγω, αυτό χρειάζομαι: να έρθω ακόμα πιο κοντά στον κόσμο. Θέλω να βλέπω τη μέρα να εξελίσσεται και να αλλάζει και να ακούω τους ήχους του κόσμου γύρω μου. Τα πουλιά, τα δέντρα, τα έντομα, το νερό, τον αέρα, τη βροχή.
Όταν αποκόβομαι από το έξω αποπροσανατολίζομαι.
Κι όμως, πλησιάζοντας προς το 2020 και σε μια Ελλάδα που αφήνεται στο έλεος της φθοράς του χρόνου αδυνατώντας να συντηρηθεί, με μια ορεινή επαρχία να ερημώνει και με ελληνικές παραλίες να γεμίζουν σκουπίδια, με ολοένα και λιγότερες καθαρές παραλίες που βουλιάζουν κάθε σαββατοκύριακο και κάθε σεζόν από κόσμο, εκεί που κάποτε κλείναμε θέση στα μπουζούκια για να απολαύσουμε το πρώτο τραπέζι πίστα, κλείνουμε μέσω της τεχνολογίας θέση στις καλές παραλίες της Χαλκιδικής, πρώτη ξαπλώστρα πίστα (εμ, θάλασσα).
& Εκείνος
Το διάβασα και γέλασα αλλά πίσω από την βιτρίνα που σε κάνει να γελάς πάντα υπάρχει το πιο σοβαρό που θα σε κάνει να κλάψεις. Υπάρχει, διάβασα, μια εφαρμογή για τα ελληνικά τηλέφωνα με τοπικό ενδιαφέρον και πολύ συγκεκριμένα για την Χαλκιδική, που σύμφωνα με την διαφήμιση: “μπορούν οι λουόμενοι να επιλέξουν την παραλία που τους ενδιαφέρει, να ορίσουν την ημερομηνία επιλογής, τη θέση της ξαπλώστρας και να προπληρώσουν μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας.”
Από τότε που πρωτοπάτησα το πόδι μου στην Σκανδιναβία, και είναι σχεδόν τρεις δεκαετίες πια, υπήρξε μια “παράδοση” που πραγματικά την λάτρεψα …με μικρές βελτιώσεις. Αυτή η παράδοση θέλει κάποιες μέρες του καλοκαιριού, όλοι οι Σκανδιναβοί να τις περνάνε σε κάτι μικρά, αποκλειστικά ξυλόσπιτα, δίπλα σε νερό, σε λίμνη, σε ποτάμι ή στη θάλασσα. Αυτό πάλι θα μπορούσατε να μου πείτε ότι θυμίζει λίγο εξοχικό ή χωριό για κάποιους Έλληνες. Όχι ακριβώς, γιατί αυτό το ξύλινο σπιτάκι δεν διαθέτει ηλεκτρισμό, νερό, αποχέτευση και WiFi.
Το πολύ σε 12 ώρες μετά την άφιξή σου ανακαλύπτεις ότι δεν έχεις σύνδεση με τίποτα περισσότερο από τα ψάρια και τα βατράχια της λίμνης, ότι αν θέλεις να φας θα ανάψεις φωτιά για να μαγειρέψεις, ότι για να πλυθείς θα φέρεις με τους κουβάδες νερό από την λίμνη κι ότι αν θέλεις επικοινωνία και διασκέδαση θα πρέπει να μιλήσεις και να γελάσεις με αυτούς που είναι μαζί σου κι όχι με το YouTube. Αν θέλεις πάλι να πας τουαλέτα …εξωτερική σαν από παλιά ελληνική ταινία.
Η μέρα σου δεν περνάει μέσα στην εικονική και πολλές φορές ψεύτικη και παραπλανητική μη πραγματικότητα του φατσοβιβλίου, αλλά κάνοντας βόλτες στο δάσος, μαζεύοντας μανιτάρια και μούρα, κολυμπώντας στη λίμνη και παίζοντας στην άμμο, συζητώντας, παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια, κάνοντας σάουνα και τραγουδώντας δυνατά γύρω από τη φωτιά θαυμάζοντας τον ήλιο του μεσονυχτίου. Πάνω από όλα ζεις με ανθρώπινη επαφή μέσα στην πραγματικότητα της φύσης.
Την πρώτη φορά που το έκανα, όπως είναι φυσικό με τις περισσότερες πρώτες εμπειρίες, το βρήκα μαγευτικό. Την δεύτερη φορά παραπονέθηκα για την τουαλέτα και την τρίτη παρουσίασα στερητικό σύνδρομο για το ίντερνετ. Μετά όμως το περίμενα, το αναζητούσα και σήμερα το θεωρώ κομμάτι της ζωής μου σε σημείο που καταλαβαίνω τους Σκανδιναβούς όταν λένε ότι: θα πάνε όπου θέλουν για διακοπές, Ελλάδα, Μαγιόρκα, Καραϊβική, αλλά μια βδομάδα τουλάχιστον τον χρόνο θα την περάσουν σε αυτά τα μικρά ξυλόχτιστα σπιτάκια δίπλα στη λίμνη.
Επίσης, πολύ Σκανδιναβικά, τώρα πια κλείνω το τηλέφωνο μόλις περάσουμε την τελευταία πόλη προς την λίμνη, όχι μόνο γιατί δεν το θέλω να με ενοχλήσει αλλά και για λόγους ασφαλείας, μην συμβεί κάτι και δεν έχω τρόπο να ζητήσω βοήθεια. Μέχρι εκεί. Μουσική επένδυση η φωνή μου και η κιθάρα μου, φαγητό στη φωτιά που εγώ ο ίδιος ανάβω και μπάνιο στη σάουνα με νερό της λίμνης. Η απόλυτη αποτοξίνωση από έναν πολιτισμό γεμάτο άχρηστες …εφαρμογές.
Θα μου πείτε τώρα στην Ελλάδα δεν έχουν σάουνα τα μικρά ξυλόχτιστα σπιτάκια δίπλα στη θάλασσα, αλλά σοβαρά τώρα …χρειάζονται εφαρμογές στο τηλέφωνο για να βρείτε ξαπλώστρα στην παραλία;
Καταλαβαίνετε πόσα στραβά δείχνει αυτή η πολύ απλή …εφαρμογή για τα κινητά;