Εκείνη
Εδώ στο Βύρωνα που είμαστε μοιάζει καμιά φορά σα να ζούμε σε άλλον τόπο και άλλο χρόνο. Κάποιοι που ίσως γνωρίζουν καλά την περιοχή, πιθανώς να το θυμούνται από παλιότερα ή να το βλέπουν και μόνοι τους τώρα. Όμως είναι αλήθεια. Υπάρχει ακόμα η γειτονιά και οι γείτονες, αυτοί που σε ξέρουν και που θα σε καλημερίσουν στο δρόμο όταν τους δεις, ή ακόμα και θα σε φωνάξουν από μακριά μόνο για να σε χαιρετίσουν. Αυτοί που θα λείψεις για λίγες μέρες και θα φροντίσουν τα λουλούδια σου (ναι, ακόμα έχουμε λουλούδια και αυλές!) θα ταΐσουν τη γάτα σου, θα βγάλουν βόλτα το σκύλο σου, ακόμα και θα κρατήσουν κλειδιά από το σπίτι σου και θα περάσουν να δουν αν είναι όλα καλά. Στην Αθήνα του 2017 αυτό. Υπάρχει ακόμα.
Υπάρχει η μικροσκοπική πλατεία, ίσα που πιάνει ένα μικρό τετράγωνο, με το στέκι της γειτονιάς. Εκεί που θα μαζευτούν όλοι από τα γύρω σπίτια, χωρίς να χρειάζεται να έχουν κανονίσει με παρέα από νωρίτερα, γιατί την παρέα θα τη βρουν εκεί. Είναι όλοι μια παρέα. Εκεί που θα πας και θα καθίσεις και θα περάσεις από όλα τα τραπέζια γιατί όλους τους ξέρεις, είναι ο διπλανός σου, είναι ο απέναντι, είναι ο παραδίπλα. Εκεί θα μάθεις και τα κουτσομπολιά, εκεί θα μαζευτούν οι μεροκαματιάρηδες από νωρίς να πάρουν καφέ στο χέρι και να φύγουν για τη δουλειά, εκεί θα επιστρέψουν καταλερωμένοι και πτώματα από την κούραση και θα πουν δυο κουβέντες να χαλαρώσουν με ένα ποτήρι κρασί ή μια παγωμένη μπίρα το καλοκαίρι. Εκεί που τα πιτσιρίκια όλα γνωρίζονται μεταξύ τους και παίζουν ελεύθερα μέχρι αργά το βράδυ. Στην Αθήνα του 2017.
Και είναι μια υπέροχη Αθήνα αυτή. Και είναι πολύ όμορφοι αυτοί οι άνθρωποι. Όμως υπάρχει και το παράπονο. Και το παράπονο αυτό έχει ξεφύγει πια από το πόσα χρωστάμε, πόσα δεν έχουμε, πόσα ξοδέψαμε και πώς τα πήραμε και τα δώσαμε αμέσως. Έχει περάσει πια αυτό το παράπονο του πώς θα τα βγάλουμε πέρα, πώς θα ντυθούμε, πώς θα κάνουμε γιορτές. Τον βρήκαμε κι αυτόν τον τρόπο. Το παράπονο είναι άλλο. Το παράπονο είναι πως τα χρόνια περνάνε. Κι όλοι αυτοί εκεί στο μικρό στέκι της γειτονιάς, άλλοι δεκαετίες ολόκληρες στην περιοχή, άλλοι τους πιο καινούργιοι, όλοι κομμάτι της σημερινής καθημερινότητας, κομμάτι της σημερινής Ελλάδας, έχουν το ίδιο παράπονο: Περνάνε τα χρόνια. Και πέφτουν οι αντοχές.
Υπήρξε και το κάποτε που ήταν στα 20 και στα 25 και δε λογάριαζαν το πόσο θα δουλέψουν και πώς. Δουλειά να βγαίνει. Κι ας ήταν από χαράματα σε μεσάνυχτα. Στα 20 και στα 25 και στα 30 αντέχεις. Όμως υπήρχε και αποτέλεσμα. Στην τσέπη σου. Και τρύπες βούλωνες, και ένα κεραμίδι έχτιζες, και κάτι στην άκρη έβαζες. Και έλεγες άξιζε τον κόπο. Άξιζε!
Μα τώρα δεν αξίζει. Γιατί ξεκινάς χαράματα και γυρίζεις μεσάνυχτα, μόνο για να μπορείς να επιβιώνεις. Να επιβιώνεις, όχι να ζεις. Μόνο για να μην πεινάσεις εσύ και η οικογένειά σου. Όμως τα 40 δεν είναι 20 και 25 και όταν είσαι μεροκαματιάρης και άνθρωπος που δουλεύει με το κορμί που λένε κι όχι το μυαλό, στα 40 δεν είσαι δύο εικοσάρηδες. Είσαι ένας σαραντάρης που κουράζεται. Πολύ.
Κι όταν εξαντλείς το σώμα σου τόσο στη δουλειά σου σε μια Ελλάδα σαν τη σημερινή, δε σε πληρώνει με τίποτα. Γιατί τα λεφτά που βγάζεις δε σου φτάνουν για να συντηρηθείς σωστά. Τα δωδεκάωρα στα συνεργεία, στις οικοδομές, στο δρόμο, δεν αναπληρώνονται με 5 μέρες ζυμαρικό και άσπρη φραντζόλα. Χρειάζεσαι φαΐ. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Χρειάζεσαι ασφάλεια, και ένσημα, όπως θα χρειαστείς τη σύνταξή σου και να ξέρεις πως υπάρχει περίθαλψη, πως λειτουργεί κάτι τέλος πάντων μέσα σε αυτό το χάος και θα σε φροντίσει. Χρειάζεσαι φροντίδα. Κι όταν δεν είσαι πια 20 κι είσαι 40, δε σε παίρνει και να μην το σκέφτεσαι κι αυτό, δε σε παίρνει να πεις ότι δεν πειράζει, ας μπαίνουν τα λεφτά – όσα κι αν είναι – στο σπίτι γιατί μεγαλώνεις παιδιά, γιατί αν πάθεις κάτι εσύ, τότε αυτά τα παιδιά πώς θα μεγαλώσουν; Κι όταν δε θα μπορείς να αντέχεις άλλο την τόση πολλή και βαριά δουλειά, τι θα γίνει τότε;
Κι αυτό είναι το παράπονο εδώ στο μικρό μας στέκι, ένα από τα πολλά στέκια που παραμένουν κρυμμένα κι απαράλλαχτα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, είτε στις μεγάλες της πόλεις είτε στην επαρχία, σε αυτά τα στέκια που όλοι είναι μια παρέα. Όχι τα έξοδα. Όχι τα χρέη. Όχι τα λεφτά. Μα τα χρόνια που βαραίνουν και οι αντοχές που πέφτουν.
& Εκείνος
Πριν από λίγο καιρό μιλούσα με την κόρη φίλου που ζουν μακριά από την γειτονιά που μεγάλωσα με τον πατέρα της. Κι εκεί ανάμεσα σε όσα λέγαμε της είπα: Ότι σε όλους τους Βυρωνιώτες, όπου κι αν βρισκόμαστε, όσο μακριά κι αν ζούμε, όσο σπάνια κι αν επιστρέφουμε ή βρισκόμαστε, αυτή η παρεΐστικη, η συντροφική και ζεστή ατμόσφαιρα του Βύρωνα ποτέ δεν μας αφήνει, είναι σημείο αναφοράς για όλους μας και πάντα την αποζητάμε. Ίσως γιατί ακόμα και η απομόνωση ή η σιωπές ήταν πάντα κομμάτι αυτού του παρεΐστικου, του συντροφικού.
Τι όμορφη λέξη η συντροφικότητα και πόσο έχει φθαρεί στη σύγχρονη κοινωνία όταν συνδέθηκε με τη πολιτική. Μην βάλετε ταμπέλες λοιπόν στην συντροφικότητα και σ’ εκείνο τον παλιό τον Βύρωνα, είμασταν πάνω από όλα η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους, μια σχέση που ξεπερνούσε πολλές φορές τις σχέσεις αίματος. Υπήρχε φτώχεια αλλά υπήρχε η συντροφικότητα. Υπήρχε πικρά και καημός, αλλά υπήρχε η συντροφικότητα. Προσφυγιά και χαμένες πατρίδες που κάναν ματιά να δακρύζουν, αλλά υπήρχε η συντροφικότητα. Κούραση και πόνος, αλλά υπήρχε η συντροφικότητα. Και ξέρετε τι άλλαζε αυτή η συντροφικότητα; Τις αντοχές άλλαζε. Αντέχαμε όλοι μαζί γιατί είμασταν όλοι μαζί. Και τότε, της δεκαετία του ’50, του ’60 και του ’70 η ζωή δεν ήταν πιο εύκολη, μην κάνετε ποτέ το λάθος να πιστέψετε κάτι τέτοιο. Υπήρχαν απλά αντοχές.
Αλλά να σας πω ένα μυστικό; Ξέρετε γιατί υπήρχαν αντοχές; Γιατί υπήρχε και αξιοπρέπεια. Και εγωισμός. Μην μπερδεύετε τον εγωισμό με τον σύγχρονο εγωκεντρισμό, μιλάμε για το εγωισμό που φέρνει ελπίδα. Αυτόν που λέει, έχω δυο μπράτσα, δυο μάτια, μια καρδιά και ένα μυαλό και τίποτα δεν με σταματάει. Και οι Βυρωνιώτες ήταν πάντα συνδυασμός και των δυο και γι’ αυτό και είχαν αντοχές. Και το αποδείξαν και στην πράξη, γεμάτα τα ξερονήσια από Βυρωνιώτες όταν χρειάστηκε.
Τώρα… Τώρα… Τώρα του Σαμαρά, του Βενιζέλου, του Σόιμπλε, του ΔΝΤ και του Τσίπρα τα φουσάτα περάσαν, σαν τον Λίβα που καίει τα σπαρτά και με μνημόνια τις πόλεις, τις πλατείες και τις παρέες μας χάλασαν, μας ανάψαν φωτιές στη ζωή μας, στην αξιοπρέπεια μας, στις ελπίδες μας, στις αντοχές μας.
Τι έμεινε; Το παράπονο έμεινε. Γιατί ΠΑΛΙ εμείς; ΠΟΣΟ θα αντέξουμε;