Guest

Εκείνη & Εκείνος κι ο πεινασμένος …πελάτης

 

Όσο και να κλείνω μάτια κι αυτιά στους πειρασμούς, τα πάντα μου τραγουδάνε σαν τις σειρήνες. Το «φάτε μάτια ψάρια» υπήρξε καλό υποκατάστατο όταν είχες να περιμένεις λεφτά και στο ενδιάμεσο ξεχαρμάνιαζες με οφθαλμόλουτρο, μέχρι να πάρεις το χρήμα και να βγεις. Τώρα είναι περισσότερο βασανιστήριο, γιατί όσο οφθαλμόλουτρο και να κάνεις, δεν υπάρχει περίπτωση να αγοράσεις. Κάνεις τη βόλτα, βλέπεις όλα αυτά τα ωραία, και τις φροτέ πετσέτες προσώπου που σε χαϊδεύουν, και το χειροποίητο ψάθινο καλάθι για τα άπλυτα, το παπούτσι ή το τζιν ή το κινητό ή το μπλουζάκι ή το ένα ή το άλλο ή το παράλλο και απλά λες «καλά, εσύ επτώχευσες νωρίς».

Apotamieuw

Η αγορά βογκάει. Οι απίθανοι πελάτες βογκάνε (απίθανοι ναι, γιατί δεν πρόκειται να γίνουν πιθανοί), οι μαγαζάτορες βογκάνε, οι μεν θέλουν αλλά δεν μπορούν, οι δε κρέμονται από τις εισπράξεις κάθε μέρας γιατί το «δώσε» δεν περιμένει να εισπράξεις αλλά έχεις δεν έχεις πρέπει να το δώσεις και αν δεν έχεις συσσωρεύεται και φτάνει ως το άπειρο (ή ως την απόφαση να το κλείσεις. Και μετά; Άλλο θέμα αυτό).

Κατά κάποιον παράξενο τρόπο, μαγαζάτορες κι απίθανοι πελάτες έγιναν ξαφνικά εχθροί. Κοιτιούνται με μισό μάτι, λοξά, έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλο. Ο απίθανος πελάτης κοιτά με μίσος όλα αυτά που θέλει αλλά δεν μπορεί (ακόμα και αυτά που έχουν περάσει από το «θέλω» στο «χρειάζομαι» κι αυτό είναι ακόμα χειρότερο – τι θα πεις στο παιδί σου, κόφ’τα δάχτυλά σου να μη μεγαλώνει το πόδι σου; Τι θα κάνεις, δε θα περπατάς για να μη χαλάσεις ΠΟΤΕ τα παπούτσια σου ώστε να μη χρειαστείς άλλο ζευγάρι;), ο μαγαζάτορας κοιτάει με μίσος αυτόν από τη διάθεση και δυνατότητες του οποίου είναι απόλυτα εξαρτημένο το μέλλον της επιβίωσής του, και κάπως έτσι λοξά και με μίσος να ξεχειλίζει από τους πόρους μεν και δε, προσπερνάει ο ένας τον άλλο …μέχρι την επόμενη φορά.

Ξαφνικά, ο απίθανος πελάτης βάζει έναν τεράστιο γρύλλο στο μυαλό του και δουλεύει: Γιατί αυτό να κάνει τόσο; Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές; Γιατί στη λαϊκή ή στο κινέζικο είναι στη μισή τιμή; Γιατί δεν κάνει παραπάνω έκπτωση; Αν ο Χ πουλάει 10 ευρώ, ο Ψ γιατί πουλάει το ίδιο 20 ευρώ; Άρα παίρνει να ρίξει την τιμή. Μήπως είναι κινέζικο; Μήπως από μένα θέλουν να βγάλουν τα σπασμένα; Μήπως είναι ελέφαντας; Μήπως η γη είναι επίπεδη;

Ξαφνικά, ο μαγαζάτορας βάζει κι αυτός έναν τεράστιο γρύλλο να δουλεύει στο μυαλό του, όμως τον κυνηγάει και το τέβε, τον κυνηγάνε και τα πάγια εις διπλούν (μαγαζί και σπίτι) και βγάζει και λίγη καφρίλα προς τα έξω, αδυνατώντας να την κρατήσει μέσα του και να παραμείνει στο γρύλλο: Καλά, φοράει παντελόνι Χ φίρμας και τσιγκουνεύεται το εικοσάρικο για μια μπλούζα; Με ολόκληρο Χ αμάξι δεν μπορεί να δώσει 30ευρώ για ένα φόρεμα; Με 15 ευρώ στην τσέπη ήρθες κυρά μου να αγοράσεις φουστάνι για το γάμο; Καλά, ένας φυσιολογικός πελάτης ΔΕ θα μπει εδώ μέσα;

Καμιά φορά, ο απίθανος πελάτης που κρατάει το τελευταίο του πενηντάρικο και που με αυτό πρέπει να περάσει ως το τέλος του μήνα (και ω θεοί, ο μήνας έχει ακόμα άλλο τόσο να τελειώσει) μπαίνει μέσα στο μαγαζί, μήπως – ΜΗΠΩΣ και ξεγελαστεί, μήπως και με τα μισά κατάφερνε να βρει κάτι. Κάτι. Τι απ’ όλα;

Ο μαγαζάτορας κοιτάει. Κοιτάει τον απίθανο πελάτη και σκέφτεται το ρεύμα που καίει, τον κλιματισμό, τα φώτα. Σκέφτεται το ενοίκιο και ότι πρέπει να βάλει συναγερμό κάποια στιγμή και να βάψει το μαγαζί. Σκέφτεται τα λεφτά του απίθανου πελάτη.

Ο απίθανος πελάτης προσπαθεί να βρει τον πιο απίθανο τρόπο να χωρέσει μέσα σε μισό πενηντάρικο όλα όσα θέλει να αγοράσει, που δεν τα θέλει απλώς αλλά τα χρειάζεται: Ένα παντελόνι, ένα ζευγάρι αθλητικά για το παιδί, ένα πουκάμισο του συζύγου, τέλειωσε και το τυρί, τέλειωσε και το απορρυπαντικό, κι έχει και πέντε πλυντήρια μαζεμένα που πρέπει να βάλει …χθες.

Ο μαγαζάτορας βλέπει τον απίθανο πελάτη να γυρίζει γύρω γύρω, του λέει καλημέρα αλλά ο πελάτης αφοσιωμένος στα μαθηματικά του, δεν του απαντά – μα πώς να στριμώξεις όλα όσα χρειάζεσαι σε μισό πενηντάρικο; – ο μαγαζάτορας ζοχαδιάζεται, ο απίθανος πελάτης ανακατεύει και κοιτάζει κάθε πράγμα εξονυχιστικά λες και εμπορεύεται διαμάντια, ψάχνει στο κάθε τι να βρει την τιμή, παίρνει κάτι, βλέπει κάτι άλλο, αλλάζει γνώμη, το αφήνει, δεν του φτάνουν, τα νεύρα του μαγαζάτορα κρόσσια.

Ο απίθανος πελάτης νιώθει λίγο άσχημα – τι ήθελε και μπήκε; Δε γίνονται αυτά τα μαθηματικά. Με μισό πενηντάρικο μόνο να σκέφτεσαι μπορείς – αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία και ίσως – ΙΣΩΣ αν έκοβε κάτι από το μεσημεριανό τραπέζι για δυο βδομάδες, ίσως να μπορούσε να αγοράσει τα παπούτσια του παιδιού και ίσως να έβρισκε κανένα πουκάμισο σε κάποιο καλάθι με ελαττωματικά. Αλλά… το παιδί χαλάει τα παπούτσια του κάθε μήνα, μήπως να έπαιρνε παπούτσια από το καλάθι και ένα καλύτερο πουκάμισο; Αλλά όχι και από καλάθι τα παπούτσια του παιδιού, μη στραβώσουν και τα πόδια του, μη βγάλει και μύκητες. Ένας θείος του απίθανου πελάτη κάποτε είχε τρία χρόνια με ονυχομυκητίαση από παπούτσι καλαθιού. Όχι, όχι, θα το πάρει το καλό ζευγάρι του παιδιού, θα αφήσει το πουκάμισο.

Ο μαγαζάτορας ξεφυσά με τρόπο που να δείχνει ότι η υπομονή του έχει εξαντληθεί. Ακόμα ένας τζαμπατζής που περιμένει με το τίποτα να τα αγοράσει όλα. Ακόμα ένας ανακατωσούρας που έκανε το μαγαζί άνω κάτω για το τίποτα. Ας φύγει επιτέλους να πάει στο διάολο, δεν πρόκειται να αγοράσει τίποτα, να πάει κι ο μαγαζάτορας να συνεχίσει το σταυρόλεξό του ή το κουτσομπολιό ή το σήριαλ που έχει στο pause τόση ώρα. Ο απίθανος πελάτης καταλαβαίνει ότι είναι ανεπιθύμητος. Ο μαγαζάτορας δεν πρόκειται να ασχοληθεί για μισό πενηντάρικο. Κοιτιούνται λοξά και με μίσος. Ο απίθανος πελάτης που για μια στιγμή υπήρξε πιθανός κι έτοιμος να θυσιάσει το μισό του πενηντάρικο, αυτό με το οποίο πρέπει να περάσει άλλο μισό μήνα, κόβοντας από το φαγητό που θα μπει στο τραπέζι, αποφασίζει ότι τέτοιο μαγαζί – για την ακρίβεια τέτοια μούτρα από μαγαζάτορα, δεν αξίζει τη θυσία.

Γυρίζει την πλάτη του, φεύγει. Από πίσω τον ακολουθεί μια μούντζα και ένα μπινελίκι κι ένα σχόλιο του τύπου «άντε τράβα στη λαϊκή να τα βρεις πιο φθηνά».

«Σε λίγο καιρό δε θα υπάρχουν πελάτες, μόνο ζητιάνοι», διάβασα κάπου.

& Εκείνος

Ζώντας την έστω «τραυματισμένη» τα τελευταία χρόνια Σκανδιναβική κοινωνία – Σκανδιναβικό κράτος – σκανδιναβική ζωή και μάλιστα σε ρυθμούς Χριστουγέννων είναι δύσκολο να …δω τις εικόνες που βλέπει και ζει η Κατερίνα. Όχι ότι εδώ δεν υπάρχουν φτωχοί. Υπάρχουν και άστεγοι. Ναι, άστεγοι αυτή τη στιγμή που έχει -8 και το χιόνι σε μερικά σημεία έχει φτάσει τους τριάντα πόντους με τα εκκαθαριστικά να περνάνε τρεις φορές την ημέρα από όλους τους δρόμους. Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί και ζητιάνοι. Αλλά, αλλά υπάρχει και κράτος και αυτό είναι πολύ μεγάλη ιστορία.

yellow-1-yearΝαι υπάρχει κόσμος που θα δυσκολευτεί να πάρει δώρα για τα Χριστούγεννα και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους πιθανώς να είναι το ίδιο όπως κάθε άλλης μέρας, μπορεί και χειρότερο. Αλλά αυτό δεν είναι ο κανόνας και αυτό είναι που το κάνει τόσο διαφορετικό από την κατάσταση στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Και το κράτος προσπαθεί ακόμα και σε περιόδους που είναι «τραυματισμένο», τουλάχιστον δεν είναι απών.

Και το κράτος είναι παρών παντού. Δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, κάτι άυλο και άοσμο για να κάνουν κάποιοι αρπαχτές και κάποιοι άλλοι να βολεύουν τα παιδιά τους. Οι τιμές ελέγχονται, οι αποδείξεις ελέγχονται, οι τραπεζιτικοί λογαριασμοί ελέγχονται, οι αγορές και οι πωλήσεις ελέγχονται. Και οι παραβάτες – εδώ είναι το πολύ σημαντικό – ξέρουν ότι θα πιαστούν και ότι η τιμωρία είναι τόσο βαριά που κάνει ασύμφορο το έγκλημα. Η διαφάνεια ακόμα και στην καθημερινή σχέση καταναλωτή εμπόρου είναι πραγματικότητα και όχι εικασία και ουτοπία.

Άλλο ένα δείγμα; Πριν από λίγο καιρό είχαμε τις ….κίτρινες μέρες. Κρατάνε ένα τριήμερο και είναι μέσα σε Σαββατοκύριακο. Είναι οι μέρες «το αφεντικό τρελάθηκε» και τις χρησιμοποιούμε όλοι μας για να ψωνίσουμε. Θα ξαναγίνουν κάποια στιγμή πριν την άνοιξη. Αυτό το τριήμερο οι τιμές θα πέσουν σε πολλές περιπτώσεις κάτω του κόστους. Όχι -30% ή -40%, μιλάμε για περιπτώσεις που είναι -80% και -90%. Που αγοράζεις παπούτσια των 100 ευρώ για 15. Εκπτώσεις όχι από αυτές που το προϊόν αυξήθηκε 15% ένα μήνα νωρίτερα για να μπει σε έκπτωση 10% ένα μήνα μετά.

Και είναι πολλά, πάρα πολλά αυτά που θα μπορούσα να αναφέρω ακόμα και για τους φτωχούς αλλά …αλλά όπως πολλές φόρες στο παρελθόν όταν κάνω αναφορές για το εδώ σε σύγκριση για το εκεί με κοιτώνα λες και έρχομαι από άλλο …πλανήτη. Έτσι το αποφεύγω.

Γιατί εδώ ακόμα και οι ζητιάνοι είναι …ελεύθεροι επαγγελματίες.


Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!

 



Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος κι ο πεινασμένος …πελάτης

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη

Περιττό να τονίσω το πόσο σπάνια πια κάνω βόλτες στα μαγαζιά. Ο λόγος είναι απλός: Δεν μπορώ να αγοράσω. Κι όταν λέμε τίποτα, εννοούμε τίποτα. Η όποια ανάγκη προκύψει, είτε προβλεπόμενη είτε όχι, αντιμετωπίζεται με τον ίδιο πονοκέφαλο και στο τέλος αν δεν μπορώ να την αποφύγω, θα την πληρώσει πάλι το φαγητό - αφού μόνο από εκεί μπορούμε να κόψουμε.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο