Guest

Εκείνη & Εκείνος & η παλιά γειτονιά

Εκείνη

Για τη στήλη αυτής της εβδομάδας δεν προετοίμασα καθόλου το Θάνο. Συνήθως μια μέρα ή δύο νωρίτερα, ανταλλάζουμε ιδέες και σκέψεις για το τι θα γράψουμε στο Εκείνη & Εκείνος – δεν έχει σημασία η σειρά- όμως αυτή τη φορά έγραψα το δικό μου με μυστικότητα και τελευταία στιγμή του το έστειλα να το δει και να γράψει το κομμάτι του. Έτσι τα όσα διαβάζετε σήμερα από την πλευρά του τα διαβάζω κι εγώ πρώτη φορά κι έχω στ’ αλήθεια μεγάλη αγωνία. Γιατί το θέμα που επέλεξα …είναι η γειτονιά του. Είμαι σχεδόν σίγουρη βέβαια πως το περίμενε ότι θα γράψω γι αυτό.

Λένε πως κάθε μέρα που δεν γράφεις είναι ένα βήμα πίσω κι εγώ με όλη τη φασαρία της μετακόμισης μετράω πάνω από δέκα τέτοια βήματα. Αν και το μυαλό μου είναι γεμάτο σκέψεις και εικόνες, αδυνατούν να γίνουν λέξεις στην οθόνη.

Απέναντί μου ο Υμηττός και παραδίπλα χαμηλά τα θέατρα Βράχων. Στα δεξιά όλο κάτω είναι ο Πειραιάς. Ανάμεσα σ’ ένα μικρό κενό βλέπω μια κηλίδα θάλασσα. Τίποτα δε μου θυμίζει πως βρίσκομαι στην Αθήνα. Όλα όσα βλέπω είναι τόσο διαφορετικά από τα όσα έχω μάθει, όμως περισσότερο έχω μια αίσθηση πως βρίσκομαι σε κάποιο κεφαλοχώρι.

Η πρώτη μου αντίδραση όταν έμαθα πως φεύγουμε για Αθήνα ήταν να χαρώ και μετά να πανικοβληθώ. Ήξερα πως θα φεύγαμε για κάπου κι αυτό το κάπου θα ήταν μόνιμο, μα η Αθήνα ήταν σενάριο που δεν έπαιξε ποτέ στο μυαλό μου. Άλλωστε ποτέ δεν ήθελα καν να την επισκεφτώ. Τη φοβόμουν. Περίμενα… Δεν ξέρω τι περίμενα τελικά. Αλλά αυτό που διαπίστωσα όταν έφτασα, ήταν πως το ανέκδοτο με το γρύλλο πάντα βρίσκεται σε μια άκρη του μυαλού μας και για κάτι που δε γνωρίζουμε λειτουργεί αρνητικά, γιγαντώνοντας τα στερεότυπα με τα οποία έχουμε μεγαλώσει – μια ευθύνη που βαραίνει από τα Μ.Μ.Ε. έως εμάς τους ίδιους και το φόβο μας για το κάθε τι άγνωστο.

Στην Αθήνα σκεφτόμουν, που δεν έχω πάει ποτέ και δεν είχα ποτέ σκοπό να πάω, με δυο μικρά παιδιά που γεννήθηκαν κι έζησαν τα πρώτα τους χρόνια στην άκρα αντίθεση, στη μέση του πουθενά, έξω από ένα μικροσκοπικό χωριό του Πηλίου στο οποίο αποσύρθηκα οικειοθελώς πριν αρκετά χρόνια, ακριβώς γιατί δεν ήθελα πια τις πόλεις σαν την Αθήνα, ακριβώς γιατί αποφάσισα πως τα δικά μου παιδιά θα μεγαλώσουν μέσα στη φύση, έξω από το κακό των ανθρώπων. Σοκ και δέος. Κλισέ, αλλά αυτό ήταν.

Τι μπορεί να περίμενα; Ανθρώπους που το μέτωπό τους φωτίζεται από μια ταμπέλα που γράφει «Αθηναίος», να περπατούν σκυφτά, μουτρωμένοι και βιαστικοί; Φανταζόμουν μια δυστοπία με σκοτεινούς ουρανούς, ντουμάνια το καυσαέριο και απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τη δύση του ήλιου όπως στα βιβλία; Περίμενα εγκληματίες να καραδοκούν σε κάθε στροφή να με σκοτώσουν; Περίμενα ότι θα κατέβω εκεί κάτω για να χαθώ μέσα στα εκατομμύρια και να γίνω ακόμα μια ξένη ανάμεσα σε ξένους; Ή μήπως περίμενα να αλλάξω τον κόσμο; Δεν ξέρω τι περίμενα. Κάτι λίγο από όλα και τίποτα από όλα αυτά.

Δέκα μέρες μετά κι έχω μάθει τα βασικά. Πού έχει φούρνο για φρέσκο, ζυμωτό ψωμί και το σχολείο του παιδιού. Πάρκο για να παίζουν και μανάβη. Η λαϊκή λίγο μακρύτερα και τα κοντινά σούπερ μάρκετ. Ρωτώντας πας στην Πόλη λένε, κι όπου κι αν ρωτήσω όλοι ξέρουν να μου πουν το πού και πώς θα πάω. Πολλές φορές στον Εύοσμο ρωτούσα και δεν έπαιρνα απαντήσεις. Εδώ όλοι ξέρουν το κάθε στενό. Περπατώ και δέκα μέρες μετά δεν πιστεύω ακόμα σ’ αυτά που βλέπω. Σπιτάκια μικρά και χαμηλά κι ασβεστωμένα. Αυλές πνιγμένες στην πρασινάδα, πασιφλόρες και βουκαμβίλιες και γιασεμιά να σέρνονται στο δρόμο. Κάπου κάπου κι ένα μικρό κενό και θέλω να βάλω το κεφάλι μέσα, να δω τι κρύβεται από πίσω. Κανά δυο φορές το έκανα επιφυλακτικά. Κι είδα πέτρινες αυλές με παλιό τσιμέντο που έχει πετάξει, βρύσες χτιστές και παρτεράκια με ασπρισμένα τούβλα. Αρμπαρόριζες, γεράνια και βασιλικοί. Τσίγκινοι κουβάδες κι ένα τραπέζι από φορμάικα. Πλαστικό τραπεζομάντηλο από πάνω και ξυπόλυτα, γυμνά παιδιά να πλατσουρίζουν στη λεκάνη της μπουγάδας, τρώγοντας φέτες καρπούζι που στάζει και το ζουμί κυλάει πάνω τους, μέχρι κάτω στα πόδια.

Ανάμεσα στα σπίτια κάτι σοκάκια λιγότερο από μέτρο φαρδιά και κοιτάζω μέσα και μου λένε πέρνα, είναι δρόμος, κι εγώ γελάω. Καμιά φορά περπατάω και κάπου πέφτει το μάτι μου και καταλαβαίνω πως κάποιος με κοιτάει, ύστερα ψάχνει να δει προς τα πού βλέπω το τόσο συναρπαστικό. Μα όλα τα βλέπω συναρπαστικά κι απίστευτα. Είμαι στην Αθήνα λέω μέσα μου, και την ίδια στιγμή δεν το πιστεύω. Ποια Αθήνα είναι αυτή; Τι περίμενα πριν έρθω και τι βρήκα; Όλα τα περίμενα, μα τίποτα από αυτά που έχω δει ως τώρα.

Στρίβω και κάποιες φορές βλέπω πολυκατοικίες. Καινούργιες και ψηλές και περιποιημένες. Μα με μέτρο σύγκρισης τα ισόγεια και τα δίπατα σπιτάκια, μοιάζουν ακόμα πιο άσχημες και τρομαχτικές και κρύες. Αμέσως αλλάζω δρόμο γιατί μου χαλάνε την εικόνα. Έτσι χάνονται οι άνθρωποι, σκέφτομαι. Κι όπως στρίβω κι επιστρέφω στα σπιτάκια τα χαμηλά, ακούω τζιτζίκια να τραγουδάνε και με πιάνουν πάλι τα γέλια.

Πρώτο κύμα καύσωνα και το σπίτι βράζει. Ακόμα δεν έχουμε τακτοποιηθεί και μας τρώει ο ήλιος. Μα τα βράδια δροσίζει, τουλάχιστον έξω. Βρήκα ένα παλιό σύρμα κάπου στην αποθήκη κι έφτιαξα ένα στεφάνι και πέρασα δυο παλιές κουρτίνες και το κρέμασα στην κρεβατιά. Για τα παιδιά. Πάντα για τα παιδιά κι όταν δεν έχεις λεφτά βάζεις το μυαλό σου να δουλέψει. Έτσι βλέπω στις χαμηλές ταράτσες πήλινες γλάστρες και σωλήνες και παλιά παντζούρια και κάθε λογής σαβούρα που κάπου, κάποιος με λίγο μεράκι θα χρησιμοποιήσει.

Έστρωσα μαξιλάρια και οι κουρτίνες πέφτουν γύρω γύρω κι έφτιαξα μια σκηνή να μπαίνουν μέσα. Στην αρχή τη χαίρονται και μετά δεν τους χωράει, μαλώνουν και σπρώχνονται και την παρατάνε. Σαν κουνουπιέρα εγώ τη βλέπω, μα μέχρι στιγμής δεν έχω δει ούτε κουνούπι, ούτε μύγα. Μόλις κοιμηθούν και ησυχάσει το σπίτι, βγαίνω στην αυλή και μπαίνω στη σκηνή τους. Από το τράβα τράβα το σύρμα έχει στραβώσει και μοιάζει με χαλασμένη καρδιά. Σκέφτομαι να κοιμηθώ εκεί έξω και όσο το σκέφτομαι κλείνω τα μάτια κι ακούω ένα ήχο γνώριμο μα από χρόνια ξεχασμένο. Τριζόνια, λέω, γρύλλοι. Κάτι τέτοιο. Μα είναι δυνατόν; Πανσέληνος και θερινό ηλιοστάσιο μετά από 70 χρόνια, άκουσα στο ράδιο. Κι ύστερα βλέπω ένα φωτοστέφανο πίσω από τον Υμηττό. Και ξαπλωμένη στη σκηνή των παιδιών που ίσως να έκανα δική μου τελικά, βλέπω την πανσέληνο να ανεβαίνει. Κι έχει μια δροσιά, άλλο πράγμα.

& Εκείνος

Πριν από τρία χρόνια βρέθηκα Ελλάδα για ένα διάστημα λίγο μεγαλύτερο από το συνηθισμένο μου δεκαήμερο. Σε αυτό το διάστημα η αφεντιά μου βρέθηκε μέχρι την Κοζάνη, για να δω αγαπημένο παιδικό φίλο που ζει εκεί πάνω-κάτω δυόμιση δεκαετίες. Κι εκεί ανάμεσα στα κεμπάπια – καινούργια λέξη για το χαμουτζήδικο λεξιλόγιο μου – και τη ρετσίνα – επαναλαμβάνω στη Κοζάνη – θυμηθήκαμε τον Βύρωνα!

Άγιος Λάζαρος, Χρυσοστόμου Σμύρνης, παλιό δημαρχείο,, ταπητουργείο, Κοπανάς, Αγίας Σοφίας, νταμάρια και από πλατεΐτσα σε πλατεΐτσα στα πάρκα της Νέας Ελβετίας. Σουβλάκι στα ενδιάμεσα, με μπόλικη μουστάρδα, στην αγορά. Και ξέρετε ποιο ήταν το μυστικό; Εκείνος στη Κοζάνη κι εγώ 3,5 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά …μας έλειπε ο Βύρωνας.

Είναι τα χαμηλά κεραμιδοσκέπαστα σπιτάκια. Είναι τα μικρά σοκάκια που πρέπει να τα ξέρεις για να τα βρεις, είναι δρόμοι που δεν έχουν αλλάξει δεκαετίες. Δεν ξέρω. Αλλά εκείνο το βράδυ αν μας άκουγε κανείς θα νόμιζε ότι ο Βύρωνας είναι το κέντρο της γης.

Κάποια στιγμή έκανα ένα μεγάλο διάστημα να έρθω στην Ελλάδα. Σχεδόν μια δεκαετία. Έφυγα από το αεροδρόμιο στο Ελληνικό και επέστρεψα στο καινούργιο στα Σπάτα. Αγνώριστη η Αθήνα. Ο προαστιακός, μετρό, γέφυρες, τα έχασα τις πρώτες μέρες. Τρόμαξα με την αλλαγή. Την τελευταία φορά που ήμουνα Αθήνα ήταν στα τέλη του ’90 και επέστρεφα σε καινούργιο αιώνα πραγματικά και κυριολεκτικά. Την τρίτη μέρα πήγα στον Βύρωνα.

Ξεκίνησα «προσκύνημα» από τη παλιά μου γειτονιά στο Νέο Παγκράτι και σιγά-σιγά ανηφόρησα προς Κοπανά και αγορά. Και το «χωριό» μου ήταν εκεί. Το ίδιο όπως το είχα αφήσει. Βρε ακόμα και τα καλύτερα γαλακτομπούρεκα της Αθήνας εκεί ήταν. Κι ανάσανα.

Φαντάζομαι ότι οι πολλοί που μένουν εκεί δεν νιώθουν την ίδια λαχτάρα για το «χωριό» που νιώθουμε εμείς που ζούμε μακριά, όπως εγώ κι ο παιδικός μου φίλος. Φαντάζομαι ακόμα ότι είναι και οι λεπτομέρειες στο χρόνο που μας χωρίζουν. Πριν από μερικά χρόνια ο διορθωτής που επιμελήθηκε ένα βιβλίο μου, με ρώτησε αν αυτά που γραφώ, για χωματόδρομους που περνούσε ένα αυτοκίνητο κάθε τόσο και στα ενδιάμεσα όλα τα πιτσιρίκια παίζαμε ποδόσφαιρο, για το ξυλίκι και τους βώλους στη μέση του δρόμου, αν ήταν αληθινά κι όχι της φαντασίας μου. Αλλά πώς να εξηγήσεις στον Εγγλέζο που έχει έρθει στην Ελλάδα σαν τουρίστας στο Μουσείο της Ακρόπολης, στον 21ο αιώνα, ότι εκεί που μεγάλωσα εγώ, στον 20ο αιώνα, έτσι ήταν η Αθήνα. Έτσι ήταν ο Βύρωνας.

Πώς να εξηγήσεις στα σημερινά παιδιά ότι εμείς δεν είχαμε iPod και iPhone, αλλά κιθάρα και φυσαρμόνικα, σουβλάκια και κουτάκια μπύρες ξαπλωμένοι στο γρασίδι στο πάρκο της Νέας Ελβετίας; Δεν είχαμε iPad αλλά το θερινό της Νέας Ελβετίας για να δούμε Μπαντ Σπένσερ και Τέρενς Χιλ με Μπαγκς Μπανυ στην αρχή; – Παρεπιπτόντως μόλις διάβασα ότι πέθανε σήμερα/χτες ο Μπαντ Σπένσερ – Πώς να εξηγήσεις ότι το Νέο Παγκράτι ήταν για καφέ και ο Καρέας για εκδρομή; Πώς να εξηγήσεις ότι σπίτι μας ήταν όλος ο Βύρωνας με το καθιστικό στον Άγιο Λάζαρο και το μπαλκόνι στα Κουνέλια;

Και πολύ περισσότερο πώς να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν είναι Βυρωνιώτης ότι αυτά τα μέρη που αναφέρω δεν είναι άψυχα, αλλά με ψυχή, με καρδιά που πάλει στα κεραμίδια και με ιστορία σε όλα τα σοκάκια. Ιστορία που δένει τους παππούδες μας που ήρθαν προσφυγές από ανατολή και νότο, τους πατεράδες και τις μανάδες που αντιστάθηκαν σε πείσμα ντόπιων και ξένων και μιας γενιάς που συνεχισε να πηγαίνει κόντρα στις μόδες των αερολόγων καιρών που ζούμε τα τελευταία 30 χρόνια. Κι όλοι αυτοί εκεί, στο Βύρωνα. Με βυρωνιώτικη αξιοπρέπεια.

Για το Βύρωνα γράφω συχνά και την παλιά μου γειτονιά την έχω συστήσει σε αναγνώστες από την Ιαπωνία και την Κίνα μέχρι τη Σκανδιναβία και τις ΗΠΑ. Η γειτονιά μου, αυτή που μεγάλωσα, από το Νέο Παγκράτι μέχρι τον Κοπανά με έχει εμπνεύσει για εκατοντάδες γραπτά και συνεχίζει ακόμα και τώρα να το κάνει. Είναι ένα «χωριό» με ιστορίες σε κάθε σοκάκι σε κάθε πρόσωπο.

Σε Εκείνη, την Κατερίνα, έχω μιλήσει άπειρες φορές για τη γειτονιά μου και τους ανθρώπους της. Πέρα από τα χαμηλά κεραμιδοσκέπαστα σπιτάκια και τα στενά σοκάκια της έχω μιλήσει πολύ για την ψυχή του Βύρωνα και …ξαφνικά πριν από μερικές βδομάδες μου έγραψε ότι μετακομίζει στο Βύρωνα. Με το μου το είπε το πρώτο πράγμα που είπα ήταν: τώρα θα βρεις έμπνευση που θα σου φτάσει για μια ζωή. Δεν πας στην Αθήνα, πας στο Βύρωνα. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ο Βύρωνας είναι προσφυγογειτονιά, είναι ανθρώπινος.

********************************************

Η φωτογραφία από το Ταπητουργείο του Βύρωνα από το μπλογκ: «Μικρασιάτες στο Βύρωνα», του 4ου Δημοτικού σχολείου Βύρωνα. https://mikrasiatesvyronas.wordpress.com/




Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος & η παλιά γειτονιά

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.


Εκείνη μετακόμισε Αθήνα, στην παλιά του γειτονιά & Εκείνος …του λείπει η γειτονιά του, έτσι απλά.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο