Εκείνη
Έχουμε ξαναπεί και το έχετε πια καταλάβει όλοι πως η Ελλάδα ήταν πάντα και είναι μια χώρα γεμάτη αντιθέσεις. Ένας κόσμος γεμάτος διαφορετικούς μικρότερους κόσμους να ζουν παράλληλα, υπό το ίδιο νομικό καθεστώς και όμως τόσο, μα τόσο διαφορετικά.
Το ίδιο ισχύει και με τα επαγγέλματα (σε είδος) και τη δουλειά (στον τρόπο) που επιλέγουν να ακολουθήσουν οι άνθρωποι. Σκεφτείτε το πιο απλοϊκό παράδειγμα, πώς λειτουργούν τα μαγαζιά (και αυτοί που τα δουλεύουν φυσικά, οι υπάλληλοι και οι ελεύθεροι μικροεπιχειρηματίες)- εμπορικά ή και μαζικής εστίασης – στα νησιά, και πώς λειτουργούν στα ορεινά χωριά, και πώς λειτουργούν στις γειτονιές ή στο κέντρο μιας μεγαλούπολης όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη.
Εντελώς διαφορετικά: Με εντελώς διαφορετικά ωράρια, άλλο μεροκάματο, άλλες ώρες αιχμής, άλλη …φουλ σεζόν, άλλο αγοραστικό κοινό, άλλες εισφορές, άλλα έξοδα, άλλα έσοδα.
Απλό ή απλοϊκό παράδειγμα όπως είπα και πιο πάνω, όμως κάτι τέτοιο είναι ένα μόνο δείγμα των διαφορών και της διαφορετικότητας και των αντιθέσεων ανά περιοχή στη χώρα. Κι οι άνθρωποι συνεχώς απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο και νιώθουν μόνοι κι ότι κανείς δεν καταλαβαίνει κι απομονώνονται σε ακόμα μικρότερους κόσμους, μικρόκοσμους, αποτελούμενους από ανθρώπους που ζουν ακριβώς όπως κι εκείνοι.
Το κακό είναι πως κάποιος που δεν ζει ή δεν έχει ζήσει έστω σχετικά πρόσφατα κάτι που (ή όπως) ζούμε, δεν μπορεί να μας καταλάβει. Οπότε τι κάνουμε; Ψάχνουμε την κατανόηση που μας λείπει και χρειαζόμαστε, σε ανθρώπους που βρίσκονται εκεί που βρισκόμαστε κι εμείς. Και είναι φυσικό. Ένας εικοσάχρονος χωρίς υποχρεώσεις, ακόμα και σήμερα που είναι πολύ δυσκολότερο να βρει δουλειά και να αποκατασταθεί κλπ. κλπ. σε σχέση με παλιότερα, δεν μπορεί να καταλάβει τον 35χρονο οικογενειάρχη που έχασε τη δουλειά του κι έχει και δυο παιδιά. Μια οικογένεια που ζει στην επαρχία δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει τα πώς και τα γιατί της ζωής μιας αντίστοιχης οικογένειας στην Αθήνα.
Έτσι επιλέγουμε στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο που μας απομένει (αντιστοιχεί;) ανθρώπους που μπορούν να μας καταλάβουν κι ερχόμαστε πιο κοντά μαζί τους, παρά με κάποιους άλλους, διαφορετικούς από μας, παρόλο που και το διαφορετικό έχει πολλά να μας προσφέρει, να μας μάθει. Εμείς την κατανόηση ψάχνουμε. Και θα τη βρούμε σε αυτούς που περνούν τα ίδια. Ζούνε την ίδια κατάσταση. Ή παρόμοια.
Όμως κι εδώ κρύβεται ακόμα ένα κακό: Όταν κυκλοφορείς μόνο μέσα στον κύκλο του προβλήματος και βλέπεις και μιλάς – με κι ακούς μόνο ανθρώπους μέσα στον ίδιο κύκλο του προβλήματος… δε βλέπεις τι γίνεται απ’ έξω.
Συνεπώς παγιδεύεσαι σε έναν αέναο κύκλο προβλήματος, αντιμετωπίζοντας τα πράγματα και την κατάσταση μονόπλευρα και μόνο από την οπτική γωνία που μπορείς να τα δεις. Σε αυτή την περίπτωση, μόνο κάποιος που είναι έξω από αυτόν τον κύκλο μπορεί να σε βοηθήσει, αλλά πώς; Ποιος;
Ποιος έχει τόσο πολύ ελεύθερο χρόνο και ψυχικές δυνάμεις να σε τραβήξει από τον βούρκο της αυτολύπησης και της μαυρίλας και της μονοδιάστατης (ή κοντόφθαλμης) οπτικής και λογικής; Ποιος μπορεί να είναι τόσο κοντά σου και να ενδιαφέρεται τόσο πολύ προσωπικά για σένα ώστε να αφιερώσει χρόνο και κόπο για να σε βοηθήσει; Γιατί να το κάνει;
Ποιος; Όταν λίγο πολύ όλοι βρισκόμαστε στον ίδιο κύκλο κι ας μας χωρίζουν ολόκληροι κόσμοι μέσα στον ίδιο κόσμο που λέγεται Ελλάδα; Όταν όλοι είμαστε κακοπληρωμένοι ή απλήρωτοι ή άνεργοι ή χρεωμένοι, με μικρά παιδιά, με μεγάλα παιδιά που σπουδάζουν, με ηλικιωμένους γονείς, με προβλήματα υγείας, με απλήρωτο νοίκι και κομμένο ρεύμα και διακανονισμό στο διακανονισμό, και κάποιοι, όλα τα παραπάνω, όλα μαζί;
Πού θα βρούμε τη συμπαράσταση και την κατανόηση και τη βοήθεια; Σίγουρα όχι σε αυτούς που δεν έχουν προβλήματα. Γιατί υπάρχει κι αυτός ο κόσμος. Κάποιους δεν τους άγγιξε η κρίση, ή μάλλον τους άγγιξε αλλά τους προσπέρασε γιατί είχαν πολλά και τώρα έχουν αρκετά, και σίγουρα δε σκέφτονται τι θα μαγειρέψουν την επόμενη ή πώς θα μετακινηθούν χωρίς βενζίνη στο αμάξι, ή τι θα κάνουν τα παιδιά τους όταν δεν υπάρχει δάσκαλος στο σχολείο του μικροσκοπικού χωριού τους, ή γιατρός στο κέντρο υγείας του νησιού τους.
Αυτός είναι ο ένας …άλλος κόσμος της Ελλάδας. Ο απλησίαστος, ο ξένος.
Ποιος εργοδότης θα δείξει την παραμικρή κατανόηση στον πενηντάρη που ψάχνει δουλειά και κινδυνεύει να μείνει στο δρόμο; Στη μάνα που μεγαλώνει μόνη της το παιδί της; Στον πατέρα που έχει παιδί με προβλήματα υγείας;
Δεν είναι όλες οι δουλειές «να μπούμε στο δημόσιο να μπαίνει το χρήμα μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει». Ούτε όλες οι δουλειές είναι «χτυπάω την κάρτα μια το πρωί, μια στο σχόλασμα και δε με νοιάζει τίποτα». Ούτε «δουλεύω δυο μήνες το χρόνο 18 ώρες τη μέρα και ζω τους υπόλοιπους δέκα». Υπάρχουν δουλειές που χρειάζονται υπομονή και χτίσιμο. Χρειάζονται αφοσίωση και κάποιο διάστημα που μπορεί να κρατήσει από λίγο έως αρκετούς μήνες, με ανεξέλεγκτο ωράριο κι ελάχιστη ή και καθόλου αμοιβή.
Στο ενδιάμεσο, τι γίνεται;
Πώς υποτίθεται ότι θα ζήσουν στο ενδιάμεσο όλοι όσοι έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν επαγγέλματα που χρειάζονται …χτίσιμο και δεν είναι ούτε μπάρμαν στη Μύκονο, ούτε ο βαράω κάρτα 8 με 3, ούτε ο «μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει εγώ πληρώνομαι»;
Όταν δεν υπάρχει καμία στήριξη από πουθενά;
Όταν δεν υπάρχουν θέσεις στα σχολεία για τα πολύ μικρά παιδιά;
Όταν δεν πληρώνονται ποτέ ή σχεδόν ποτέ ή όπως πρέπει οι υπερωρίες, οι αργίες, οι διπλοβάρδιες;
Όταν ο βασικός μισθός δεν καλύπτει ούτε τα πάγια έξοδα;
(αν τον πάρεις κι αυτόν).
Ποια Ελλάδα επενδύει στους νέους που θέλουν να δουλέψουν; Και όχι, νέοι δεν είναι μόνο οι εικοσάρηδες, είναι και οι 35άρηδες με τα δυο παιδιά, και ο πενηντάρης που κινδυνεύει να μείνει στο δρόμο. Είναι κι αυτός ακόμα νέος! Και παραγωγικότατος.
Λοιπόν, ποιος; Πού; Πώς;