Εκείνη
Τα τελευταία χρόνια έχω βρεθεί κι έχω ζήσει σε διάφορα κομμάτια της Ελλάδας. Αρκετά ώστε να μη δω τα πράγματα μόνο πολύ επιφανειακά και σαν τουρίστας, αλλά και στην πράξη – όπου πράξη, βάλτε ό,τι απαρτίζει την καθημερινή ρουτίνα των ανθρώπων: Από τον πρωινό καφέ και τη διαδρομή στη δουλειά, στην αγορά για ψώνια, στις υπηρεσίες και τα σχολεία, τους δρόμους μεσοβδόμαδα και σαββατοκύριακα μετά το γήπεδο και τις εκδρομές στα προάστια. Έζησα τα οδικά δίκτυα, τα διόδια, τα μαγαζιά, τα πάρκα και τις πλατείες, τον κόσμο τον βιαστικό, τον ανυπόμονο, τον άνεργο, τον καλοζωισμένο, το μαγαζάτορα, τον οδηγό. Σε διάφορες περιοχές. Αυτό που αποκόμισα από όλα αυτά τα δρομολόγια και τις εικόνες, είναι πως η Ελλάδα των αντιθέσεων πράγματι υπάρχει. Μερικές φορές μάλιστα αυτές οι αντιθέσεις είναι τόσο έντονες που σοκάρουν.
Όταν κάνει κανείς αυτή τη διαπίστωση, είναι πολύ ευκολότερο να κατανοήσει τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, στο πώς σκέφτονται και λειτουργούν, από τα πολύ προσωπικά τους ή τα επαγγελματικά, έως και τις όποιες συμπεριφορές τους ως οδηγοί, πεζοί, συνάνθρωποι.
Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να κάνει εντύπωση αυτό που λέω και πόσους μπορεί να ενδιαφέρει κάτι τέτοιο – αναμενόμενα κάποιος θα πει και τι ενδιαφέρει τον Αθηναίο το πώς ζουν και τι κάνουν οι Θεσσαλονικείς, ή στο τι επηρεάζει άμεσα τους Πατρινούς το πώς ζούνε οι Κρητικοί και πάει λέγοντας. Μέχρι ενός σημείου όχι, ούτε μας νοιάζει, ούτε μας επηρεάζει η καθημερινότητα κάποιου που ζει χιλιόμετρα μακριά μας, σε εντελώς διαφορετικό τόπο και με εντελώς διαφορετικό τρόπο, με άλλη νοοτροπία και ρουτίνα.
Όταν όμως πρέπει να σκεφτούμε συλλογικά κι όχι ατομικά, είναι πολύ σημαντικό.
Τα μικρά νησιά ζούνε αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο και απομονωμένα τουλάχιστον 9 με 10 μήνες το χρόνο, με ελάχιστη πρόσβαση από και προς τις μεγάλες πόλεις, διαμορφώνοντας έτσι πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις για το πώς έχουν τα πράγματα και δημιουργώντας πολύ στενά όρια στο μυαλό τους για το κάθε τι. Το ίδιο περίπου ισχύει και στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας.
Αλλά και στις πόλεις οι αντιθέσεις και οι διαφορές είναι χαοτικές. Και κάποιος που δεν έχει δει και ζήσει έστω για λίγο από κοντά και στην πράξη σε διάφορες περιοχές της χώρας, είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοήσει πια το συνάνθρωπό του. Σε μια εποχή όπου τα περιθώρια όλο και στενεύουν, τα προβλήματα όλο και πολλαπλασιάζονται και τα μικρά θέματα γιγαντώνονται, τα εύκολα γίνονται δύσκολα και τα απλά σχεδόν αδύνατα, όλοι μας αργά ή γρήγορα μαζευόμαστε σε μια αμυντική στάση και θέση, βλέποντας παντού εχθρούς. Κι αυτό ξεκινάει από τον πολύ μακρινό κόσμο που παύει να μας ενδιαφέρει, μέχρι που έρχεται όλο και πιο κοντά μας, φτάνοντας δίπλα μας, στο διπλανό μας σπίτι.
Αυτές τις σκέψεις τις κάνω όχι με το ρατσισμό στο μυαλό μου, αλλά και ο ρατσισμός είναι μέσα στις σκέψεις μου. Άλλωστε ο ρατσισμός δεν αφορά μόνο το χρώμα του δέρματος ή τη θρησκεία, αλλά οτιδήποτε μπαίνει εμπόδιο στο να δούμε πραγματικά τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας, πίσω από το χρώμα του, τη γλώσσα του, το ντύσιμό του, τη δουλειά του, τη μουσική που ακούει.
Οι αντιθέσεις προκαλούν ρατσισμό, και οι αντιθέσεις δεν είναι μόνο οι οικονομικές. Η διαφορά με τα προηγούμενα «καλά» χρόνια είναι πως οι αντιθέσεις δε μας ένοιαζαν, ο καθένας μας ζούσε έτσι όπως ήθελε ή έστω κοντά σε αυτό που ήθελε και τα υπόλοιπα λίγη σημασία είχαν. Πώς γεννιούνται οι αντιθέσεις; Η ίδια η καθημερινότητα τις δημιούργησε και η ίδια η καθημερινότητα τις συντηρούσε και τις συντηρεί. Σκεφτείτε για παράδειγμα, όχι πολύ μακριά, μόλις είκοσι χρόνια πριν, όταν πρωτοπήγα να ζήσω στη Σκόπελο από τη Θεσσαλονίκη, το μικρό αυτό νησί δεν είχε καν τηλεόραση. Υπήρχαν τοπικά Θεσσαλικά κανάλια, κι αυτό αν ήταν καλός ο καιρός. Ελάχιστα έφταναν ως εκεί από την υπόλοιπη χώρα, και τα πολύ-πολύ σοβαρά. Από την άλλη, μεγαλώνοντας στη μεγαλούπολη σαν παιδί θεωρούσα αυτονόητο πως τα παιδιά δεν πηγαίνουν ποτέ πουθενά μόνα τους, ούτε στο σχολείο, ούτε στην παιδική χαρά. Τα παιδιά που έζησαν τις αλάνες των πόλεων και το παιχνίδι στις ρεματιές και στους δρόμους μέχρι τη νύχτα, ήταν μια δεκαετία πριν γεννηθώ εγώ. Φανταστείτε το πόσο σοκαριστική ήταν η διαπίστωση πως υπάρχουν και μέρη όπου τα παιδιά όχι μόνο πηγαίνουν μόνα τους σχολείο, αλλά και παίζουν στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ.
Τώρα αυτό ήταν ένα πολύ απλοϊκό παράδειγμα, όμως από κάτι τέτοια πολύ απλά πράγματα δημιουργούνται οι αντιθέσεις μέσα στο μυαλό των ανθρώπων και οι μεγάλες διαφορές στον καθημερινό τρόπο ζωής μας, που ξεκινάνε από το πώς θεωρούμε ως παιδιά ακόμα ότι λειτουργεί ο κόσμος, τις συντηρούν, τις τρέφουν και τις γιγαντώνουν. Και φτάνοντας μέσα σε απίστευτα γρήγορο διάστημα στη σημερινή μας κατάσταση, οχυρωθήκαμε πίσω από τις αντιθέσεις μας και το τι έχουμε μάθει ως φυσιολογικό, προσπαθώντας να προστατέψουμε τα όσα μας περιβάλλουν ακόμα κι αν είναι λάθος, μόνο και μόνο επειδή η ρουτίνα είναι ο τρόπος να νιώθουμε ασφαλείς στο σήμερα που μας απειλεί από παντού: Απειλεί τη μόρφωσή μας, την υγεία μας, τη διατροφή μας, τους δρόμους μας και τα σπίτια μας και τα σχολεία μας, τις δουλειές μας, τις παρέες και τις σχέσεις μας, τα πάντα.
Το τι μας συμβαίνει αυτή τη στιγμή, ατομικά και συλλογικά, μόνο ως σύνολο μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε κι αυτό προϋποθέτει να ρίξουμε τα τείχη των αντιθέσεών μας και τις άμυνες που έχουμε στήσει γύρω μας, να σταματήσουμε να βλέπουμε παντού εχθρούς και να ανακαλύψουμε τον άνθρωπο δίπλα μας.
& Εκείνος
Τώρα εγώ τι χωριά και πόλεις να συγκρίνω με την Κατερίνα που έχω αλλάξει χώρες όπως οι άλλοι αλλάζουν γειτονιές και μάλιστα με θράσος και σε άλλες ηπείρους. Αστειεύομαι. Η Κατερίνα πιάνει ένα πολύ σοβαρό θέμα, τον κοινωνικό ρατσισμό ή όπως καλύτερα τον ονομάζουμε τώρα με την τάση να τον βάλουμε κάτω από το χαλάκι, τις προκαταλήψεις.
Αυτό που πάντα πίστευα και πολλές φορές στη ζωή μου το είδα, είναι ότι οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα είναι οι γονείς του ρατσισμού και το γράφω χωρίς καμία προκατάληψη και στερεότυπο, από όλες τις χώρες που έχω ζήσει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, η χώρα με τις περισσότερες προκαταλήψεις είναι η Ελλάδα. Είναι η χώρα που η προκατάληψη γίνεται παροιμία, ύβρις και ανέκδοτο. Είναι ο λόγος που εδώ και αιώνες – εμείς που υποτίθεται διδάξαμε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό – ζούμε στην πίσω αυλή της σύγχρονης πραγματικότητας.
Ένας λαός επαίτης που ακόμα γελάει με τον Αλβανό τουρίστα, ένα λαός που κάποτε ψήφισε πρωθυπουργό κάποιον που αεροσυνοδικά είχε αποδείξει πόσο «άντρας» ήταν, ένας λαός που η χειρότερη του βρισιά είναι να πει κάποιον πούστη, ένας λαός που θαυμάζει αυτόν που κάνει την καλύτερη αρπαχτή. Μια-μια αυτές οι προτάσεις κρύβουν απύθμενο κοινωνικό ρατσισμό.
Και όλα αυτά, όπως πολύ σωστά τονίζει η Κατερίνα, έχουν αλλάξει από τη στιγμή που αλλάξανε οι τρόποι κοινωνίας και επικοινωνίας. Τη στιγμή που το πιο μικρό χωριό στο πιο απόμακρο νησάκι έγινε κοινωνός του survivor και είδε πια με τα ματιά του τις – πολλές φορές ακραίες – αντιθέσεις που ορίζουν αυτή τη κοινωνία. Ξέρετε πόσο προκλητική είναι η εικόνα του κάθε survivor γι’ αυτόν που δεν ξέρει αν αύριο θα έχει λεφτά να πληρώσει το λογαριασμό του ηλεκτρικού ή το ενοίκιο του και πολύ περισσότερο αυτού που δεν ξέρει αν αύριο θα έχει να φάει; Κι όμως το παρακολουθεί σχεδόν μαζοχιστικά ονειρευόμενος την εκδίκηση, την ημέρα που θα δικαιωθεί. Από ποιο μύθο θα δικαιωθεί και γιατί, άγνωστο. Αλλά ξέρετε πως του βγαίνει η εκδίκηση; Με μίσος στο κάθε τι γύρω του που δεν ταιριάζει στα πολύ προσωπικά του στερεότυπα. Είναι πιο εύκολο να μισείς τους πρόσφυγες από το να ζηλεύεις αυτούς που ζουν καλύτερα από εσένα, από τον κάθε survivor.
Από την αρχή της κρίσης γράφω με εμμονή ότι ναι το οικονομικό θέμα είναι τεράστιο και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις ειδικά όσο την Ελλάδα την κυβερνούν αυτοί που την κυβερνούν. Αλλά και θεραπεία δεν υπάρχει γιατί το πρόβλημα έχει πολύ βαθύτερη ρίζα, υπάρχει και θρέφεται πολλές δεκαετίες πριν το οικονομικό και είναι καθαρά κοινωνικό. Η Ελλάδα έχει μια άρρωστη κοινωνία που σαν σαράκι της έχει φάει την εθνική και ιστορική της συνείδηση. Και σε αυτό μεγάλη ευθύνη έχουν αυτοί που τόσες δεκαετίες μας …σώζουν.