Αυτό μου έφερε στο νου άλλους ανθρώπους με τους οποίους έχω μιλήσει κατά καιρούς, ανθρώπους που έχουν αλλάξει τόπο κατοικίας, πόλη ή ακόμη και χώρα. Κάποιοι θέλουν πάντα να επιστρέψουν, κάποιοι άλλοι έφυγαν και δεν κοίταξαν ποτέ ξανά πίσω, και ύστερα είναι και μια τρίτη κατηγορία, αυτοί που αγάπησαν το μέρος και τους λείπει και θα ήθελαν κάποτε να γυρίσουν, όμως δεν το κάνουν γιατί δεν μπορούν να ξαναζήσουν εκεί. Ή έχουν προσπαθήσει να επιστρέψουν και ξανάφυγαν.
Ξέρω κάποιον που λείπει σχεδόν 30 χρόνια από την Ελλάδα κι έχει επιστρέψει τουλάχιστον 6 φορές με σκοπό να μείνει. Κάθε φορά ύστερα από λίγες εβδομάδες ξαναέφευγε.
Δεν ήταν το μέρος που τον έδιωχνε, αλλά οι άνθρωποι μου είπε. Κι αυτή είναι μια κουβέντα που τη γυροφέρνω πολλές φορές στο μυαλό μου, περισσότερο επειδή κι εγώ έχω φύγει από πόλεις και χώρες κι έχω επιστρέψει και κάτι με έχει ξαναδιώξει. Μόνο που δεν ήξερα τι.
Έτυχε πριν λίγο καιρό να διαβάσω το Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων, ένα μικρό αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι ενός Αλβανού μετανάστη που ήρθε στη χώρα μας με το άνοιγμα των συνόρων. Θα προσπεράσω το κομμάτι της προσωπικής του περιπέτειας χωρίς να το θεωρώ λιγότερο σημαντικό και άξιο αναφοράς και θα εστιάσω σε κάτι άλλο που ο συγγραφέας γράφει κάπου μέσα στις σελίδες του και αφορά όχι εκείνους τους μετανάστες του ’90, αλλά τα παιδιά τους.
Τα παιδιά τους θεωρούν την Ελλάδα πατρίδα τους γιατί αυτή την πατρίδα έχουν γνωρίσει από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Οι γονείς τους θέλουν πάντα να επιστρέψουν στη χώρα τους, κάποιοι το έκαναν, κάποιοι μόνο το θέλουν, κάποιοι το προσπάθησαν και δεν το κατάφεραν. Ύστερα από τόσα χρόνια, λιγάκι μπερδεύεσαι. Πατρίδα είναι κι αυτή που άφησες, πατρίδα είναι κι αυτή στην οποία ζεις, δουλεύεις, έκανες οικογένεια. Και για τις δυο πατρίδες είσαι ξένος.
Τα παιδιά όμως; Τα παιδιά έχουν γνωρίσει μόνο μία πατρίδα. Τα παιδιά δε θέλουν πουθενά να επιστρέψουν ακριβώς επειδή βρίσκονται …σπίτι τους. Τα παιδιά δε νιώθουν τίποτα από αυτά που νιώθουν οι γονείς τους για την πατρίδα που εκείνοι άφησαν κάποτε.
Τα παιδιά δεν έχουν παράξενη προφορά, τα παιδιά δε μιλάνε σπασμένα ελληνικά. Αυτά τα παιδιά είναι Έλληνες!
Και το να τους διώχνει η μόνη πατρίδα που γνώρισαν και να κοιτούν πίσω σε μια άλλη πατρίδα από την οποία ήρθαν κάποτε οι γονείς τους αλλά γι’ αυτά είναι ξένος κι άγνωστος τόπος με τον οποίο δεν τους συνδέει τίποτα και δε θα επιστρέψουν ποτέ γιατί πολύ απλά δεν ανήκουν εκεί, τους γεμίζει θυμό. Θυμό γιατί αυτά τα παιδιά ποτέ δε θα δεχτούν ότι έχουν κάτι διαφορετικό ή …ξένο. Δε θα το δεχτούν γιατί πράγματι δεν έχουν τίποτα διαφορετικό ή ξένο.
Σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι έκαναν την Ελλάδα πατρίδα τους. Πόσοι το έκαναν κατ’ ανάγκη ή από όνειρο. Πόσοι έφυγαν, πόσοι θέλουν να γυρίσουν πίσω, πόσοι δεν μπορούν να γυρίσουν πια. Πόσα παιδιά έκαναν πατρίδα τους την Ελλάδα χωρίς να το επιλέξουν, είτε γεννήθηκαν εδώ, είτε …τους ξεφόρτωσε μια βάρκα. Σκεφτείτε πόσοι δικοί σας έφυγαν μακριά και πώς να ζουν εκεί που ζουν, ποια είναι τελικά η πατρίδα τους, αν η Ελλάδα είναι ακόμα πατρίδα τους κι αν τους κάνει …προδότες το ότι δεν είναι πια. Το ότι τα παιδιά τους γεννήθηκαν ή θα γεννηθούν σε άλλη χώρα. Πώς θα ήταν το δίκαιο και σωστό, και δε ρωτάω το πώς θα θέλατε αλλά πώς θα ήταν το δίκαιο και το σωστό να τους φερθεί η χώρα εκείνη.
Πώς θα τους φερθούν οι άνθρωποι. Τι αλλάζει για τα παιδιά των δικών σας ανθρώπων που κάποτε έφυγαν μακριά κι αυτά τα παιδιά δεν ξέρουν την Ελλάδα για πατρίδα και ίσως δεν την αγαπήσουν ποτέ. Τι αλλάζει αυτό για το τι αξίζουν;
Γιατί θυμάστε, η Ρεβέκκα είχε αφήσει πίσω της μια φίλη κι αυτό την έφερνε πίσω όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ δεν άφησα πίσω μου τίποτα και δεν ξαναγύρισα ποτέ.
Δεν είναι ο τόπος που διώχνει τους ανθρώπους, ακόμα κι αν κάποιος τόπος μοιάζει άσχημος, κακός, κρύος ή πολύ ζεστός, επικίνδυνος ή σάπιος.
Καμιά φορά πατρίδα είναι μόνο ο τόπος που γνωρίζεις.
Όμως αυτό που σε διώχνει είναι πάντα ο άνθρωπος.
& Εκείνος
Μια μέρα, όταν η κόρη μου ήταν έξη χρονών, γύρισε από το σχολείο εμφανώς στεναχωρημένη και σίγουρα κλαμένη, για να μας ανακοινώσει με πολύ σοβαρό ύφος ότι από εκείνη τη μέρα θα τη φωνάζουμε Σοφία.
Αν και με στεναχώρησε πολύ η ανακοίνωση, ταυτόχρονα δεν μπορώ να πω ότι μου έκανε κι έκπληξη. Κάπως το περίμενα ότι θα έρθει αυτή η μέρα, απλά δεν το περίμενα να συμβεί στο νηπιαγωγείο. Η κόρη μου έχει ένα πολύ όμορφο αρχαίο ελληνικό όνομα, πριγκίπισσας της μυθολογίας που λατρεύω αλλά που …κανένας Φινλανδός δεν έχει καταφέρει ποτέ να προφέρει σωστά. Όπως ακριβώς και με το δικό μου, εξ’ ου και αφού κατάφερα για πάνω από 20 χρόνια τους Εγγλέζους να με φωνάζουν Θανάση, στην Φινλανδία “μάζεψε” στο Θάνος.
Η κόρη μου είχε ανεχτεί κατά περιόδους κοροϊδίες για το όνομα της – με τον τρόπο και τη βιαιότητα που μόνο τα παιδιά συνηθίζουν – αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα γιατί το παιδάκι που της επιτέθηκε την είπε ξένη και της φώναξε να φύγει από τη Φινλανδία και να γυρίσει στη πατρίδα της …τη Σομαλία, πράγμα που ενόχλησε ιδιαίτερα την τότε σύντροφο μου.
Το παιδάκι βέβαια δεν έφταιγε, απλά παπαγάλιζε αυτά που άκουσε στο σπίτι του όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα όνομα που δεν του είναι οικείο αλλά όπως είναι φυσιολογικό σε αυτές τις περιπτώσεις εσύ σαν πατέρας που θέλεις να προστατεύσεις το παιδί σου από οτιδήποτε μπαίνεις σε μια ακολουθία σκέψεων που συμπεριλαμβάνουν το γεγονός μήπως έκανες λάθος στην …επιλογή του ονόματος. Αλλά και τι να έκανες; Να άλλαζες και το επώνυμο σε Θανάσεν για να ακούγεται Φινλανδικό; Ή να επέστρεφες στην Ελλάδα με ένα παιδί που τα ελληνικά δεν είναι η γλώσσα του αδιάφορο του πόσο πολύ ή λίγο μπορεί να τα μιλάει και που η Ελλάδα δεν είναι η δικιά του πατρίδα αδιάφορο του πόσο πολύ μπορεί ο μπαμπάς να μιλάει για τις ελληνικές θάλασσες και τον ήλιο;
Και να γυρίσεις που; Σε μια χώρα που όλα αυτά που θεωρούνται δεδομένα στη Σκανδιναβία στην Ελλάδα ακούγονται σαν ουτοπία, με μια εκπαίδευση σε αναπηρική καρέκλα και μια υγεία σε κώμα; Μια Ελλάδα που επιβιώνουν μόνο οι ντεμέκ, οι Κούληδες και τα Μαριδάκια; Σε μια χώρα που οι αξίες και η ηθική έχουν γίνει είδη υπό εξαφάνιση και συλλεκτικά και το σύνθημα είναι ο σώζων εαυτόν σωθήτω ακόμα και πατώντας επί πτωμάτων; Σε μια χώρα που οι κυβερνώντες ενδιαφέρονται μόνο για τον μισθό και την καρέκλα τους; Σε μια χώρα που για όλους τους παραπάνω λόγους εγώ, ο πατέρας της, έφυγα και βλέποντας τίποτα να μην αλλάζει δεν θέλω να ξαναγυρίσω και που τώρα πια για μυριάδες λόγους …δεν μπορώ πια να ξαναγυρίσω; Σε μια χώρα που λατρεύω αλλά με διώχνουν οι άνθρωποί της;
Η κόρη μου ξέρει πολύ καλά πως νιώθουν τα αλβανάκια και τα κάθε φυλής “αλβανάκια” στην Ελλάδα γιατί χωρίς να το διαλέξει, λόγω του πατέρα της, είναι κι αυτή “αλβανάκι” μόνο από το όνομα της. Αλλά ακόμα κι έτσι …σε ποια Ελλάδα να γυρίσει; Σε αυτήν που εγώ έφυγα τρέχοντας αηδιασμένος; Όσο για μένα, πατρίδα μου είναι η Ελλάδα αλλά κι εδώ έχω βολευτεί και τουλάχιστον ζω, ελπίζω, ονειρεύομαι κι όλα αυτά τα κάνω με αξιοπρέπεια, την αξιοπρέπεια που στερούνται στην Έλληνες.