Τα λεωφορεία που μετέφεραν τον κόσμο στις πιο απομακρυσμένες παραλίες είχαν μόνιμα τις πόρτες ανοιχτές και άνθρωποι κρέμονταν απ’ έξω. Στα νυχτερινά μαγαζιά υπήρχε ένα είδος σιωπηλής συμφωνίας- ανά μια ή δυο ώρες έβγαιναν όσοι ήταν μέσα, για να μπουν όλοι αυτοί που περίμεναν απ’ έξω, και σε μια-δυο ώρες ξανά το ίδιο. Όταν το πρωί κατέβαινα στη χώρα για να βρω τους φίλους μου, οι δυο ομάδες των ξενυχτησμένων ακόμα μπαινόβγαιναν, έπιναν, χόρευαν, λιποθυμούσαν.
Τα μαγαζιά με τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες τους δίπλα στη θάλασσα δεν κατέβαζαν τις κατσαρόλες από τη φωτιά για όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Στο λιμάνι όσα μεγάλα σκάφη δεν μπορούσαν να δέσουν, κατέβαζαν τον κόσμο με τις βάρκες ενώ παρέμεναν αγκυροβολημένα στα ανοιχτά.
Στο μικρο αμφιθέατρο του δημοτικού σχολείου – κι αργότερα στις κερκίδες του γηπέδου στήνονταν συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, ο κόσμος παρακολουθούσε από κάθε γωνιά, ακόμη κι από το δρόμο.
Όσοι είχαν επιχειρήσεις κυριολεκτικά θησαύριζαν κάθε καλοκαίρι, ενώ όσοι ήταν τυχεροί αρκετά για να βρουν μια εποχική δουλειά, εξασφάλιζαν το χειμώνα τους, τις σπουδές τους, τα νοίκια όλου του επόμενου χρόνου, δουλεύοντας σαν τους είλωτες μεν, αποζημιωμένοι δε από μια κλεφτή βουτιά στα κρύα νερά αν και όποτε.
Λίγο πολύ αυτή ήταν η εικόνα. Λίγο πολύ ήταν η εικόνα μιας από τις πιο υπερβολικές κι έξαλλες δεκαετίες που έχουμε ζήσει.
Μα αυτή η εικόνα δεν κράτησε για πολύ. Δέκα χρόνια αργότερα και το νησί ξαφνικά βρέθηκε να εξυπηρετείται από ένα και μοναδικό τουριστικό πρακτορείο με λιγοστά δρομολόγια, αναγκάζοντας χιλιάδες τουρίστες είτε να ταλαιπωρηθούν απίστευτα περιμένοντας ώρες και αλλάζοντας μεταφορικά μέσα ξοδεύοντας πολύ παραπάνω χρήματα για μια θέση στο γαλαζοπράσινο νησί, είτε απλά …να προτιμήσουν κάποιο άλλο νησί.
Στις τουριστικές περιοχές όλοι ξέρουν πως τα πάντα είναι πιο ακριβά – ακόμη και τα προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης και χρήσης από τα σούπερ μάρκετ. Όμως τότε που ο κόσμος άρχισε να λιγοστεύει επικίνδυνα, άρχισε και μια ανεξέλεγκτη αύξηση τιμών στο οτιδήποτε: Στην είσοδο που πλήρωνες τα βράδια για να μπεις σε κάποιο κλαμπ, στα φρούτα που αγόραζες το πρωί πριν πας για μπάνιο, στην ομπρέλα που θα σου πρόσφερε σκιά, στην ξαπλώστρα που θα άπλωνες την πετσέτα, στον καφέ, στο πακέτο τις φρυγανιές. Στα δωμάτια των ξενοδοχείων και των σπιτιών, στα εισητήρια του πλοίου, του λεωφορείου, στο ταξί, στα μαγνητάκια για το ψυγείο που θα έπαιρνες φεύγοντας για να θυμάσαι τις διακοπές σου.
Οι ταβέρνες ήταν γεμάτες από τουρίστες που ζητούσαν μόνο μια σαλάτα κι ένα εμφιαλωμένο νερό ή μια μπύρα, ενώ από τις τσάντες τους έβγαζαν σάντουιτς ή κάτι άλλο που είχαν μαγειρέψει στο ταπεινό κουζινάκι του καταλύμματός τους. Αυτή η σαλάτα άρχισε να κοστίζει πάρα πολύ.
Στα νυχτερινά μαγαζιά ο κόσμος ξενυχτούσε με ένα και μοναδικό ποτό που λιβάνιζε όλη νύχτα, ενώ κάποιοι την έβγαζαν από κει και μετά μόνο με νερό, ενώ κάποιοι άλλοι έβαζαν στη ζούλα και καμιά μπύρα αγορασμένη από το περίπτερο. Ξαφνικά το να μπεις σε ένα τέτοιο μαγαζί κόστιζε όσο το να έπινες τρία ποτά.
Κι αυτό, όταν η μουσική δεν ενοχλούσε τόσο πολύ όλους αυτούς που (ξαφνικά) ήθελαν να βολτάρουν ήσυχα, να φάνε ή να κοιμηθούν. Όταν η αστυνομία δεν βολόδερνε από μαγαζί σε μαγαζί μοιράζοντας συστάσεις, κλείνοντας τη μουσική εντελώς ή κατεβάζοντας ρολά.
Τα δωμάτια άρχισαν να ακριβαίνουν, ενώ οι υπηρεσίες και οι παροχές τους να λιγοστεύουν. Ξαφνικά ο κλιματισμός ήταν πολυτέλεια, το μπαλκόνι, η βεράντα, η αυλή ήταν πολυτέλεια, το πρωινό ήταν πολυτέλεια, όλες με το αζημίωτο, ενώ η γενική τους εικόνα θύμιζε ακόμα την περασμένη, χρυσή εποχή.
Ένας χρόνος, δύο ακόμα, στην αμμουδιά του λιμανιού αραίωσαν οι υπνόσακοι. Τα θαλάσσια ποδήλατα σταμάτησαν να κόβουν βόλτες στα νερά. Τα πιο απομονωμένα μαγαζιά έκλεισαν ένα- ένα. Όμορφο το γαλαζοπράσινο νησί βλέπεις, αλλά υπήρχαν κι άλλα να επισκεφτεί κανείς.
Κι έκτοτε η Σκόπελος βαφτίστηκε «οικογενειακή». Σνομπάρισε τη … «Μύκονο των Σποράδων» όπως έχει χαρακτηριστεί η Σκιάθος που ακόμα βουλιάζει κάθε καλοκαίρι από τον κόσμο, ενώ πάντα σνομπάριζε την απομόνωση και την πρωτόγονη φύση της Αλονήσσου, διαφημίζοντας οικογενειακές, ήσυχες διακοπές με τα κουτσουρεμένα της, λειψά δρομολόγια και τα πανάκριβα εισητήρια.
Κάποια στιγμή χρόνια αργότερα κι αφού είχα πια φύγει από το νησί, μιλούσα με ντόπιους στο τηλέφωνο για να μου πουν ότι η σεζόν συρρικνώθηκε σε ένα εικοσαήμερο του Αυγούστου από κει που κόντευε να είναι ένα γεμάτο τετράμηνο, ενώ η εποχική εργασία περιορίστηκε τόσο χρονικά, όσο και οικονομικά. «Δεν κερδίζεις και κάτι πια δουλεύοντας σαν το σκλάβο με ένα κρεβάτι να κοιμάσαι -όταν προλαβαίνεις».
Αυτή η κατάληξη είναι κοινή σε πολλά νησιά της Ελλάδας και μη (βλέπε Χαλκιδική, Πλαταμώνα, Λεπτοκαρυά, τα λίγα που έχω δει κι έχω ζήσει). Σήμερα οι Έλληνες της Ελλάδας αδυνατούν να κάνουν διακοπές, κι όσοι με χίλιες δυο στερήσεις καταφέρνουν να μαζέψουν κάποια χρήματα για να ξεκουραστούν λίγες μέρες, αρνούνται να πληρώσουν ανύπαρκτες υπηρεσίες ή τον κλιματισμό σαν πολυτέλεια σε ετοιμόρροπα καταλύμματα.
Αυτοί που κάνουν διακοπές στην Ελλάδα είναι ξένοι ή Έλληνες του εξωτερικού. Και όλοι ξέρουμε ότι πια είναι πιο οικονομικό για τους Έλληνες της Ελλάδας να κάνουν διακοπές στο εξωτερικό – όσοι τουλάχιστον δεν έχουν εξοχικό ή συγγενείς σε τουριστικό προορισμό ή χωριό.
Πριν λίγες μέρες απέσυραν τις γαλάζιες σημαίες από τη Ζάκυνθο λόγω καταγγελιών για ακατάλληλα νερά. Μπορεί τα νερά να είναι ακατάλληλα, μπορεί να μην είναι, όμως η γαλάζια σημαία μπορεί να κάνει και μια πενταετία να ξαναδοθεί.
Ο τουρισμός που αποτελεί τη βάση της Ελλάδας κινδυνεύει να πληγεί ανεπανόρθωτα από απανωτά λάθη. Ο ήλιος και η θάλασσα, το μεσογειακό κλίμα, δεν είναι από μόνα τους αρκετά για να διαθέσει ο τουρίστας τα υπερβολικά ενίοτε ποσά που απαιτούνται για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Ελλάδα δεν είναι η Μύκονος (7 ευρώ το πιτόγυρο, 3 ευρώ η χρήση της τουαλέτας), όπως δεν είναι και η Αθήνα (κάθε χρόνο μολυσμένα, ακατάλληλα νερά παντού), όμως όλη η υπόλοιπη Ελλάδα υποφέρει κι αυτό ξεκινά κυρίως από την έλλειψη σωστής καθοδήγησης κι εκπαίδευσης για τον τουρισμό, κι ύστερα από την ανελέητη εκμετάλλευση εργαζομένων και τουριστών, πάντα για να γεμίζουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες τσέπες που όμως δεν είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν πραγματικά κάτι, ζημιώνοντας τον άνθρωπο, το περιβάλλον, την οικονομία.
Φυσικά όλα αυτά δεν είναι ο κανόνας, όμως οι εξαιρέσεις είναι τραγικά λίγες και χάνονται μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα αισχροκέρδειας και προχειρότητας.
Όπως και πολλά – πολλά άλλα στην Ελλάδα.
& Εκείνος
Πρέπει να έχουν περάσει τριάντα χρόνια πάνω-κάτω από εκείνη τη χρονιά που πολύ αγαπημένη φίλη που ζούσε και ζει μόνιμα στην Γερμανία, έτυχε να είναι διακοπές στην Ελλάδα την ίδια περίοδο με εμένα και ανάμεσα ούζου και μεζέ καποια στιγμή μιλήσαμε και για …μπίζνες. Η φίλη είχε ρίζες και σχέσεις με νησί των Σποράδων που εκείνη την εποχή μάλιστα είχαν γίνει και σχετικά της μόδας στη Γερμανία, όπου φαντάζομαι και η έμπνευση της «ιδέας».
Η φίλη, λοιπόν, είχε μέσω των σχέσεων της βρει ένα οικόπεδο, σχετικά μεγάλο και σε πολύ καλή τιμή και η ιδέα ήταν να αγοράσουμε το οικόπεδο και να φτιάξουμε οκτώ με δέκα καμπίνες που να τις νοικιάζουμε σε Γερμανούς αλλά στη Γερμανία, όχι μέσω ή από Ελλάδα. Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η ιδέα της φίλης μου και από ό,τι καταλαβαίνετε δεν εκπληρώθηκε ποτέ και από τους δυο μας. Αλλά υπήρχε μια κουβέντα που η φίλη μου επαναλάμβανε με έμφαση συνέχεια και που μου έχει μείνει αξέχαστη.
«Εμείς δεν θα κάνουμε τα λάθη που κάνουν όλοι οι άλλοι στο νησί και κάθε μέρα τα βλέπεις στις Γερμανικές εφημερίδες. Τον Γερμανό δεν τον νοιάζει αν το δωμάτιο του θα είναι δίπλα στη θάλασσα, αν είναι μάλιστα και κανένα χιλιόμετρο περπάτημα θα του αρέσει πιο πολύ γιατί θα θεώρει ότι κάνει και γυμναστική. Τον Γερμανό τον νοιάζει το δωμάτιο να είναι καθαρό, η τουαλέτα προσεγμένη, να έχει ησυχία και να ’ναι σχετικά κοντά σε ταβέρνα και μινιμάρκετ. Αυτά τον ενδιαφέρουν κι αν τα έχει αυτά είναι ευτυχισμένος και όχι μόνο θα σου δώσει ό,τι ζητήσεις αλλά θα σου έρχεται και κάθε καλοκαίρι και θα γίνει και η καλύτερη διαφήμιση σου.»
Όπως έγραψα και παραπάνω από εμάς τίποτα δεν έγινε αλλά στις κουβέντες της φίλης μου υπήρχε κάτι σημειολογικά πολύ σημαντικό, η σιγουριά ότι εκείνη που ζούσε στη Γερμανία, ανέπνεε Γερμανικό αέρα και συναναστρεφόταν καθημερινά Γερμανούς παντού ήξερε καλύτερα. Και όχι μόνο ήξερε καλύτερα, αλλά έβλεπε και τα λάθη που έκαναν οι ντόπιοι με αποτέλεσμα οι επισκέπτες να φεύγουν ανικανοποίητοι και να μην γίνονται ούτε πελάτες ούτε διαφήμιση.
Να το πάρω διαφορετικά; Ξέρετε ότι στην Σουηδία υπάρχει υπηρεσία στον τομέα τουρισμού που σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης κάνει κάθε χρόνο έρευνα για τον Σουηδικό τουρισμό και πιο συγκεκριμένα για τους τόπους διακοπών των Σουηδών στο εξωτερικό; Ξέρετε ότι αυτή η έρευνα φτάνει σε βάθος του τι ζητιάνε οι Σουηδοί που κάνουν διακοπές στο εξωτερικό και που μπορούν να το βρουν; Και εσείς μπορεί να μην το ξέρετε και δεν είναι η δουλειά σας να το ξέρετε, αλλά το Υπουργείο Τουρισμού; Τι κάνει το περίφημο και πολυδιαφημισμένο Υπουργείο Τουρισμού;
Αλήθεια το Υπουργείο Τουρισμού έχει κάνει ποτέ έρευνα στην Γερμανία για τι ζητούν και περιμένουν οι Γερμανοί επισκέπτες από την Ελλάδα; Στην Βρετανία που πλημμυρίζει ή τουλάχιστον πλημμύριζε παλαιοτέρα την Κέρκυρα; Η απάντηση είναι ΟΧΙ! Και ξέρετε πως φαίνεται; Από το γεγονός ότι νομίζουν ότι αν προσφέρουν στον Εγγλέζο μπύρα και ψάρι με πατάτες και στην εγγλέζα μουzάκα και greek kamaki, ο Εγγλέζος και η Εγγλέζα θα ενθουσιαστούν. Και ναι θα ενθουσιαστούν. αλλά …ποιος Άγγλος; Αυτός που μετράει τις δεκάρες για να διαλέξει αν θα φάει ή θα πιει κι αυτός δεν αφήνει κέρδος …στο προϊόν που λέγεται τουριστική βιομηχανία.
Για το θέμα τουρισμός και βιομηχανία τουρισμού στην Ελλάδα θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά και στο παρελθόν το έχω κάνει. Η πικρή αλήθεια ότι αυτό που υπάρχει είναι ανοργάνωτο και χωρίς βάσεις αλλά ένα ακόμα τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας που προσπαθεί να ζήσει με αρπαχτές και λαμογιές. Όσο για το κράτος, είναι απών. Η μόνη παρουσία του κράτους στην οργάνωση και την προώθηση του Ελληνικού τουρισμού είναι κάτι κιτς περίπτερα σε διεθνείς εκθέσεις με φωτογραφίες της Ακρόπολης, έναν τσολιά και τίποτα ντολμαδάκια κονσέρβα και αφίσες χιλιοτυπωμένες με την Ακρόπολη, το Σούνιο και το ηφαίστειο της Σαντορίνης. Ούτε έλεγχος υπάρχει για τις υπηρεσίες που διατίθενται, ούτε έρευνα αγοράς για τις υπηρεσίες που απαιτούνται και πολύ περισσότερο ούτε σύγχρονη προώθηση των υπηρεσιών που παρέχονται. Το μόνο που υπάρχει είναι ….υπουργός τουρισμού.
Και μιας και μιλάμε για υπουργιλίκι, το χειρότερο παράδειγμα υπουργού τουρισμού μετά τον ζεν πρεμιέ καμάκι Τζαννή Τζαννετάκη και με διαφορά στήθους από τον κομψευόμενο Άρη Σπηλιωτόπουλο ήταν η Όλγα Κεφαλογιάννη. Η ξεφτίλα του βλαχοκίτς με μπουστάκι. Άλλος ένας από τους αξιότερους του νεποτισμού και της γελοιότητας στην Ελλάδα. Όταν λοιπόν έχεις τέτοιους υπευθύνους υπουργούς τουρισμού φαίνεται αμέσως πόση άξια δίνει η ελληνική πολιτεία στον τουρισμό σαν βιομηχανία και πόσο ξέφραγο αμπέλι τον θέλει προς χάριν αρπαχτής γνωστών νταβατζήδων ακόμα και …Γερμανών.
Κατά τα άλλα επειδή πολλοί καμαρώνουν για τα ρεκόρ που έχει κάνει η Ελλάδα στον τουρισμό τα τελευταία χρόνια, λάθος κάποιοι στην Ελλάδα ευλογούν τα μούσια τους, δεν ήταν ούτε το μπουστάκι της τέως υπουργού ούτε οι αφίσες με την Ακρόπολη, την πολύ δουλειά την έχει κάνει ο απόδημος ελληνισμός και οι φιλέλληνες επώνυμοι και μη σε όλο το κόσμο που καλούσαν και συνεχίζουν να καλούν ανοιχτά τον κόσμο να επισκεφτεί την χρεωκοπημένη Ελλάδα για να βοηθήσει τους πεινασμένους Έλληνες.
Ουφ! Τα είπα και ξεφόρτωσα.