Εκείνη
Πιστεύω πως πολύ λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα έχουν ανακαλύψει την πραγματική ουσία (αξία) των διακοπών. Τα τελευταία χρόνια με την κρίση στις ζωές μας, διαπιστώνω και όλο σιγουρεύομαι- πως οι Έλληνες δεν ξέρουν να κάνουν διακοπές. Ή μάλλον, ίσως να ήξεραν να κάνουν διακοπές, σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πλέον και με δεδομένα (φούσκωμα τσέπης) που δεν ισχύουν πια, κι όμως ακόμα προσπαθούν να διακοπάρουν με τον τότε τρόπο και κάθε φορά επιστρέφουν στις βάσεις τους πιο κουρασμένοι κι αναρωτιούνται γιατί κάθε χρονιά δεν τους πετυχαίνει.
Σίγουρα δεν είναι το ίδιο το να πας σ’ ένα από τα νησιά με το να ξεμείνεις στην πόλη. Σίγουρα δεν είναι το ίδιο το πεντάστερο που σου κάνουν αέρα με το ελεύθερο κάμπινγκ και την τουαλέτα μες τα χωράφια. Σίγουρα δεν είναι το ίδιο να στρογγυλοκαθίσεις στο ταβερνάκι να σε σερβίρουν, από το να σπάσεις δυο αυγά στο μαυρισμένο τηγάνι του ξενώνα στο τέρμα του θεού. Σίγουρα όμως, αν έχεις τις μέρες, έχεις και τις διακοπές. Αλλά για μισό λεπτό, μήπως έχουμε ξεχάσει ακόμα και το τι σημαίνει η λέξη διακοπές;
Διακοπές στην Ελλάδα σημαίνει χρήμα για πέταμα. Σημαίνει να γίνει ο κώλος πλακέ στις ψάθινες καρέκλες της ταβέρνας και να πετάξει η κοιλούμπα στο απέναντι τραπέζι από το φαΐ. Σημαίνει beach bar, σημαίνει νησί, σημαίνει καράβι, σημαίνει σφηνάκια, σημαίνει (βοηθήστε, έχω ξεχάσει) λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά που βγαίνουν όλο και πιο δύσκολα και με αντιστρόφως ανάλογη συχνότητα από το πόσο εύκολα φεύγουν και παν και χάνονται.
Αλλά τι γίνεται: Τα λυπόμαστε πια. Εγώ τουλάχιστον τα θερμολυπάμαι. Τα τρέμω. Σκέφτομαι ότι σε μια καθαυτή ελληνοδιακοπάρικη μέρα πετάει το διακοσάρι σα ψαρόνι στους αιθέρες κι εγώ κλαίω ακόμα και με την ιδέα, όταν το να υπάρχει διακοσάρι στο σπίτι – ολόκληρο- πρέπει να είναι η πολυπόθητη pay day και η εικόνα διαρκεί μόνο λίγα λεπτά και για λόγους φωτογράφησης και μόνο, αφού αμέσως θα κοπεί στα δεκατέσσερα και θα μοιραστεί στις λυπητερές.
Οπότε λες, τι διακοπές θα κάμνω, άμα δεν μπω και στο πλοίο και δεν κυκλοφορήσω ημίγυμνος Ταρζάν με διχαλωτή σαγιονάρα και την τρίχα μονοπάτι δύσβατο Περίνεο- Αφαλός- τρία τσιγάρα δρόμος- στο νησί, δε γίνω φέσι από τα ούζα και δε φτάσει να νερώσει το αίμα από το μύδι το αχνιστό και τη γυαλιστερή που σαλεύει; Τι διακοπές θα κάμνω, άμα δε φορέσω το ιλούμι το φωσφορίζον στο στήθος και δε χτυπηθώ στα μπιτς μπαρ, δεν κεράσω και τη Σκανδιναβή και την Εγγλέζα; Έλα και που το να χώσω το αμάξι στο πλοίο θα στοιχίσει όσο τα εισιτήρια ολόκληρης της οικογένειας μαζί; Έλα που κάναμε και παιδιά και πρέπει ή να νοικιάσω δυο δωμάτια – άρα διπλά τα έξοδα, ή να νοικιάσω σπιτάκι που σημαίνει ότι όλοι θα κάνουν διακοπές κι εγώ θα κάνω ό,τι κάνω και σπίτι μου, δηλαδή φασίνα και ψώνια και μαγείρεμα; Έλα και που οι παραλίες γεμίζουν από ορδές βαρβάρων και η ξαπλώστρα κοστίζει όσο θέλει μια πολύτεκνη οικογένεια για να βγάλει τη μέρα και για να πας μακριά από τα πλήθη πρέπει να διαθέτεις βαν και πλήρη εξοπλισμό;
Τι σόι διακοπές κάνουμε λοιπόν, όταν πλέον πραγματικά χρειάζεται διακοποδάνειο και τελικά ούτε καλά περνάμε, ούτε και ξεκουραζόμαστε;
Το παν είναι η προσαρμογή στις συνθήκες. Και όμως, υπάρχει τρόπος. Αρκεί να ξεχάσουμε το πώς κάναμε κάποτε διακοπές και να σκεφτούμε το πώς μπορούμε να κάνουμε διακοπές.
Και θα τις κάνουμε.
& Εκείνος
Η σχιζοφρένεια του να ζεις εκτός Ελλάδος και με το ένα χέρι στο πληκτρολόγιο στην Ελλάδα φαίνεται κάτι μέρες σαν αυτή. Η Ελλάδα ζει την αποκορύφωση του καλοκαιριού, το σαββατοκύριακο που όλες οι πόλεις έχουν αδειάσει και με το θερμόμετρο να παίζει κάπου γύρω στους τριάντα βαθμούς, κι εμείς ζούμε τα σχολεία ανοίγουν. Κάθε κατεργάρης στο πάγκο του και άλλες τέτοιες αηδίες.
Λοιπόν σήμερα το πρωί βλέποντας από τη μια στο φατσοβιβλίο φωτογραφίες σε παραλίες και μπαράκια από την Ελλάδα κι από την άλλη φίλων παιδιά στη πρώτη μέρα τους στο σχολείο θυμήθηκα μια ιστορία από το στρατό που φοβάμαι ότι θα την καταλάβουν καλύτερα οι άρρενες αναγνώστες.
Δεν ξέρω πως είναι ο στρατός σήμερα, κι ελπίζω κάποια πράγματα να έχουν αλλάξει από τη δική μου εποχή που η έκφραση «εκεί που τελειώνει η λογική ξεκινάει ο Ελληνικός στρατός», ίσχυε απόλυτα. Ανάμεσα σε όλα τα παράλογα ήταν κι αυτό της στολής εξόδου που τότε είμασταν υποχρεωμένοι να φοράμε όταν είμασταν εκτός στρατοπέδου. Και υπήρχε η χειμερινή και η καλοκαιρινή έκδοση της. Η χειμερινή συμπεριελάμβανε από σκελέα – μακρύ σώβρακο – και φανέλα μέχρι μπουφάν. Η καλοκαιρινή ήταν πολύ πιο ελαφριά, καλοκαιρινό παντελόνι και κοντομάνικο πουκάμισο. Η αλλαγή γινόταν 15 Μαρτίου και 15 Οκτωβρίου. Αν θυμάμαι καλά.
Λίγες μέρες μετά την αλλαγή από καλοκαιρινή σε χειμερινή, λίγο πριν την 28 Οκτωβρίου, εγώ με σκελέα, χοντρό πουκάμισο, αρβύλα και μπουφάν πάνω από μπουφάν, που να ανεβάζουν τη εξωτερική θερμοκρασία 15 βαθμούς, κατεβαίνω Αθήνα από Έβρο. Για όσους απορούν, όχι δεν χρειάστηκα μέσο για να πάω Έβρο!
Η Αθήνα εκείνο τον Οκτώβρη να γνωρίζει μέρες καλοκαιριού, κι αν θυμάμαι καλά ήταν από τις πρώτες χρονιές που κάποιοι είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν λέξεις όπως καύσωνας, αλλαγή του κλίματος κλπ. Γενικά μια εποχή που οι πολλοί αναρωτιόντουσαν τι άλλο να βγάλουν. Παρενθετικά τα κλιματιστικά δεν είχαν μπει ακόμα στη ζωή μας και πολλοί κοιμόντουσαν ακόμα στη ταράτσα ή στο μπαλκόνι. Κοντομάνικα, αθλητικά, κάποιοι με το φανελάκι, σορτσάκια και μίνι φούστες που πιο πάνω πιάνανε αφαλό και σαγιονάρα ή σανδάλι στο πόδι. Εγώ, αρβύλα και μπουφάν όλη την ώρα και να κρυώνω! Δεν κάνω πλακά, κρύωνα. Ο θερμοστάτης μου είχε συγχρονιστεί με τη λογική του στρατού και η εντολή ήταν, χειμώνας. Δεν πα να έκαιγε ο ήλιος, δε πα να έφτανε η θερμοκρασία τους τριανταπέντε και τριανταέξι, εγώ έτρεμα από το κρύο κι αποζητούσα κάτι ζεστό να πιώ.
Περιττό να σας πω ότι φίλοι και γνωστοί πιστέψαν ότι ο στρατός με είχε τρελάνει και εκφράσεις «το κακόμοιρο το παιδί, τον τρέλανε ο Έβρος», άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο δυνατά όσες μέρες έμεινα στην Αθήνα. Ευτυχώς η μέρες πέρασαν κι εγώ επέστρεψα στη βάση μου που όλοι φορούσαν σκελέα, αρβύλες και δυο μπουφάν και ο κόσμος μου ξαναβρήκε τη λογική του.
Παρενθετικά εδώ, η στρατιωτική μου παραμονή στον Έβρο αλλά και όλη τη θητεία μου ήταν εφιαλτική και μια από τις πιο δυσάρεστες αναμνήσεις της ζωής μου. Τώρα όμως λέγοντας αυτό, αν είχα την επιλογή να διαλέξω τόπο καταγωγής, η Αλεξανδρούπολη και η Ορεστιάδα θα ήταν στις κορυφαίες επιλογές. Έχω πάει πολλές φορές, έχω κάνει πολλούς φίλους και είναι ο τόπος που εγώ τουλάχιστον ακούω τη φωνή της γης να μου μιλάει. Ίσως μάλιστα η μεγάλη μου αγάπη για το τόπο ισορρόπησε την απέχθεια που ένιωθα – και ακόμα νιώθω μετά από τόσες δεκαετίες – όταν έκανα τη θητεία μου για ότι ζουσα. Κλείνει η παρένθεση.
Τώρα θα μου πείτε γιατί τα λέω αυτά και πως μου προέκυψε ο στρατός μεσοκαλόκαιρο. Έχει να κάνει με τη σχιζοφρένεια που σας έλεγα στην αρχή. Εδώ βρέχει, η θερμοκρασία έχει πέσει στους δώδεκα βαθμούς, φοράμε μπουφάν και τα παιδιά από το πρωί πάνε στο σχολείο. Εγώ …. Εγώ μου μυρίζει καλαμαράκια τηγανιτά και θάλασσα, ουζάκι και χταπόδι στα κάρβουνα και ζεσταίνομαι! Ζεσταίνομαι πολύ!
Όπου κι αν είστε, που εύχομαι όλοι να έχετε την εύκαιρα να ξεφύγετε έστω και για λίγες μέρες από τη μιζέρια της Ελληνικής καθημερινότητας, σας εύχομαι να περνάτε καλά. Και που ξέρετε, ίσως αυτός ο ήλιος που τόσους αιώνες έχει επουλώσει τόσες πληγές, ίσως …ίσως βοηθήσει πάλι!
Να περνάτε καλά!