Guest

Εκείνη & εκείνος: Συνήθεια στην αδικία

 

Τώρα σαν κάτι να στράβωσε. Τώρα ξαφνικά ο κουτσουρεμένος μοναδικός μισθός που δε φτάνει για να καλύψει τα πάγια παρά αφήνει πάντα κάτι παραπίσω, έγινε προνόμιο των εχόντων και θεωρείται πλούσιος αυτός που έχει μια σκατοδουλειά. Κι ας δουλεύει Κυριακές, αργίες, υπερωρίες που δεν πληρώνονται ποτέ κι ας κατεβαίνει ολοένα και πιο κάτω ο μισθός. Τώρα οι οικογένειες συμπυκνώθηκαν σε ένα σπίτι που κατάντησε κονσερβοκούτι, κι όποιος μπορεί και πληρώνει ένα δίευρο για έναν καφέ στο πλαστικό που θα πιει στο παγκάκι για να προλάβει λίγο ήλιο, τον βλέπεις και σα να προσπαθεί να τον κρύψει, γιατί νιώθει ενοχές. Γιατί είναι «έχων». Είναι πλούσιος.

Λογικό είναι όταν οι δρόμοι έχουν γεμίσει αδέσποτους ανθρώπους. Είναι λογικό να είσαι ένας από τους έχοντες, όταν εσύ μπαίνεις με το πορτοφόλι στο σούπερ-μάρκετ – κι ας ψωνίσεις με ένα εικοσάρι για όλη τη βδομάδα – ενώ οι μη έχοντες στέκονται απ’ έξω και με σκυμμένο κεφάλι και χίλια παρακάλια και συγγνώμες σου ζητάνε αν μπορείς- ΑΝ μπορείς, να τους αγοράσεις ένα μπουκάλι γάλα. Λογικό είναι όταν όλο και περισσότεροι κοιμούνται στις γωνιές και τα παγκάκια, έχοντας κλείσει τις ζωές τους σε κουτιά που τα τρώνε τα ποντίκια σε παλιές αποθήκες.

astegos athina600x410Κι αν πας να φωνάξεις πως είναι άδικο, κινδυνεύεις να φας και καμιά αδέσποτη στη μάπα. Σε ποιον θα διαμαρτυρηθείς; Πώς να διαμαρτυρηθείς με αυτά που βλέπεις; Μια χαρά είσαι και μη μιλάς καθόλου. «Θα μας κυνηγήσουν.» Αυτό άκουσα την τελευταία φορά που διαμαρτυρήθηκα. Θα μας κυνηγήσουν.

Ναι, κάποιοι από μας είναι έχοντες. Ακόμα κι αν αυτά που έχουν είναι λιγότερα από όσα είχαν οι μη έχοντες πριν κάποια χρόνια. Και ναι, ίσως είναι λάθος στιγμή για να διαμαρτυρηθεί κανείς. Δεν ξέρω ποια θα είναι η κατάλληλη στιγμή. Δεν ξέρω πόσο πάτο πρέπει να πιάσει κάποιος πριν αποκτήσει το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί. Δεν ήξερα ότι ο πάτος μετριέται.

Αλλά είναι ουσιώδες να έχουμε πάντα στην άκρη του μυαλού μας ότι όλο αυτό που ζούμε, όλοι μας, είναι άδικο. Είναι άδικο, απαράδεκτο, αδιανόητο, και κανείς μας δε θα έπρεπε να το ζει. Γιατί η δύναμη της συνήθειας είναι τεράστια και καμιά φορά μπορεί να σκεπάσει τη φωνή μέσα μας που όλο μας λέει ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτόν τον κόσμο. Δυστυχώς και η δυστυχία συνηθίζεται. Όποια κι αν είναι η μορφή της. Γι’ αυτό να μην επαναπαυόμαστε. Δεν είμαστε ούτε έχοντες, ούτε τυχεροί. Ίσως αυτό που είναι να συμβεί, με μας καθυστερεί λίγο παραπάνω.

Το παιχνίδι θα το χάσουμε οριστικά, όταν το συνηθίσουμε.

& εκείνος:

Πριν από πολλά χρόνια, εποχές ’80 που ζουσα στο Λονδίνο, ήρθε να με επισκεφτεί μια πολύ στενή φίλη. Πρώτη της φορά στην Βρετανική πρωτεύουσα και ήθελε να δει όλα αυτά που τόσα χρόνια έβλεπε και ονειρευόταν μέσα από φωτογραφίες. Με είχε μάλιστα προετοιμάσει τηλεφωνικά διαβάζοντας μου λίστα που συμπεριελάμβανε από το πύργο του Μπινγκ Μπεν μέχρι φωτογραφία στο δρόμο που είχαν περπατήσει τα σκαθάρια.

Η μέρα έφτασε, σε πολύ πρωινή πτήση η φίλη και αφού είχαμε κερδίσει τη μέρα αποφάσισα να της δώσω μια πρώτη γεύση από Λονδίνο με μια βόλτα στη διάσημη Όξφορτν Στριτ. Ήταν και άνοιξη και ο καιρός βοηθούσε στο περπάτημα. Για τη πρώτη μισή ώρα ρουφούσε τα πάντα και τα πάντα την εντυπωσίαζαν. Από τα τούβλα στα κτήρια μέχρι τα μικρά αγαλματάκια σε μερικές γωνιές. Μετά η απόλυτη σιωπή. Τίποτα. Από το συνεχές τιτίβισμα και τις ερωτήσεις στο τίποτα.

Κουράστηκες; Να πάμε για καφέ; Σε πείραξε ο αέρας; Είναι λίγο διαφορετικός από την Αθήνα. Τίποτα η Μαρία, κοίταζε γύρω της χωρίς να μιλάει. Βρε μήπως σε πείραξε το αστείο που έκανα προηγουμένως με τον φραπέ; Δεν έφταιγα εγώ, εκείνη είχε παραπονεθεί ότι δεν υπάρχει φραπέ πουθενά. Τίποτα η Μαρία και σε λίγο καθόμασταν σε ένα μικρό καφέ με εμένα να προσπαθώ να καταλάβω γιατί η αλλαγή.

«Καλά τόσο πολύ έχεις αλλάξει, τελείως σε αλλάξανε εδώ πέρα; Δεν βλέπεις τίποτα;» Ξεκίνησε το ξέσπασμα της Μαρίας. «Δε κοιτάς τι συμβαίνει στα πόδια σου; Μόνο τα μαγαζιά και τις βιτρίνες βλέπεις; Έτσι εννοείτε εσείς το προσαρμόστηκα;» και επειδή καθόμασταν μπροστά από το παράθυρο ενός καφέ στη μόνιμα γεμάτη κίνηση Ρέτζεντ, μου έδειξε το απέναντι πεζοδρόμιο και έναν άστεγο τυλιγμένο σε ρούχα και κουβέρτες με ένα κουτί γεμάτο μικροπράγματα στο ένα μπράτσο και ένα τενεκεδάκι στο χέρι. Χαμήλωσα το κεφάλι χωρίς να πω τίποτα.

Όλη εκείνη τη μέρα μέχρι το βράδυ η Μαρία δεν μπορούσε να σταματήσει. Η εικόνα του αστέγου κι όλων των αστέγων που συναντήσαμε στη συνέχεια και που ήταν παντού στους δρόμους του Λονδίνου, την είχαν στοιχειώσει. Φτάσαμε κάποια στιγμή αργά το βράδυ να μη αντέχω άλλο και να της δηλώσω ότι εγώ ούτε η βασίλισσα είμαι ούτε η πρωθυπουργός, ξένος είμαι σε επίπεδο λίγο καλύτερο από αυτό του τουρίστα και δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο πέρα να δίνω κάτι ψιλά κατά περιόδους και να αγοράζω το περιοδικό των αστέγων. Άρα δεν βγαίνει τίποτα με το να μου τα λέει εμένα σαν να φταίω εγώ που υπάρχουν άστεγοι στο Λονδίνο, απλά χάλασε τη βραδιά μας.

Το Μαράκι όμως έπρεπε να έχει την τελευταία κουβέντα κι έτσι πηγαίνοντας προς το δωμάτιο που θα κοιμόταν γύρισε και μου είπε: «Δεν σου είπα ότι φταις εσύ αλλά αυτά τα πράγματα δεν θα συμβαίναν ποτέ στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα μας νοιάζει τι κάνει ο συνάνθρωπος μας, μας νοιάζει να μη πεινάσει ο γείτονας, μας νοιάζει τι κάνει ο άλλος. Εδώ δεν ξέρετε τι θα πει ανθρωπιά, έχουν δίκιο όσα λένε για τους ψυχρούς και του εαυτούλη τους Βορειοευρωπαίος. Αυτά δεν θα συμβαίναν ποτέ στην Ελλάδα.» Και έκλεισε την πόρτα.

Την επομένη με μια μικρή νευρικότητα στην αρχή, πήγαμε στο Βρετανικό Μουσείο, πήγαμε και από το παλάτι είδαμε και τις πάπιες στο πάρκο. Σιγά-σιγά φτάσαμε στη προτελευταία μέρα και το Μαράκι μέσα στη τρελή χαρά να βγαίνει από επώνυμο μαγαζί φορτωμένη μα σακούλες όπου μερικές να τις κουβαλάω εγώ σαν χαμάλης, και ξαφνικά αποφάσισα να τη πειράξω. Καλά, ήταν και λίγο κακιούλα εκ μέρους μου. Μαράκι πρόσεχε τον άστεγο, θα τον πατήσεις τον άνθρωπο. Και το Μαράκι όλο απάθεια γυρίζει και μου λέει, «ναι μωρέ, είδες τι κόντεψα να πάθω; Αν έχεις τίποτα ψιλά δώσε του γιατί τα δικά μου έχουν τελειώσει.» Κόκκαλο εγώ!

Τον Γενάρη και τον Φλεβάρη που μας πέρασε, πριν τη θριαμβευτική πρώτη φορά αριστερά, όλοι μετρούσαμε αστέγους έναν-έναν και αγωνιούσαμε πως θα ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι το χειμώνα. Οι αριθμοί εφιαλτικοί και ο Τσίπρας να υπόσχεται ότι όλα αυτά θα τελειώσουν από το μπαλκόνι. Πρωτοσέλιδα σε εφημερίδες και ολόκληρες σελίδες στα ιντερνετικά κοινωνικά δίκτυα αφιερωμένα.

Εννέα μήνες μετά τα μπαλκόνια του Τσίπρα και τριάντα χρόνια μετά το ξέσπασμα της Μαρίας, οι δρόμοι, τα πάρκα και τα στενά της Αθήνας έχουν άστεγους με τους τυχερούς τυλιγμένους σε κουβέρτες που τους έχουν δώσει περαστικοί. Το Φλεβάρη είχε υπάρξει μια ανακοίνωση από μια ΜΚΟ ότι ο αριθμός των αστέγων μόνο στην Αθήνα πλησιάζει τους 10,000. Σήμερα Νοέμβρη μήνα και με το χιονιά στη πόρτα, πόσοι είναι;

Το Φλεβάρη το θέμα των αστέγων και των πεινασμένων δεν ήταν πρώτο θέμα αλλά ήταν δεύτερο και τρίτο κάθε μέρα σε κάθε δελτίο ειδήσεων. Μάλιστα υπήρχε και ανταγωνισμός ποιος θα γράψει πρώτος, ποιος θα βάλλει τη πιο καλή φωτογραφία. Σήμερα ….τίποτα; Μειώθηκε ο αριθμός; Μη μου πείτε ναι. Μην τολμήσετε να μου πείτε ναι. Το ερώτημα είναι πόσο αυξήθηκε όχι αν μειώθηκε. Για κοιτάξτε στα κοινωνικά σας δίκτυα, ποιος από τους «φίλους» σας έχει μιλήσει για τους αστέγους ή τους πεινασμένους τους τελευταίους μήνες;

«Στην Ελλάδα μας νοιάζει τι κάνει ο συνάνθρωπος μας, μας νοιάζει να μη πεινάσει ο γείτονας, μας νοιάζει τι κάνει ο άλλος. Εδώ δεν ξέρετε τι θα πει ανθρωπιά, έχουν δίκιο όσα λένε για τους ψυχρούς και του εαυτούλη τους Βορειοευρωπαίος. Αυτά δεν θα συμβαίναν ποτέ στην Ελλάδα,» είπε το Μαράκι πριν από τριάντα χρόνια. Η δική σας δικαιολογία σήμερα ποιά είναι; Ξεχάσατε ή έχετε ήδη συνηθίσει;




Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & εκείνος: Συνήθεια στην αδικία

γράφει η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη:

Όλο και πιο θλιμμένους ανθρώπους βλέπω γύρω μου. Έχοντες και μη έχοντες. Έτσι. Παλιά οι έχοντες ήταν οι πλούσιοι, οι μη έχοντες ήταν οι φτωχοί. Παλιά οι πλούσιοι είχαν ακίνητα, εξοχικά, αυτοκίνητα, κάρτα μέλους στα καζίνο και φιλαράκι το διευθυντή του ξενοδοχείου που χρυσοπλήρωναν κάθε χρόνο για τις διακοπές. Παλιά οι φτωχοί είχαν το μισθουδάκι τους, το αμαξάκι στο οποίο στριμώχνονταν πέντε και χτυπούσαν εξάωρα ταξίδια για να φτάσουν σε όποιο ξενοδοχείο είχε τις καλύτερες τιμές- και δεν είχαν φιλαράκι το διευθυντή. Είχαν μόνο το σπίτι που μένανε, και κάποιοι δεν είχαν ούτε απ’ αυτό. Νοικάρηδες μια ζωή. Τα σαλόνια στα κυριλάτα ρεστοράν, και τα αλώνια στα τσιπουράδικο, για ένα 25αράκι στον πάγκο και μια πράσινη ντομάτα τουρσί. Who cares, όλα καλά.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο