Guest

Εκείνη & Εκείνος για λίγη αξιοπρέπεια

Εκείνη

Λίγες φορές έχω δυσκολευτεί τόσο πολύ να γράψω για πράγματα τα οποία σκέφτομαι και με προβληματίζουν τόσο έντονα, ανοιχτά και να τα μοιραστώ δημόσια. Όσο καιρό γράφω, γράφω πάντα την αλήθεια, τουλάχιστον τη δική μου αλήθεια, έτσι όπως τη ζω και την αντιλαμβάνομαι. Πολλές φορές την μεταμφιέζω και τη ρίχνω μέσα σε κάποιο κείμενο φανταστικό. Είναι συνηθισμένο όταν η αλήθεια αυτή δεν μπορεί να ειπωθεί ανοιχτά, κυρίως λόγω προσωπικής ανασφάλειας, αλλά και λόγω αδυναμίας σαφούς έκφρασης. Δεν έχω φτάσει ακόμα στο σημείο να μπορώ να πω με ακρίβεια και σαφήνεια αυτό που σκέφτομαι. Μου λείπουν λέξεις. Αλλά μεταμφιεσμένη ή γυμνή, η αλήθεια μου πάντα είναι εκεί.

Κάποια στιγμή, παλεύοντας να κατανοήσω ένα κομμάτι που πάντα μου ήταν ακατανόητο- το μέτρο στην ποίηση, διαβάζοντας ξανά και ξανά ποιήματα και κανόνες στιχουργικής, έγραψα κάτι που έμοιαζε με στίχους. Τεχνικά δεν ξέρω ακόμα αν είναι σωστό. Συναισθηματικά όμως ήταν σχεδόν αυτό που ήθελα να πω. Για πρώτη φορά που το επιχείρησα, το αποτέλεσμα με είχε -αρκετά- ικανοποιήσει.

Κι αυτό που ήθελα να πω, ήταν το πώς νιώθω, εγώ και προφανώς πολλοί άλλοι, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μια άλλη εποχή, γνωρίζοντας μια άλλη Ελλάδα.  Κι ενώ ζήσαμε  με εντελώς διαφορετικό τρόπο, τώρα λανθασμένα προσπαθούμε να ξεπεράσουμε μια κατάσταση που έχει γίνει πραγματικότητα, ενώ αυτό που πρέπει να μάθουμε, είναι να ζούμε μαζί της.

Αυτή τη στιγμή έχουμε στη χώρα ένα ποσοστό ανεργίας που ξεπερνά το ανεκτό, το επιτρεπόμενο, το βιώσιμο. Τι κάνει το κράτος μας γι αυτό; Ας δούμε τι κάνει: Μοιράζει «βοηθήματα», προσωρινές λύσεις προσωρινής ανακούφισης, τα λεγόμενα επιδόματα ανεργίας. Τώρα, στις «καλές» χώρες της βόρειας Ευρώπης, αυτό το επίδομα είναι ένα ποσό – όχι και τόσο σπουδαίο μεν, αλλά ακριβώς αρκετό για να ζει κάποιος αξιοπρεπώς δε, μέχρι να επανέλθει στην «ενεργό δράση». Αλλά εδώ δεν είναι βόρεια Ευρώπη. Εδώ είναι Ελλάδα. Και το «να ζει κάποιος αξιοπρεπώς» στην Ελλάδα του σήμερα (προφανώς και του χτες, μπορεί και του προχτές), μεταφράζεται σε 360 ευρώ, για έγγαμους με δύο ανήλικα παιδιά. Ζήστε. Όχι σας προκαλώ, ζήστε! Γίνεται;

Φυσικά και δε γίνεται. Αλλά εσείς ζείτε. Όλοι μας ζούμε.

Αναρωτιέμαι ποιό είναι το σκεπτικό πίσω από αυτό το ποσό των επιδομάτων – κι εδώ αναφέρομαι σε όλα τα επιδόματα/βοηθήματα που ξέρω ότι υπάρχουν, που τα έχω κυνηγήσει, ή μου έχουν μιλήσει φίλοι και γνωστοί γι’ αυτά. Σκέφτομαι λοιπόν πως προφανώς το κριτήριό τους ήταν το «ηθικό δίδαγμα» που συνοδεύει τη διαδικασία αυτή.

Γιατί για να πάρει κανείς αυτό το γελοίο ποσό με το οποίο καλείται μετά να ζήσει «αξιοπρεπώς» με ανήλικα παιδιά μέχρι να επιστρέψει στην ενεργό δράση, πρέπει να σπαταλήσει τόσο χρόνο στημένος σε ουρές, να διανύσει τόσα χιλιόμετρα, να κουβαλήσει τόσο χαρτομάνι, να ταλαιπωρηθεί, να εξευτελιστεί και να αγανακτήσει τελικά τόσο πολύ, που πραγματικά κανείς δεν πρέπει να θέλει να το επιχειρήσει καν, παρά μόνο αν είναι άμεση ανάγκη- και τι αμεσότερο από την ανάγκη επιβίωσης.

Γιατί η γενικότερη αίσθηση της απόλυτης αποτυχίας που αφήνει όλη αυτή η διαδικασία, πρέπει να αποτελεί ηθικό δίδαγμα, δεν εξηγείται αλλιώς: «Δεν αξίζει τον κόπο, είναι πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, είναι πολύ λίγα τα χρήματα, θα τα πάρεις μόνο για λίγους μήνες, φρόντισε να βρεις δουλειά όσο πιο γρήγορα μπορείς». -Αυτό σου λένε.

Αυτό είναι το δίδαγμα.

Προφανώς και κάποιοι πιστεύουν πως με αυτόν τον τρόπο και με αυτά τα ποσά, θα εξασφαλίσουν το ότι οι άνεργοι νέοι, οι άνεργοι γονείς, δε θα …τεμπελιάσουν για πολύ. Η ηθική αποξένωση της κοινωνίας θα κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους, ίδια Δαμόκλειος σπάθη, που το μόνο που θα επιζητά κανείς, θα είναι να ξεφορτωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα το εν λόγω «βοήθημα» και να επιστρέψει ορεξάτος στη ζωή. Λες και θα επιδίωκε ποτέ κανείς να ζει με 360 ευρώ το μήνα και να ζήσει οικογένεια, που θα σκεφτόταν «α, τι καλά, κάθομαι και με πληρώνουν, ας κάτσω λοιπόν.»

Προφανώς κάποιοι μάλιστα είναι και σίγουροι πως μια τέτοια παροχή κι ανταπόκριση στις δυσκολίες από το κοινωνικό κράτος θα έκανε τους άνεργους να νιώθουν υποχρέωση, ευγνωμοσύνη για την ακρίβεια, μιας και παίρνουν κάτι από το πουθενά, κάτι για το οποίο δεν έκαναν και τίποτα για να το αξίζουν,  «στην τελική δεν το δούλεψες, βρε αδερφέ!»

Μα, συμφορά… Τελικά οι άνεργοι αποδεικνύονται αχάριστα καθάρματα. Γιατί το όλο θέμα τους φαίνεται απλά …ενοχλητικό, προσβλητικό, γιατί μοιάζει περισσότερο με ακόμη μια αφορμή για να ξεψαχνίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη την ιδιωτική τους ζωή – χαρτούρα, έσοδα, έξοδα, πόσα πήρες, πού τα πήγες, τι κάνεις, τι έχεις, τι είχες, τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Γιατί κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν πως πρέπει να απολογηθούν για κάτι που δεν έκαναν, για κάτι που δεν είναι, ενώ αυτό που ξέρουν, είναι πως είναι κι αυτοί, ό,τι είναι όλοι οι υπόλοιποι.

Άνθρωποι.                           

Ουαί κι αλίμονο αν τολμήσουν μάλιστα να επιτρέψουν στον εαυτό τους να απολαύσει τη σπάνια πολυτέλεια μιας βραδιάς στον κινηματογράφο, ή την πολυτέλεια μιας βραδινής εξόδου, ή την πολυτέλεια μιας αγοράς ενός… οτιδήποτε. Ξαφνικά οι γείτονες κοιτούν με οίκτο και απογοήτευση, ίσως και με κάποια απέχθεια, σα να λένε… «δεν κοιτούν που δεν έχουν δεύτερο βρακί να φορέσουν, θέλουν και σινεμά». Ή… «εγώ δουλεύω από το πρωί ως το βράδι και τέτοια έξοδα δεν κάνω, κι αυτοί; Κάθονται όλη μέρα και περιμένουν να πάρουν το επίδομα για να πάνε σινεμά». Και το απαραίτητο κούνημα του κεφαλιού, συνοδευόμενο από το γνωστό «τς, τς, τς, ντροπής πράγματα.»

 Πολύ προβλέψιμη συμπεριφορά από τους συνανθρώπους εργαζόμενους αλήθεια, κι όμως πικραίνει. Να πώς μπορεί κανείς να νιώσει ακόμα λιγότερη ευγνωμοσύνη για την «άμεση ανταπόκριση και τις παροχές του κράτους». Να πώς αρχίζει κανείς να νιώθει λιγότερο άξιος από το διπλανό του.

Και κάπως έτσι συνεχίζω και σκέφτομαι…. Αναρωτιέμαι. Τι συμβαίνει με όλους αυτούς τους «αδρανείς», άνεργους και άεργους πολίτες αυτής της χώρας;

Θεωρούν ότι απέτυχαν. Δεν μπορούν πια να αντικρίσουν τα παιδιά τους και τους συντρόφους τους στα μάτια. Απέτυχαν στο ρόλο τους ως οικογενειάρχες, ως σύζυγοι, ως κουβαλητές. Οι σχέσεις αρχίζουν να ραγίζουν σα γυαλί. Οι φιλίες κρυώνουν. Σταμάτησαν οι συναναστροφές. Οι άνθρωποι κλείνονται όλο και περισσότερο στο καβούκι τους. Τα παιδιά μαζεύουν σκόρπιες λέξεις και εικόνες κι αρχίζουν ξαφνικά να νιώθουν πως έχουν κάτι το διαφορετικό. Ντρέπονται. Ντρέπονται για τους γονείς τους.

Άλλοι πάλι αφού έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βρουν μια δουλειά, μια οποιαδήποτε νόμιμη δουλειά, άρχισαν να ψάχνουν με οποιονδήποτε τρόπο να αποκτήσουν χρήματα προκειμένου να ζήσουν. Κυνηγούν τα πάντα. Το μαύρο χρήμα. Την ανασφάλιστη δουλειά. Την παράνομη δουλειά. Κάπως πρέπει να ζήσουν.

Κάπως πρέπει να ζήσουμε.

Η θλίψη άρχισε να κατακάθεται σα βαριά σκόνη πάνω στις πόλεις. Μπορεί να μην είμαστε μια χώρα τριτοκοσμική με ανθρώπους να πεθαίνουν κάθε μέρα από την πείνα, τη δίψα ή τις αρρώστιες- αν και πολλοί, πάρα πολλοί πεινάνε κι έχουν σοβαρή έλλειψη καλής διατροφής, στέγης, ιατρικής περίθαλψης- αλλά οι ψυχική υγεία μας κλονίζεται, η σωματική μας υγεία το ίδιο, τα διαζύγια αυξάνονται, οι άστεγοι αυξάνονται, τα παιδιά παραμελούνται, η κοινωνία αποδυναμώνεται, το έγκλημα αυξάνεται. Τι διαφορά έχουμε από μια τριτοκοσμική χώρα? Αναρωτιέμαι.

Η κόσμος μας χωρίζεται στους έχοντες και στους μη έχοντες. Ξαφνικά τα σοβαρά προβλήματα ολόκληρης της χώρας, απομονώθηκαν κι εστιάστηκαν σε μια ανορθόδοξη πάλη των τάξεων. Οι άνθρωποι άρχισαν να γίνονται πιο κυνικοί, πιο σκληροί, πιο ανελέητοι. Να πιστεύουν ακόμα περισσότερο πως το να δίνεις κάτι σε κάποιον από το τίποτα, κάτι για το οποίο δεν έχει δουλέψει για να το αξίζει, είναι κακό.

Περιμένουμε απλώς την κρίση να περάσει. Το μόνο που αλλάζει κάθε φορά, είναι η ελπίδα μας, που όλο και λιγοστεύει.

«Ανάμεσα σε δυο ζωές», ήταν ο τίτλος αυτών των στίχων. Κι αυτό ακριβώς ήταν όσα ήθελα να πω.

Είναι αλήθεια πως αν έχεις γεννηθεί μέσα σε μια κατάσταση, μαθαίνεις από την αρχή να ζεις με αυτή. Εμείς τώρα αυτό που κάνουμε είναι να προσπαθούμε να την ξεπεράσουμε, να την ξεχάσουμε, να πάμε παρακάτω σε ένα δρόμο που δεν έχει πιο πέρα, να τη διώξουμε από πάνω μας λες και ήταν κακοκαιρία που κράτησε περισσότερο από το συνηθισμένο και μας μούχλιασε κλείνοντάς μας μέσα, αλλά ότι κι αν είναι, νομίζουμε πως είναι προσωρινό και περιμένουμε σαν τα σκυλιά με το λουρί στο στόμα έτοιμα για βόλτα να… περάσει. Αμ δε. Δεν περνάει. Κι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε τρόπους να μάθουμε να ζούμε ΜΕ την κατάσταση αυτή. Τι εννοώ;

Εννοώ ότι μπορεί να περάσουμε μια εβδομάδα ολόκληρη τρώγοντας κάθε μέρα μακαρόνια ή τραχανά, αλλά έρχονται και μέρες που κάτι παραπάνω έχουμε στην τσέπη μας, κι εμείς αντί να κοιτάξουμε να καλύψουμε όσες περισσότερες επόμενες μέρες μπορούμε γεμίζοντας τα ντουλάπια και το ψυγείο μας τουλάχιστον με φαγητό- αν όχι να βουλώσουμε και καμιά τρύπα- αποφασίζουμε να παραγγείλουμε απ’ έξω γιατί έχουμε πολύ καιρό ρε παιδί μου να φάμε βρώμικο, ή βρίσκουμε την ευκαιρία να συναντήσουμε τους φίλους μας για κανέναν καφέ, γιατί μας έφαγε τόσες μέρες το μέσα. Ακριβώς γιατί δεν έχουμε μάθει ακόμα να ζούμε ΜΕ την καινούργια αυτή κατάσταση που μας βρήκε. Γιατί βρισκόμαστε ανάμεσα σε δυο ζωές.

Σε κάθε χρηματική ανάσα που παίρνουμε, είτε αυτή είναι μισθός, είτε βδομαδιάτικο, είτε βοήθημα ή επίδομα ή όπως θέλετε πέστε το, χαρτζιλίκι της θείας από το Σικάγο, συνεχίζουμε τη ζωή μας από κει που την είχαμε σταματήσει, όμως δεν έχουμε ακόμα καταλάβει πως εκεί που σταματήσαμε ήταν πριν την κρίση, ενώ τώρα είμαστε βαθιά μέσα σε αυτή.

Δεν μπορείς να συνεχίζεις από κει που ήσουν τη μια στιγμή και την άλλη να επιστρέφεις στο τίποτα. Είναι μια ανισορροπία που τελικά αποδεικνύεται πολύ πιο ψυχοφθόρο να το κάνεις, από το να προσπαθήσεις να μάθεις να ζεις ΜΕ την κατάσταση και τη ζωή σου όπως έχει ΤΩΡΑ. Γιατί κάθε φορά που -αναπόφευκτα- επιστρέφεις, νιώθεις πολύ χειρότερα από την προηγούμενη.

Καταλαβαίνουμε όλοι μας βέβαια πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει φυσιολογικά όταν το μόνο που κάνει είναι να προσπαθεί απλώς να επιβιώσει άλλη μια μέρα. Μπορεί να ζει, αλλά δεν είναι φυσιολογικό. Δεν πρέπει να συμβαίνει.

Κι όμως αυτή τη στιγμή το μόνο καλό που μπορούμε να κάνουμε, καλό για εμάς και για τις οικογένειές μας, είναι η προσαρμογή σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Όχι η αποφυγή της. Γιατί κακά τα ψέματα, όλοι μας προσπαθούμε να την αποφύγουμε. Την αρνούμαστε. Κάνουμε πως δεν τη βλέπουμε, κλείνουμε τα μάτια, αποβλακωνόμαστε στην τηλεόραση και διαβάζουμε ηλίθια βιβλία, ανεβάζουμε φωτογραφίες στο facebook και κάνουμε πλάκα, βγαίνουμε έξω και χαζογελάμε και συζητάμε για οτιδήποτε άλλο με τους φίλους μας εκτός από αυτό, κάνουμε τα πάντα προκειμένου να μην αφήσουμε τον εαυτό μας να κατανοήσει το βάθος της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε και συνεπώς να βρει τον τρόπο- τον οποιονδήποτε τρόπο που μπορεί κανείς- να την αντιμετωπίσει.  Φοβόμαστε, το ξέρω.

Όπως επίσης ξέρω πως έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που μπήκαμε στην κρίση και όλο αυτό δε μας συνέβη μόλις χθες, για να μιλάμε για προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα. Όμως αυτή η πραγματικότητα δεν έγινε χειροπιαστό παρόν σε μια νύχτα, παρά μπήκε αργά, σιωπηλά και ύπουλα στη ζωή μας. Ούτε βιώσαμε όλοι την κρίση με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ταχύτητα. Κάποιους η κρίση τους χτύπησε πολύ νωρίς, πολύ νωρίτερα από όσο μπορούσαν να προβλέψουν για να αντιδράσουν και να προστατευτούν. Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σήμερα δεν έχουν απολύτως τίποτα και γέμισαν τους δρόμους, τα παγκάκια, τα λιμάνια, τις εστίες, το οποιοδήποτε μέρος που μπορεί να ζουν. Δεν μπορώ να φανταστώ το πώς περνούν τις μέρες τους. Το πόσα τους λείπουν. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το φαγητό που τρώει και η σκεπή στο κεφάλι του.

Κάποιους άλλους η κρίση τους άγγιξε μόνο ελαφρά, έτσι όπως αντιλαμβάνεται κανείς σαν άγγιγμα μια ανεπαίσθητη αλλαγή του καιρού. Αφουγκράστηκαν για λίγο, ένιωσαν το κρύο ρεύμα, έριξαν μια ζακέτα πάνω τους και συνέχισαν τη βόλτα τους.

Και κάποιοι άλλοι όπως εγώ κι εσύ κι εμείς, κάποιοι, πολλοί, πάρα πολλοί, βρισκόμαστε κάπου στη μέση. Ανάμεσα σε δυο ζωές. Ακόμα δεν είμαστε στους δρόμους. Όμως είμαστε κι εμείς ανενεργό ανθρώπινο δυναμικό στην πιο παραγωγική ηλικία, κι αποτελούμε ένα αβάσταχτα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Άνθρωποι που μεγαλώνουν παιδιά, τα οποία υποτίθεται θα συνεχίσουν τον κόσμο, θα τον βελτιώσουν, θα τον αλλάξουν. Μα προς το παρόν κάτι τέτοιο μοιάζει περισσότερο με καταδίκη. Άνθρωποι που θα έπρεπε ως τώρα να έχουν παιδιά να μεγαλώνουν. Άνθρωποι που μεγάλωσαν παιδιά και τα έχουν να κάθονται, ή να φεύγουν σε άλλες χώρες για να κάνουν όσα δεν τους δίνεται η ευκαιρία να κάνουν εδώ. Άνθρωποι που έχουν φτιάξει τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Άνθρωποι που έχτισαν τα σπίτια μας, ασφαλτόστρωσαν τους δρόμους μας, άνθρωποι που δουλεύουν όλα τους τα χρόνια πληρώνοντας την εφορία τους, την ασφάλειά τους, την περίθαλψή τους, τη σύνταξή τους, όλα προκαταβολικά. Για να πάρουν τώρα το τίποτα.

Για να πάρουν το τίποτα που κάποιοι ονόμασαν βοήθημα, επίδομα με το οποίο υποτίθεται πρέπει να ζήσουν αξιοπρεπώς και να στηρίξουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους. Αυτό το ίδιο τίποτα που τους σπρώχνει περισσότερο στην απελπισία. Αυτό που μοιάζει να χλευάζει περισσότερο την κατάστασή τους, παρά να την ανακουφίζει.

& Εκείνος

Οι πρώτοι που πιαστήκαν σε αυτό το γιγάντιο ιστό μιζέριας και απελπισίας με τα μνημόνια από το 2009, ήταν οι συνταξιούχοι και εργαζόμενοι. Κι ενώ οι συνταξιούχοι βυθιζόντουσαν ξαφνικά στην ανέχεια, ο αριθμός των ανέργων αυξανόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Σαμαράς και Μητσοτάκης οδηγούσαν χιλιάδες ανθρώπους από το έχω ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι και ένα κεραμιδί στο κεφάλι στο τίποτα μέσα σε μια νύχτα και οι αριθμοί που δείχνανε οι στατιστικές ξεπερνούσαν κάθε ανοχή. Κάποια στιγμή, επί απόλυτης κυριαρχίας πια Σαμαρά, την εποχή μάλιστα που θεωρούσε τον εαυτό του τον απόλυτο σωτήρα μας, η ανεργία είχε φτάσει το 29%, το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού της χώρας, με το υπόλοιπο, τουλάχιστον 80% να επιβιώνει με μισθούς πείνας και την απειλή της ανεργίας μόνιμα πάνω από το κεφάλι τους. Γιατί βλέπετε, οι σωτήρες επενδυτές που έβλεπε ο Σαμαράς και θα ξαναφέρνανε την Ελλάδα στις αγορές – έτσι έλεγε – εκμεταλλευτήκαν την κατάσταση, κάνανε την ανεργία απειλή κρεμάλας, οδήγησαν τους μισθούς σε δρόμους ελεημοσύνης και τους εργαζομένους σε επίπεδο σκλάβων.

Και μετά ήρθε η πρώτη φορά αριστερά. Κι ελπίσανε οι εργαζόμενοι ότι κάποιος θα τους υποστηρίξει και οι άνεργοι ότι κάποιος θα τους φροντίσει και …και βασικά θα τους δώσει κάτι από την κλεμμένη τους αξιοπρέπεια. Τι έγινε; Ανέβηκε το ποσοστό των αστέγων. Τώρα μπορούμε να μιλάμε για πάνω από 40,000 αστέγους.

Σήμερα νομίζω ότι Εκείνη με έχει καλύψει. Αυτό που κανένας δεν μπορεί να καλύψει είναι η αηδία για ένα κράτος, για κυβερνήσεις σωτήρων, για την ίδια πάντα δεξιά και την πρώτη φορά αριστερά, όχι για με χαμένη αξιοπρέπεια αλλά για μια κλεμμένη αξιοπρέπεια. Που συνεχίζουν να την κλέβουν …χωρίς καμία αξιοπρέπεια απαιτώντας να συνεχίσουν …να μας σώσουν! 


Αν θέλετε να διαβάσετε το «Δέντρο της προσφυγιάς», ένα βιβλίο των Κατερίνας Χαρίση, Gordana Mudri,  Σία Πέρρου και Νατάσα Τσιτσιριδάκη πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Εκείνη & εκείνος

Εκείνη, η Κατερίνα Χαρίση, είναι στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της, συγγραφέας πολυγραφότατη από τρέλα και πάθος, σύζυγος και μαμά δυο υπέροχων γιων.

Εκείνος, ο Θάνος Καλαμίδας, είναι στην πέμπτη δεκαετία του για τα καλά και γνωστός γκρινιάρης.

Εκείνη στην Ελλάδα κι εκείνος 3.500 χιλιόμετρα μακριά. Εκείνη εννιά μήνες ήλιο, εκείνος εννιά μήνες σκοτάδι, εκείνη παραλία εκείνος χιόνι. Και οι δυο θα σας κρατάνε συντροφιά μια φορά την εβδομάδα με ένα θέμα που θα γκρινιάζουν, θα διαφωνούν και μερικές φορές ακόμα και θα συμφωνούν, όλα αυτά με τίτλο: Εκείνη & Εκείνος.

Εκείνη & Εκείνος για λίγη αξιοπρέπεια

γράφουν η Κατερίνα Χαρίση και ο Θάνος Καλαμίδας.

Εκείνη & Εκείνος, αλλά κυρίως εκείνη, αυτή τη φορά μιλάνε για ανεργία και για την αξιοπρέπεια που κάποιοι κλέβουν από αυτούς που είναι καταδικασμένοι σε ανεργία σε μια Ελλάδα χωρίς δουλειές και κράτος.

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο