Άρα, το ερώτημα του τίτλου απαντάται, εκ πρώτης, εύκολα: (Και) η απλή αναλογική στρέφεται εναντίον της χρηστής διακυβέρνησης. Όπως, εξ άλλου, και ο,τιδήποτε άλλο που δεν μπορεί να βελτιώσει, σήμερα, την ποιότητα της διακυβέρνησης (για παράδειγμα, ο σοσιαλισμός που θα ’ρθει κάποτε, η παγκόσμια ειρήνη που όλοι ευχόμαστε, μια άλλη Ευρώπη, και λοιπά φληναφήματα). Μόνο που η συζήτηση που έχει ανοίξει για τον νέο εκλογικό νόμο, καθόλου δεν συναρτά το εκλογικό σύστημα προς την ποιότητα της διακυβέρνησης. Η απλή αναλογική εξετάζεται εν κενώ. Το (α-νόητο) ερώτημα είναι, εάν είναι κανείς υπέρ η κατά της απλής αναλογικής. Και υπάρχουν πολιτικοί αρχηγοί (Λεβέντης) που δηλώνουν, έμπλεοι υπερηφάνειας, ότι ήταν από παλιά, υποστηρικτές της απλής αναλογικής. Όπως και κόμματα με δηλωμένη εχθρότητα απέναντι στη χρηστή διακυβέρνηση (π.χ. ΚΚΕ) που κι’ αυτά δηλώνουν ότι είναι υπέρ της απλής και άδολης αναλογικής (προσέξτε το επίθετο που παραπέμπει στην απαραίτητη ηθικολογία που με τη σειρά της οδηγεί στον κομμουνιστικό παράδεισο).
Και μετά γίνεται η σούμα, αυτοί υπέρ κι εκείνοι κατά. Η συζήτηση γίνεται με όρους της μεταπολίτευσης- κατά πόσον, δηλάδή, ο εκλογικός νόμος διασφαλίζει την δημοκρατία. Εκείνη την περίοδο, πολλοί πίστευαν ότι μια αλλαγή στον εκλογικό νόμο θα μπορούσε από μόνη της να επηρεάσει θετικά την ανάπτυξη και την διακυβέρνηση της χώρας. Οι μεταρρυθμίσεις- μεταξύ των οποίων και το εκλογικό σύστημα- που απαιτούνται για να βελτιωθεί η ποιότητα της διακυβέρνησης ήταν, τότε, άγνωστες. Αλλά και σήμερα που υπάρχει περισσότερη γνώση σε σχέση μ’ αυτές, πάλι, μένουν, στα αζήτητα.
Κι ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου έχει κάθε λόγο να «πνίγει» τις μεταρρυθμίσεις, η αξιωματική αντιπολίτευση αρνείται την απλή αναλογική, υποστηρίζοντας εξ αντιδιαστολής την ενισχυμένη που ισχύει σήμερα. Ένα εκλογικό σύστημα, όπως το σημερινό, βοηθάει στην κεντρική επιδίωξη της ΝΔ να διαδεχθεί τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Για το πως, όμως, θα βελτιωθεί η ποιότητα της διακυβέρνησης παραπέμπουν στο μέλλον.ÂÂÂ Κάποιοι μιλούν για την αναγκαιότητα σταθερών κυβερνήσεων- λες και η σταθερότητα, από μόνη της, διασφαλίζει την ποιότητα της διακυβέρνησης. Ποιος έχει ξεχάσει την ασυννέφιαστη πενταετία του Κ. Καραμανλή ή τις πασοκικές οκταετίες, όταν η Ελλάδα σπατάλησε πολύτιμο χρόνο και χρήμα για να φτιάξει ένα σύγχρονο κράτος που θα μπορούσε να λειτουργήσει στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς προστατευτικά κι όχι αποδομητικά για την οικονομία και την κοινωνία;
Υπάρχουν κι άλλοι δημοσιολογούντες που αναστοχάζονται μ’ έναν πεσιμισμό ότι στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, οι κυβερνήσεις της χρησιμοποιούσαν, πάντοτε, το εκλογικό σύστημα, προκειμένου να επανεκλέγονται και ποτέ δεν υπήρχε ένα σταθερό εκλογικό σύστημα. Κι αυτοί, ονειρεύονται ένα άλλο ιδεατό σύστημα, αποδυναμώνοντας, όμως, το πολιτικό σύστημα, αφού πλαγίως, βάλλουν εναντίον του.
Η κολοβή συζήτηση για το εκλογικό σύστημα ερήμην της διακυβέρνησης οφείλεται σε άγνοια και σε λαϊκισμό. Οφείλεται, επίσης και σε έναν άλλο, πολύ ισχυρό, λόγο: Στην προσπάθεια διατήρησης του κομματικού κράτους.
Ας παρακολουθήσουμε, ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη χρηστή διακυβέρνηση και, εν συνεχεία, αβίαστα θα μπορεί κανείς να ελέγξει εάν ο ισχυρισμός μας ευσταθεί ή όχι.
- Η διασφάλιση της ακώλυτης έκφρασης των πολιτών και η λογοδοσία. Δεν εννοούνται, εδώ, μόνο οι θεμελιώδεις αξίες του ελεύθερου συνέρχεσθαι και της συλλογικής έκφρασης μέσω ανόθευτων εκλογών από βία και τρομοκρατία αλλά και η κατοχύρωση ενός καθεστώτος ελέγχου και λογοδοσίας των ΜΜΕ. Η χώρα μας έχει κάνει ελάχιστα την περίοδο της μεταπολίτευσης και κάνει σαφή βήματα υποχώρησης με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που επιχειρούν να ελέγξουν το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο με πρωτόγονο τρόπο χορηγώντας οι ίδιοι τις άδειες.
- Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ πολύ λίγων χωρών του αναπτυγμένου κόσμου που οι δημόσιες υπηρεσίες (και οι δημόσιοι υπάλληλοι), επί των οποίων βυσσοδομεί το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα, δεν αξιολογούνται. Το κόμμα προσπαθεί να διατηρηθεί στην εξουσία μέσα από την λαφυραγώγηση του κράτους (ακόμη και χρεωκοπημένου).
- Η ποιότητα των ρυθμιστικών κανόνων. Ίσως ο δείκτης στον οποίο σημειώνουμε την χειρότερη επίδοση. Με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πλήττεται στον πυρήνα του το ίδιο το κράτος δικαίου. Ο κανονισμός της Βουλής και το Σύνταγμα έχουν γίνει κουρελόχαρτα και η νομοθέτηση έχει προσλάβει προ-νεωτερικά χαρακτηριστικά.
- Η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου μέσα από τις εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επεχείρησαν πρωτοφανείς παρεμβάσεις στην ηγεσία της δικαιοσύνης, αποδίδοντας τον ρόλο του ελεγκτή και του ελεγχόμενου στο ίδιο πρόσωπο. Πέραν των παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη, οι ανεξάρτητες αρχές αποδεκατίστηκαν και στερούνται των βασικών μέσων για να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους.
- Έλεγχος της διαφθοράς. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ χρησιμοποιούν την διαφθορά ως επικοινωνιακό εργαλείο κι ενώ η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να βρίσκεται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα, επιχειρείται ο κομματικός έλεγχος των κλεπτοκρατικών δικτύων μέσω τοποθέτησης ημετέρων σε Διοικητικά Συμβούλια νομικών προσώπων και οργανισμών.
Σε μια τέτοια συγκυρία, η απλή αναλογική θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «disruptor» («ανακατώστρα»):
- Εάν προωθηθεί μαζί με μέτρα και πολιτικές που κατοχυρώνουν την λογοδοσία των πολιτικών έναντι των πολιτών.
- Εάν συνδυαστεί με μέτρα και πολιτικές παραδειγματικής τιμωρίας των φοροφυγάδων και διάλυσης των κλεπτοκρατικών δικτύων.
- Εάν, τώρα αμέσως, υπάρξει σχέδιο αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης με δραστική μείωση του κομματικού παρεμβατισμού.
- Εάν η Βουλή αποφασίσει να εφαρμόζει το Σύνταγμα και τις αρχές της καλής νομοθέτησης, και
- Εάν πάψουν αμέσως οι ανοίκειες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη και τη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών.
Εάν δεν συμβούν τα πέντε προηγούμενα, τότε η απλή αναλογική –όσο άδολη κι αν είναι- μπορεί να μετατραπεί σε μπούμερανγκ. Μπορεί να γίνει ένας ακόμη παράγοντας μικρότερης λογοδοσίας, απόλυτου εκφυλισμού του κοινοβουλευτικού έργου και διάλυσης της διοίκησης από ορδές κομματικών γκαουλαϊτερ.
Θαρσείν χρη, λοιπόν, ω άνδρες πολιτικοί!