Άνθισαν του κήπου μου οι γαρδένιες.
Άσπρα κεφαλομάντηλα, άρωμα ακριβό.
Λιμπίστηκα την ομορφιά τους,
την αρχοντιά στον τρόπο τους.
Λίγα λουλούδια είναι που πιάνονται
σε τόσα δίχτυα επαίνων.
Κι ως θαυμαστής που τ’ άπλωσε,
μάζεψα τον θαυμαστικό μου κόπο.
Όμως…
μετά το μεθύσι του …αρώματος, της … όψης τους,
μικρή μελαγχολία μοι εσώρευσε η υπέροχη ομορφιά τους.
Αυτή η εφήμερη ηδονή
χαμήλωσε με το βάρος της βλέμμα μου.
Πόσο πραγματική στο λίγο της,
πόσο ηδονική στο πολύ τής αναμονής της.
Έκλεισα τα μάτια και απόλαυσα το εφήμερο.
Μελαγχόλησε το άρωμα τους σαν έγλειφε το δέρμα μου.
Έγινε γλυκύτερο από γλυκό.