Ειδικότερα στην Ελλάδα, πολυάριθμες κινήσεις κοινωνικής και οικονομικής αλληλεγγύης και συλλογικότητας αυτο-οργανώνονται με σκοπό την αλληλοβοήθεια και τη συνεργατική δράση σε πολλά πεδία όπου η μέριμνα του κράτους δεν επαρκεί, ή/και η οικονομική κρίση δημιουργεί έντονα προβλήματα. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, σε συνδυασμό με την αύξηση των χρηστών του διαδικτύου, την ανάπτυξη της ευχρηστίας και τη διασύνδεση της επικοινωνιακής δυνατότητας των συλλογικών ψηφιακών μέσων (social media), οι πρωτοβουλίες αυτές πολλαπλασιάζονται και γίνονται πιο εύκολα και γρήγορα γνωστές. Ταυτόχρονα δημιουργούνται και προσπάθειες καταγραφής των δράσεων αυτών, μία εκ των οποίων έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη της διαδικτυακής πλατφόρμας Οργάνωση 2.0 (www.organosi20.gr) , από την ερευνητική ομάδα Ψηφιακά Μέσα για Συμμετοχή (www2.media.uoa.gr/~gouscos/digitalmedia4participation) του Εργαστηρίου Νέων Τεχνολογιών στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση και τα ΜΜΕ (www.media.uoa.gr/ntlab) του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ (www.media.uoa.gr). Στην πλατφόρμα Οργάνωση 2.0 μπορούν ήδη (μέσα 2013) να βρεθούν πληροφορίες για περισσότερες από 300 δράσεις αυτο-οργάνωσης στην Ελλάδα, ταξινομημένες σε γεωγραφικές και θεματικές κατηγορίες, καθώς και σύνδεσμοι προς άλλα αντίστοιχα ευρετήρια δράσεων αυτο-οργάνωσης στο ελληνικό διαδίκτυο.
Η ερευνητική ομάδα Ψηφιακά Μέσα για Συμμετοχή επιμελήθηκε το Φεβρουάριο 2013 την υλοποίηση μιας θεματικής συνεδρίας με τίτλο Δράσεις κοινωνικής αυτο-οργάνωσης και διαδίκτυο: προς μια έννοια οργάνωσης 2.0; Η συνεδρία αυτή φιλοξενήθηκε στον κύκλο διαλέξεων Ζητήματα Επικοινωνίας 2012-2013 του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας (ΕΠΙΕΕ) (www.media.uoa.gr/institute) και πραγματοποιήθηκε στους χώρους του Πανεπιστημίου Αθηνών την Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013, με συμμετοχή προσκεκλημένων πανεπιστημιακών ομιλητών και εκπρόσωπων δράσεων αυτο-οργάνωσης, ορισμένοι εκ των οποίων συμβάλλουν με κείμενά τους στο παρόν ειδικό τεύχος. Το πρόγραμμα εργασιών και οι περιλήψεις των εισηγήσεων της συνεδρίας αυτής είναι διαθέσιμα (http://www2.media.uoa.gr/institute/download.php?f=organosi20.pdf) στον ιστοχώρο του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας (http://www2.media.uoa.gr/institute/pages/gr/announcements_gr.html), ενώ οι μαγνητοσκοπημένες εργασίες της συνεδρίας μπορούν να βρεθούν σε ψηφιακή μορφή στο κανάλι βίντεο του ΕΠΙΕΕ στο Youtube (www.youtube.com/user/EPIEEInstitute).
Όπως αναφέρθηκε και στην προβληματική πλαισίωσης της παραπάνω θεματικής συνεδρίας, η δημιουργία και λειτουργία δράσεων αυτο-οργάνωσης αναδεικνύει πολλά και ενδιαφέροντα ανοικτά θέματα, σε επίπεδο καθημερινής πράξης αλλά και επιστημονικής θεώρησης. Στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, βρισκόμαστε σε μια πρώτη περίοδο εξέλιξης των δράσεων αυτών. Το σώμα εμπειρίας που προκύπτει από την ανάπτυξή τους βρίσκεται ακόμη υπό συγκρότηση, πολλώ μάλλον καθώς οι μορφές αφετηρίας και οι πορείες υλοποίησης των προσπαθειών αυτών συχνά μεταλλάσσονται. Οι περιορισμοί και οι δυσκολίες που οι δράσεις αυτές αντιμετωπίζουν, καθώς η δυναμική που διαμορφώνουν, αποτελούν ζητήματα προς διερεύνηση. Το ίδιο και οι πτυχές της όλο και εντονότερης σχέσης που οι δράσεις αυτές έχουν, ή επιδιώκουν να αναπτύξουν, με το διαδίκτυο και τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας. Ομοίως προς διερεύνηση τελούν και τα ερωτήματα για το κατά πόσον, υπό ποιες αφετηριακές συνθήκες και με ποιους ειδικότερους τρόπους τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, ή εν γένει τα λεγόμενα νέα μέσα (new media), με το κυλιόμενο εννοιολογικό φορτίο του όρου αυτού προϊούσης της εξέλιξης των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας, μπορούν να συνεισφέρουν στην επικοινωνιακή δυνατότητα των δράσεων αυτο-οργάνωσης, τόσο για την (υπό συνθήκες σταθερής κατάστασης, όσο μπορεί να στέκει η παραδοχή ότι υπάρχουν τέτοιες συνθήκες) επικοινωνία των μηνυμάτων τους, όσο και για την αρχική συγκρότηση και τη μετέπειτα επιβίωση και δυναμική τους.
Η προσπάθεια να υπαχθούν οι δράσεις αυτο-οργάνωσης σε εγκαθιδρυμένες έννοιες και σχήματα ανάλυσης των κοινωνικών επιστημών δεν είναι βέβαιο ότι τελεσφορεί. Υπό μια ευρύτερη συστημική θεώρηση[1], οι δράσεις αυτές θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως συστήματα στα οποία δεν ισχύουν με αυστηρότητα διακρίσεις ανάμεσα στη στατική δομή, τη δυναμική συμπεριφορά και τη δυναμική 2ης τάξης για την αλλαγή των όρων δόμησης και των κανόνων συμπεριφοράς τους. Αντίθετα, κάθε στοιχειώδης δράση ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να υποτεθεί ότι, ως πλευρικό αποτέλεσμά της, δημιουργεί και συνθήκες αλλαγής των όρων δόμησης και των κανόνων συμπεριφοράς του. Υπό την έννοια αυτή, οι δράσεις αυτό-οργάνωσης θα μπορούσαν να διερευνηθούν ως ένα είδος συστημάτων που δεν διαθέτουν παγιωμένη δομή και συμπεριφορά, αλλά αντίθετα λειτουργούν με μια διαρκή δυναμική 2ης τάξης για τη συνεχή αλλαγή της δομής και συμπεριφοράς τους.
Από διαφοροποιήσεις όπως αυτές, καθώς και από το συστατικό ρόλο της αυτο-οργάνωσης στη συγκρότηση των εν λόγω δράσεων, διαφαίνονται και διαφορές τους από παραδοσιακές δομές, θεσμούς και δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως οι δράσεις της εκκλησίας, το κίνημα του εθελοντισμού, οι μη κερδοσκοπικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Οι σύγχρονες δράσεις αυτο-οργάνωσης φαίνονται να εμφανίζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά στη συγκρότηση και στις αναφορές τους, τα οποία επηρεάζουν εν πολλοίς και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και εξελίσσονται.
Δεν θα πρέπει άλλωστε να διαλάθει της προσοχής μας, στη συζήτηση αυτή, ότι η εμφάνιση και εξέλιξη των δράσεων αυτο-οργάνωσης εγγράφεται, μεταξύ άλλων, και σε μια γενικότερη πτυχή εξέλιξης της έννοιας της ηλεκτρονικής συμμετοχής (electronic participation). Η τελευταία, η οποία αναφέρεται στη χρήση του διαδικτύου και άλλων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας για την συμμετοχή σε υποθέσεις που αφορούν τα κοινά και το δημόσιο συμφέρον, αναπτύσσεται ως πεδίο ενεργοποίησης των ψηφιακά εγγράμματων πληθυσμών[2] αλλά και επιστημονικής έρευνας σε σχέση με τα αποτελέσματα και τις καλές πρακτικές της[3]. Ιστορικά, η ηλεκτρονική συμμετοχή ξεκίνησε από περισσότερο θεσμοθετημένες μορφές όπως οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες (electronic voting) και οι διαδικτυακές διαβουλεύσεις (online consultations), των οποίων ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό είναι το ότι διοργανώνονται από θεσμικούς φορείς διοίκησης. Σήμερα, ωστόσο, η ηλεκτρονική συμμετοχή εξελίσσεται προς όλο και περισσότερο αυτο-οργανωμένες και μη θεσμικές, έως και α-θεσμικές, μορφές, οι οποίες συγκροτούνται έξω από την αποκαλούμενη θεσμική πολιτική (institutional politics), επιδιώκουν να επηρεάσουν τους πολιτικούς θεσμούς με συλλογικές προσπάθειες από την βάση προς την κορυφή, ή/και ορίζουν την εμβέλειά τους με τρόπο που αμφισβητεί στην πράξη την εμπιστοσύνη στους σχεδιασμούς και στα αποτελέσματα της θεσμικής πολιτικής, προτάσσοντας άμεσους και εναλλακτικούς τρόπους δράσης. Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι ότι με τον αντίστοιχο τρόπο εντάσσεται στις αναφορές των δράσεων αυτών παράλληλα προς τη θεσμική πολιτική και η επίσημη οικονομία, προς την οποία ομοίως προσπαθούν να αντιπαραθέσουν αδιαμεσολάβητες δράσεις και εναλλακτικές πρακτικές στη βάση των οικονομικών συναλλαγών.
Είναι σίγουρο ότι οι παντός είδους κρίσεις, καταστροφές και ελλείμματα, στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των δράσεων για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική αυτο-οργάνωση χρησιμοποιώντας πλατφόρμες στο διαδίκτυο και στα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας.
Τα τελευταία, είναι επίσης σίγουρο ότι από πρακτική άποψη διευκολύνουν την υλοποίηση και μεγαλώνουν την εμβέλειά των δράσεων αυτών στους ψηφιακά και γλωσσικά εγγράμματους πληθυσμούς, αφήνοντας όμως αναπάντητο ένα εξίσου βασικό ζήτημα: κατά πόσο διευκολύνουν τις εν λόγω δράσεις να φτάσουν και στους ψηφιακά (ή και γλωσσικά) μη εγγράμματους πληθυσμούς, και ειδικά στους πληθυσμούς χαμηλού κοινωνικού και οικονομικού προφίλ, που βρίσκονται ακόμη και κάτω από το όριο της φτώχειας, και οι οποίοι κατ’ εξοχήν έχουν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αιτήματα και ανάγκη αλληλεγγύης.
Τέλος, μια σημαντική και ανοικτή συζήτηση αφορά το με ποιους τρόπους και σε ποιο βαθμό οι σημερινές αυτο-οργανωμένες και μη θεσμικές / α-θεσμικές δράσεις ηλεκτρονικής συμμετοχής μπορούν αφενός μεν να υλοποιήσουν, αφετέρου δε να εμπλουτίσουν, ένα πολύ μεγάλο πλήθος μορφών κοινωνικής δράσης που μας έχει κληροδοτήσει η ιστορική εξέλιξη. Μιλώντας πάντοτε για δράσεις στο χώρο της μη βίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ποικιλία μορφών που εκτείνονται σε όλο το πλάτος από την ανακλαστική αντίδραση έως την ρηξικέλευθη δράση, από τη διαμαρτυρία, με την μορφή της ενημέρωσης, της συλλογής υπογραφών, της διαδήλωσης, έως την αντίσταση, με τη μορφή της απεργίας, της πολιτικής ανυπακοής (civil disobedience)[4], της πολιτικής αντίστασης (civil resistance)[5], της κοινωνικής άμυνας (social defense)[6], έως την εναλλακτική δράση, με τη μορφή της κοινωνικής αλληλεγγύης, της κοινωνικής οικονομίας, του δίκαιου εμπορίου, των εναλλακτικών, κοινοτικών και παράλληλων νομισμάτων και ανταλλαγών[7]. Βρισκόμαστε, επομένως, μπροστά σε ένα ευρύτατο φάσμα μορφών συλλογικής δράσης οι οποίες αποπειρώνται να χρησιμοποιήσουν τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο. Και μάλιστα να τα χρησιμοποιήσουν όχι μόνο ως πλατφόρμα συγκρότησης και λειτουργίας, αλλά και ως πλατφόρμα παραγωγής και ενσωμάτωσης νέων ιδεών για το κοινωνικά δίκαιο και νέων τρόπων για την εγκαθίδρυσή του.
Το αίτημα του κοινωνικά δίκαιου ασφαλώς δεν είναι καθόλου νέο, υπάρχει από τότε που υπάρχει και η έννοια του ίδιου του κοινωνικού. Το πρωτόγνωρο, στην εμπειρία όσων από εμάς είχαμε την τύχη να μην έχουμε ζήσει παλαιότερα δύσκολους καιρούς, είναι η εμφάνισή του υπό όρους τόσο πιο επιτακτικούς, όσο πιο έντονα σοβεί γύρω μας η κρίση της επιβίωσης και της ελπίδας. Σίγουρα όμως δεν πρόκειται για την πρώτη εμφάνιση του αιτήματος αυτού, που ούτως ή άλλως αποτέλεσε ιστορικά κριτήριο οργάνωσης και θέσμισης των κοινωνιών, της πολιτικής και της οικονομίας.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι ότι το αίτημα αυτό έρχεται να υπηρετηθεί για πρώτη φορά στην ιστορία μας από ψηφιακές τεχνολογίες και μέσα επικοινωνίας που δίνουν τη δυνατότητα, ή αν μη τι άλλο την ελπίδα, να ξεφύγει η συνεργασία και συλλογικότητα από το στενά τοπικό, τόσο με τη γεωγραφική όσο και με την πολιτισμική έννοια του τόπου, να απλωθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που ίσως και να μην έχουν συναντηθεί ποτέ έξω από το διαδίκτυο, και να κρατήσει ενδεχομένως περισσότερο στο χρόνο.
Αυτό που συμβαίνει επίσης σήμερα, χρησιμοποιώντας τις ψηφιακές τεχνολογίες και το διαδίκτυο, είναι ότι για πρώτη φορά τόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν εργαλεία επικοινωνίας και συνεργασίας τα οποία όχι απλώς επιτρέπουν σιωπηρά, αλλά επικοινωνούν ρητά την μη αποθάρρυνση της ομοτιμίας και της ριζοσπαστικότητας στην επινόηση των τρόπων χρήσης τους. Και, δοθέντος ότι για τα εργαλεία αυτά, όπως και για όλα τα εργαλεία, ο τρόπος χρήσης λειτουργεί ως παράδειγμα και για τον σκοπό της χρήσης, τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο δίνουν για πρώτη φορά σε τόσους πολλούς ανθρώπους το παράδειγμα της επινόησης ομότιμων και ριζοσπαστικών σκοπών συλλογικότητας.
Αυτό ενδεχομένως είναι ένα πραγματικά νέο στοιχείο που μπορούν να συνεισφέρουν τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο στην υπόθεση του κοινωνικά δίκαιου. Ταυτόχρονα, αυτές οι διαστάσεις ομοτιμίας και ριζοσπαστικότητας αναδεικνύονται σε έναν κύριο όρο εμπλοκής στον κόσμο των ψηφιακών μέσων και του διαδικτύου για όλους τους νεοεισερχόμενους, και ειδικότερα σε ένα πρίσμα για να ιδωθεί η προσπάθεια της αυτο-οργάνωσης και της συμμετοχής για την κοινωνικά δίκαιη δράση, είτε αυτή προσδιορίζεται εντός είτε εκτός των επίσημων θεσμών της πολιτικής και της οικονομίας.
Τελούμε, κατά την έννοια αυτή, σε μια κατάσταση όπου ο καθένας μας ατομικά βρίσκεται μπροστά στο διαδίκτυο αντιμέτωπος με μια νέα εμπειρία γέννησης και αυτο-ορισμού σε έναν χώρο όπου δεν υπάρχουν οι περιορισμοί, οι καταπιεστικοί θεσμοί και τα άλλοθι που ακυρώνουν την κινητοποίηση και τον ριζοσπαστισμό μας στον εκτός διαδικτύου κόσμο. Το διαδίκτυο, από αυτή την άποψη, μας παρουσιάζεται ως ένας χώρος στον οποίο πρώτιστα μας ορίζει η υποχρέωση να πραγματώσουμε την ελευθερία μας και στη συνέχεια το δικαίωμα να την ασκήσουμε. Μήπως όμως με τον τρόπο αυτό δεν μας παρουσιάζεται, είτε έχουμε τη δύναμη να το δούμε είτε όχι, και ο κόσμος γύρω μας;
Πώς παίρνουμε στο διαδίκτυο την απόφαση να δράσουμε πολιτικά και κοινωνικά, να επιδιώξουμε ιδέες (και ακόμη περισσότερο, ριζοσπαστικές ιδέες) ομοτιμίας και συλλογικότητας; Το ερώτημα αυτό, αρχικό και ταυτόχρονα τελικό στην παρούσα συζήτηση, δεν μπορεί να απαντηθεί από τη σκοπιά των ψηφιακών μέσων, ή τουλάχιστον όχι μόνο από αυτήν. Πάνω στο ερώτημα αυτό, που αφορά τον άνθρωπο ως ον επικοινωνιακό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, ψυχολογικό, έλλογο, ένδεο και ατελές μπροστά στα όρια του σώματος και του λόγου του, και πάνω από όλα παίζον, χρειάζεται να συνδιαλλαχθούν και πολλές ακόμη σκέψεις και ματιές.
Τα κείμενα που ακολουθούν στο ειδικό τεύχος, φωτίζουν το καθένα από την πλευρά του διαφορετικές πτυχές των εξελίξεων που εγγράφονται σήμερα στην παραπάνω προβληματική.
Ο Βασίλης Κωστάκης, στο κείμενό του με τίτλο Η ομότιμη προοπτική και η υπόσχεση των Κοινών, διαπραγματεύεται με γλαφυρό τρόπο, σε μια ιστορική αλλά ταυτόχρονα και τρέχουσα προοπτική, τις έννοιες του ομότιμου κινήματος (peer-to-peer movement)[8] και των κοινών (commons), όπως αυτές επανεμφανίζονται και από ορισμένες απόψεις αναπροσδιορίζονται στις πλατφόρμες των σύγχρονων ψηφιακών μέσων και του διαδικτύου. Όπως σημειώνεται και στο κείμενο, ‘ … το ομότιμο κίνημα (που περιλαμβάνει εγχειρήματα σαν αυτό του ελεύθερου λογισμικού/λογισμικού ανοικτού κώδικα), βασιζόμενο σε ένα «ήθος» συνεργασίας, σεβασμού, αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης, αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία. Οι άνθρωποι φαίνεται να αμφισβητούν την έννοια της ελευθερίας «από κάτι» και να αντιλαμβάνονται πλέον την ελευθερία σε όρους δημιουργίας, επικοινωνίας και έκφρασης: «είμαι ελεύθερος να…».’ Με την προσέγγιση αυτή, το σύγχρονο ομότιμο κίνημα επαναφέρει στο προσκήνιο την έννοια των κοινών, ως υλικών ή άυλων αγαθών με δύο σημαντικές ιδιότητες: (α) την ιδιότητα του κοινόκτητου, με βάση την οποία τα κοινά αγαθά δεν προορίζονται προς διαχείριση με όρους αποκλειστικής και ατομικής ιδιοκτησίας αλλά αντίθετα προς διαμοιρασμό με όρους κοινοκτημοσύνης, και (β) την ιδιότητα του ανοικτού, με βάση την οποία η χρήση των κοινών αγαθών διέπεται από μια αναδρομική λογική: συνδυάζει, ταυτόχρονα, την τελική χρήση τους αλλά και τη χρήση τους ως μέσων παραγωγής νέων κοινών αγαθών. Όπως σημειώνει και ο συγγραφέας, μιλώντας για τα πληροφοριακά κοινά, τα αγαθά αυτά ‘Όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται, τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτούν και τόσο πιο ωφέλιμα για το κοινωνικό σύνολο γίνονται’.
Θέτοντας δίπλα στον όρο της ομοτιμίας έναν ακόμη όρο εξίσου θεμελιακό, αυτόν της εμπιστοσύνης, στο κείμενο με τίτλο Η εμπιστοσύνη ως αξία: χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο για τις κοινωνικές μας επαφές ο Δημήτρης Τζώρτζης συζητά την σχέση ανάμεσα στην έννοια της εμπιστοσύνης και στο διαδίκτυο. Φεύγοντας από την παραδοσιακή οπτική της σχέσης αυτής, που αντιμετωπίζει την εμπιστοσύνη ως κάτι που έρχεται έξω από τον ψηφιακό κόσμο για να διαδραματίσει ρόλο στη συμπεριφορά μας μέσα σε αυτόν, αναδεικνύεται εδώ μια νέα προσέγγιση, για την ανάδυση ενός κεφαλαίου εμπιστοσύνης και μέσα στο ίδιο το διαδίκτυο, και την αξιοποίηση του κεφαλαίου αυτού στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε στο διαδίκτυο την παρουσία και τις επαφές μας. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο κείμενο, ‘οι κριτικές τις οποίες συγκεντρώνουμε συμμετέχοντας στα online κοινωνικά δίκτυα διαμοιρασμού και κοινής χρήσης πόρων δημιουργούν την online φήμη μας’ και η φήμη αυτή, που έχει προκύψει μέσα από αμοιβαίες διαδράσεις και κριτικές, λειτουργεί ακριβώς ως υπόβαθρο και κριτήριο προκειμένου να μας εμπιστευθούν στο διαδίκτυο άνθρωποι που δεν μας γνωρίζουν στον εκτός διαδικτύου κόσμο. Αποκτά έτσι ο ψηφιακός κόσμος μια θεμελιώδη δυνατότητα της κοινωνικής σφαίρας, τη δυνατότητα να μπορούμε να εμπιστευόμαστε, με έναν τρόπο στηριγμένο σε τεκμήρια και όχι σε επιπόλαιες συμπεριφορές, αγνώστους. Μια δυνατότητα που πρακτικά σημαίνει ‘ότι μπορούμε δυνητικά να γνωριστούμε, να συναλλαχθούμε, να συνεργαστούμε, με οποιονδήποτε γύρω μας, έχοντας ένα αίσθημα ασφάλειας. Επιπλέον, με περισσότερους “αξιόπιστους” στο περιβάλλον μας μπορούμε να κάνουμε πιο αποδοτική χρήση των πόρων τους οποίους διαθέτουμε, με το να τους μοιραζόμαστε με άλλους έχοντας λιγότερο φόβο απώλειας ή ζημιών. Έτσι κάνουμε πιο πολλές κοινωνικές επαφές και γνωρίζουμε τους ανθρώπους γύρω μας.’
Χτίζοντας πάνω στις βασικές έννοιες της ομοτιμίας και της εμπιστοσύνης στο διαδίκτυο, όπως αυτές συζητούνται στα προηγούμενα κείμενα, είναι πλέον δυνατό να δημιουργηθεί στον ψηφιακό χώρο αυτό που παραδοσιακά, και πολλές φορές καθ’ υπερβολή του όρου, συζητείται ως έδαφος για νέες επαναστάσεις. Και όπως δείχνει η τροπή που τείνει να πάρει η εξέλιξη του διαδικτύου, το πραγματικά ριζοσπαστικό στοιχείο που έρχεται στο προσκήνιο δεν επικεντρώνεται στην καινοτομία αυτή καθ’ εαυτή, πολλώ μάλλον σε μια καινοτομία ενταγμένη στη λογική του οικονομικού κέρδους. Αντίθετα, το ριζικά διαφορετικό σήμερα είναι η έλευση σε πρώτο πλάνο της έννοιας της αλληλεγγύης, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο δημιουργικό επίπεδο. Της αλληλεγγύης ως σκοπού και αναγκαίου όρου προκειμένου να είναι μια καινοτομία κοινωνικά αποδεκτή, στο βαθμό που υπηρετεί μια αλληλέγγυα λογική και την ενδυναμώνει. Με την προσέγγιση αυτή μπορούμε σήμερα να μιλούμε για ένα πλήθος δράσεων αλληλέγγυας καινοτομίας στο διαδίκτυο, που δίνουν ανάμεσα σε άλλα και τη δυνατότητα να νοηματοδοτηθεί, με ένα περιεχόμενο πολύ πιο σαφές και απτό από όσο είχαμε έως τώρα δει, μια έννοια κοινωνικής καινοτομίας.
Στο κείμενο Η επανάσταση του “εμείς”! Κοινωνική καινοτομία: ομάδες, πρόσωπα, χώροι και δραστηριότητες στην Ελλάδα του 2013 η Φαίδρα Σίμιτσεκ παρουσιάζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιήγηση στο τοπίο των δράσεων αυτών, στην Ελλάδα αλλά και ανά τον κόσμο. Πρόκειται για δράσεις που αρχίζουν πλέον να φεύγουν από το χώρο του πειραματικού, να συναντούν την αποδοχή όλο και μεγαλύτερων ομάδων κοινού, και να διεκδικούν προοπτικά να αλλάξουν τους όρους οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών αλλά και οικονομιών. Όπως σημειώνει και η συγγραφέας, πλήθος ερωτημάτων προκύπτουν, δίχως για την ώρα εμφανείς απαντήσεις, από όλες αυτές τις προσπάθειες: ‘Ποιοι τομείς της παραγωγής και της διοίκησης θα επαναπροσδιοριστούν λόγω αυτών των νέων πρακτικών; Τι θα αλλάξει στο τρόπο που σχεδιάζουμε και παράγουμε προϊόντα και υπηρεσίες; Θα διαδραματιστεί τελικά μια επανάσταση όπως αυτή που συνέβη με τη βιομηχανία της μουσικής; Ποια θα είναι τα επικρατέστερα συστήματα καινοτομίας και πώς θα επηρεάσουν τα οικονομικά μοντέλα που ξέρουμε; Ποια οράματα θα υιοθετηθούν τελικά από την κοινωνία; Δεν μπορούμε ακόμα να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά αλλά σίγουρα μια νέα τάξη πραγμάτων γεννιέται στην Ελλάδα και αλλού, μια οικονομία της δημιουργίας αναπτύσσεται και ας δυσκολεύονται οι παραδοσιακές δυνάμεις να την αναγνωρίσουν. Πρόκειται για οικονομία που δίνει διέξοδο σε μια κοινωνία τελματωμένη. Διέξοδο μέσα από την καινοτομία με επίκεντρο τον άνθρωπο που προσφέρει έναν νέο τρόπο συνύπαρξης και ανάπτυξης;’
Συναντώντας σε πολλά σημεία την προβληματική αυτή, στο επόμενο κείμενο με τίτλο Η αυτο-οργάνωση στην ελληνική κοινωνία της κρίσης, η Ελένη-Ρεβέκκα Στάιου προσεγγίζει το φαινόμενο των δράσεων αυτο-οργάνωσης και κοινωνικής αλληλεγγύης στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, υπό τις καταλυτικές επιπτώσεις της κρίσης. Όπως επισημαίνεται, οι δράσεις αυτές ‘… προήλθαν σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που συγκεντρώθηκαν, είδαν κάποια κενά και θέλησαν να τα καλύψουν. Πολλές φορές έχοντας ως παράδειγμα αντίστοιχες αυτο-οργανώσεις από το εξωτερικό, προσπάθησαν να προσαρμόσουν αυτό το νέο είδος κοινωνικού μορφώματος στα ελληνικά δεδομένα, με ό,τι ιδιαιτερότητες περιλαμβάνουν αυτά. Πολλές από τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν δεν ήταν άγνωστες στην επαρχία, όπως για παράδειγμα οι ανταλλαγές ειδών. Ήταν άγνωστες όμως στα αστικά κέντρα όπου ανέκαθεν υπήρχε το μεγαλύτερο πρόβλημα.’ Όπως αναλυτικότερα παρουσιάζεται και στο κείμενο, οι δράσεις κοινωνικής αυτο-οργάνωσης έχουν πλέον εξαπλωθεί, γεωγραφικά και θεματικά, στην Ελλάδα, και σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν διαφορετικές μορφές, κρατώντας μεγαλύτερες ή μικρότερες αποστάσεις από την εμπλοκή θεσμικών φορέων. Το τοπίο αυτό γεννά πολυάριθμα ερωτήματα, όχι μόνο πρακτικού αλλά και ερευνητικού χαρακτήρα, ανάμεσα στα οποία τίθεται σε κεντρικό ρόλο και το ζήτημα του κατά πόσον οι δράσεις αυτές δημιουργούν, όπως είναι και η εύλογη προσδοκία όλων, ένα μονιμότερο είδος κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο θα παραμείνει ως συνεκτικός παράγοντας στην ελληνική κοινωνία ακόμη και όταν οι συνέπειες της κρίσης κατ’ ελπίδα υποχωρήσουν.
Ατενίζοντας την εικόνα που συνθέτουν οι παραπάνω προσπάθειες, τόσο αυτές που αναδύονται στο επίπεδο της κοινωνικής καινοτομίας όσο και αυτές που δημιουργούνται ως αυτο-οργανωμένες δράσεις γύρω από ανάγκες και αιτήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ένα σημαντικό μέρος των προσπαθειών αυτών εστιάζεται σε εναλλακτικές προσεγγίσεις για την αλλαγή των οικονομικών σχέσεων, αλλά και των ίδιων των όρων της οικονομίας και της διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα σημαντικό στην οπτική αυτή να δούμε ότι, πέρα από τις προσπάθειες δημιουργίας δικτύων ανταλλαγής τα οποία στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη δυνατότητα να δοθεί και στην ανάγκη να ληφθεί ένα αγαθό ή μια υπηρεσία, χωρίς οποιοιδήποτε όροι αξίας ή τιμής να εισφρέουν στη σχέση αυτή, υπάρχουν και οι προσπάθειες για εναλλακτικά δίκτυα συναλλαγής αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία η διευθέτηση της συναλλακτικής σχέσης γίνεται με κάποιους όρους αξίας ή/και τιμής οι οποίοι προκύπτουν από μια εναλλακτική βάση υπολογισμού, που δεν έχει σχέση με το θεσμοθετημένο νόμισμα της επίσημης οικονομίας. Πρόκειται, εν προκειμένω, για συλλογικά εγχειρήματα καθιέρωσης εναλλακτικών νομισμάτων τα οποία να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση συναλλαγών, χωρίς ταυτόχρονα να εμφανίζουν τα προβλήματα που έχει σήμερα πλέον το επίσημο χρήμα, έχοντας συσσωρευτεί στα χέρια λίγων και υπαχθεί, και το ίδιο ως εμπόρευμα, σε πρακτικές τεχνητού ελέγχου της ζήτησης και της προσφοράς του.
Οι προσπάθειες αυτές, όπως και τα εναλλακτικά συστήματα συναλλαγών και τα εναλλακτικά νομίσματα για τα οποία πληροφορούμαστε καθημερινά, προβάλλουν κατά κανόνα ως λύσεις πολύ περισσότερο εκδημοκρατισμένες και φιλικές προς την κοινωνία από όσο η επίσημη σημερινή οικονομία. Είναι πράγματι έτσι; Τι είναι το ριζικά διαφορετικό που εισφέρουν αυτές οι προσπάθειες; Υπάρχουν παραδοσιακές σχέσεις και δομές τις οποίες ενδεχομένως αναπαράγουν;
Σε αυτό το πεδίο προβληματικής, το κείμενο Τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας στις συναλλαγές: ένα ερώτημα αντεστραμμένο, της Ειρήνης Σωτηροπούλου, θέτει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ερώτημα: ‘πως επηρεάζουν οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφόρησης την οικονομία, ιδίως όμως το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις μεθόδους συναλλαγής, κυρίαρχες και μη κυρίαρχες’. Το ερώτημα αυτό, αφήνοντας εξ αρχής τη συμβατική θεματολογία της υλοποίησης των κυρίαρχων επίσημων μεθόδων συναλλαγής όπως οι ηλεκτρονικές τραπεζικές πληρωμές και μικρο-πληρωμές, μετατίθεται στις μη κυρίαρχες μεθόδους, όπως τα παράλληλα νομίσματα και οι ανταλλαγές, και μάλιστα σε δύο εξαιρετικά ενδιαφέροντα επίπεδα. Το ερώτημα ισχύει εμφανώς σε ό,τι αφορά τη χρήσης τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (ΤΠΕ) για τη δημιουργία και διαχείριση εναλλακτικών προς την επίσημη οικονομία σχημάτων παράλληλων νομισμάτων και ανταλλαγών. Και πέραν αυτού όμως, το ερώτημα αυτό ισχύει και με μια άλλη, αντεστραμμένη και πολύ λιγότερο προφανή έννοια, σε ό,τι αφορά όχι το πώς οι τεχνολογίες μπορούν να λειτουργήσουν ως μέθοδοι συναλλαγής αλλά, αντίστροφα, το πώς οι ίδιες οι μέθοδοι συναλλαγής μπορούν να λειτουργήσουν ως τεχνολογίες. Όπως σημειώνεται στο κείμενο, ‘Οι μέθοδοι συναλλαγής είναι οι ίδιες πληροφοριακά συστήματα ή/και συστήματα επικοινωνίας/διαβίβασης μηνυμάτων. Μάλιστα, πρόκειται για συστήματα πολύ παλαιά και εξαιρετικώς πολυεπίπεδα σε σχέση με τα ψηφιακά πληροφοριακά συστήματα που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας’. Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή θεώρηση των μεθόδων συναλλαγής, που εισάγεται στο κείμενο της Ε. Σωτηροπούλου, αποτελεί αναμφίβολα μια κατεύθυνση σκέψης που μπορεί να δημιουργήσει βαθύτερη κατανόηση των πολλαπλών σχέσεων που συνέχουν την έννοια της συναλλαγής, την έννοια της τεχνολογίας αλλά και τις προκύπτουσες από τις δύο αυτές έννοιες σχέσεις εξουσίας.
Προεκτείνοντας τη συζήτηση αυτή, αν στοχαστούμε ευρύτερα πάνω στις εξουσιαστικές διαστάσεις που μπορούν να έχουν οι κανόνες συναλλαγής και οι βασικοί όροι μιας επίσημης οικονομίας, δεν μπορούμε να μην δούμε ότι οι διαστάσεις αυτές, στο βαθμό που αυτό που έχουμε συζητήσει να συζητούμε ως «κοινωνικό κράτος» υποχωρεί σήμερα στην πράξη αλλά ταυτόχρονα αμφισβητείται και στη θεωρία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, υπό την επέλαση ενός «κράτους», με όλες τις έννοιες του όρου, της οικονομίας, μπορούν να έχουν επιπτώσεις που αγγίζουν όχι μόνο τις ανάγκες μας για ευμάρεια, αλλά και τους βασικούς όρους βίωσης και αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ζωής.
Όπως έρχεται να μας θυμίσει με τον πιο γλαφυρό τρόπο το κείμενο του Γιώργου Βήχα, με τίτλο Το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού (ΜΚΙΕ), τα αγαθά της ζωής και της υγείας, ως υπέρτατα ανθρώπινα δικαιώματα, βρίσκονται σήμερα ανυπεράσπιστα μπροστά στην επιβολή των οικονομικών όρων στην φροντίδα της ασθένειας. Το γεγονός ότι η πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη συναρτάται με το χρήμα, είτε δηλαδή με την ευχέρεια της ιδιωτικής δαπάνης είτε με τη δυνατότητα της ασφαλιστικής κάλυψης, σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι άνθρωποι οι οποίοι στη σημερινή πραγματικότητα δεν έχουν καμία από τις δύο αυτές λύσεις τίθενται εκτός περίθαλψης, όσο σοβαρά κι αν είναι τα προβλήματα και οι ανάγκες που έχουν να αντιμετωπίσουν. Όπως πολύ καθαρά παρουσιάζεται το πρόβλημα αυτό και στο κείμενο, ‘Η απώλεια της ασφαλιστικής κάλυψης και η απώλεια ή η μείωση του εισοδήματος οδήγησαν εκατομμύρια συμπολίτες μας με χρόνια ή οξέα προβλήματα υγείας σε ένα τραγικό αδιέξοδο: οι ανασφάλιστοι βρίσκονται χωρίς την δυνατότητα δωρεάν πρόσβασης στο δημόσιο σύστημα υγείας και οι άνεργοι-άποροι βρίσκονται χωρίς την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν το ποσοστό συμμετοχής τους σε φάρμακα ή σε εξετάσεις.’ Στη συνθήκη αυτή, η παρουσίαση του σκοπού και του έργου του Μητροπολιτικού Κοινωνικού Ιατρείου Ελληνικού (ΜΚΙΕ), όπως και της προσπάθειας που γίνεται από το ιατρείο αυτό και άλλα κοινωνικά ιατρεία της Αττικής και της χώρας να ενώσουν τις δυνάμεις τους, μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι τα όσα συζητούνται και στα υπόλοιπα κείμενα του τεύχους για την ανάδυση, στον ψηφιακό χώρο, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ενεργοποίησης των πολιτών έχουν μια κρισιμότητα που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το ακαδημαϊκό τους ενδιαφέρον και τη θεωρητική συζήτηση. Είναι ζωτικής σημασίας απαντήσεις σε πραγματικές ανάγκες επιβίωσης και αξιοπρέπειας, ανάγκες που τις βλέπουμε μπροστά μας όλο και περισσότερο και που, σε μερικές περιπτώσεις, δεν μένουν μόνο στο χώρο του σημαντικού και του επείγοντος, φτάνουν δυστυχώς στο σημείο του τραγικού. Ας ελπίσουμε, αντλώντας από το κείμενο αυτό την ευθύνη να δούμε τα πράγματα όπως έχουν και να βοηθήσουμε όλοι μας όπως μπορούμε, ότι η προσπάθεια του ΜΚΙΕ και όλων των κοινωνικών ιατρείων θα μπορέσει πραγματικά να αντιστρέψει την εικόνα, να μην επιτρέψει κάποιοι συνάνθρωποί μας να υποφέρουν ή να σβήσουν επειδή δεν είχαν χρήματα, και να κάνει πραγματικά τη σημερινή κατάσταση να φαντάζει, μετά από κάποιο διάστημα, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που πράγματι ως τέτ