Η αναζήτηση της ελπίδας όμως στην Ελλάδα δεν είναι κάτι απλό. Κι αυτό γιατί εκείνοι που θεωρητικά έχουν τη δυνατότητα να την προσφέρουν, δηλαδή οι πολιτικοί, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους.
Η κοινωνία πλέον ελάχιστα ή καθόλου εμπιστεύεται την πολιτική και όσους την υπηρετούμε επειδή φέρουμε τεράστιες ευθύνες για το σημερινό κατάντημα του τόπου. Ευθύνες που ουδέποτε αναλάβαμε.
Για όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν και τα οποία οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση, έχουμε δικαιολογίες, οι οποίες όμως, όσο πειστικές και να θεωρούνται δεν μπορούν να πείσουν τον άνεργο ή τον συνταξιούχο που μια ζωή πλήρωνε για να δει σήμερα τη σύνταξή του να είναι στο ήμισυ της συντάξεως που έπαιρνε προ κρίσης.
Όσο σωστά προγράμματα κι αν δημιουργήσουμε λοιπόν ως πολιτικά πρόσωπα, πρέπει να προηγηθεί η αυτοκριτική. Κάποιοι, θα υποστηρίξουν ότι η κοινωνία δεν θέλει μόνο αυτοκριτική, θέλει και να αυτομαστιγωθούμε. Και πιθανόν να έχει δίκιο, γιατί στην περίοδο που η κοινωνία ματώνει όσα λόγια και να πει κανείς παραμένουν λόγια και δεν κλείνουν πληγές.
Η αυτοκριτική όμως πρέπει να υπάρξει. Και είναι το πρώτο βήμα για να προσελκύσει κανείς την προσοχή της κοινωνίας.
Το δεύτερο είναι η ειλικρίνεια. Δεν χρειάζονται μεγάλες υποσχέσεις. Χρειάζονται ειλικρινείς δεσμεύσεις οι οποίες θα στηρίζονται σε αυτό που απουσιάζει παντελώς από τον δημόσιο βίο, στη λογική.
Η πρόταση του Δημήτρη Κοντογιάννη για στήριξη της Παιδείας, είναι ό,τι πιο λογικό και αποτελεσματικό μπορεί να γίνει. Η επένδυση στην Παιδεία δεν είναι απλά αυτό που όλοι λέμε «η επένδυση στο αύριο μιας χώρας». Στην Ελλάδα είναι πολλά περισσότερα.
Γιατί μέσω της παιδείας μπορούμε να δημιουργήσουμε, πέρα από νέους επιστήμονες ή εξειδικευμένους επαγγελματίες που θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση, αλλά και υπεύθυνους πολίτες που κανείς λαοπλάνος δεν θα μπορεί ξανά να τους ξεγελάσει ότι «λεφτά υπάρχουν» ή ότι «θα σκίσει τα μνημόνια με ένα νόμο».
Ωστόσο για να μπορέσουν να υλοποιηθούν προτάσεις όπως η δημιουργία στην Ελλάδα ενός σχολείου τύπου Summerhill ή μιας σχολής καινοτόμου τεχνολογίας όπως αυτή που περιγράφει, θα πρέπει να βρεθούν κάποιοι που θα επενδύσουν σε αυτές τις ιδέες. Ποιος, Έλληνας ή ξένος, θα επενδύσει στην Ελλάδα από τη στιγμή που ξέρει ότι στην καλύτερη περίπτωση τα μισά του έσοδα θα πηγαίνουν στο κράτος; Για ποιο λόγο θα θελήσει να βάλει συνεταίρο (αν και η καταλληλότερη έκφραση είναι «νταβατζή στην κεφαλή του») το ελληνικό κράτος; Μήπως προηγουμένως το ελληνικό κράτος πρέπει να έχει κάνει το αυτονόητο που έκαναν οι Ιρλανδοί; Να δημιουργήσουν το φορολογικό τοπίο που θα προσελκύσει επενδύσεις.
Συνεπώς επιστρέφουμε και πάλι στην οικονομία. Μια οικονομία που πρέπει μεν να διορθωθεί αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει όραμα για κανέναν νέο, αφού κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει το όραμα του δημοσιονομικού πλεονάσματος, πολύ περισσότερο όταν για να το επιτύχει ακολουθείται μια λάθος οδός μείωσης μισθών και συντάξεων, και μη πληρωμών των υποχρεώσεων του δημοσίου προς τους ιδιώτες.
Το όραμα και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο που θα περιέχει πρέπει να είναι χειροπιαστό και κατανοητό. Και αυτό μπορεί να είναι η Παιδεία, αν δώσουμε στους Έλληνες να κατανοήσουν τι σημαίνει για την οικονομία μας να γίνει η Ελλάδα ένα κέντρο εκπαίδευσης και παιδείας, για ολόκληρη την Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια και όχι μόνο. Θυμίζω ότι οι στρατιωτικές μας σχολές, επειδή είναι καλές, προσελκύουν φοιτητές από ξένες χώρες, μέχρι και από την Αφρική. Φαντάζεσθε να γίνεται αυτό σε όλα τα επίπεδα της παιδείας; Πόσο συνάλλαγμα θα μπαίνει στη χώρα και πόσα χρήματα δεν θα φεύγουν από την Ελλάδα, αφού θα μπει ένα τέλος στην εκπαιδευτική μετανάστευση;
Φαντάζεσθε κάτι αντίστοιχο στον τομέα της Υγείας; Είχα προλάβει τις ουρές στην Τράπεζα της Ελλάδος για έκδοση συναλλάγματος για ιατρικούς λόγους. Σπάνια, κάποτε, χειρουργείτο Έλληνας στην καρδιά στην Ελλάδα. Όσοι είχαν κάποια χρήματα έφευγαν για Αγγλία, όπου τους περισσότερους τους χειρουργούσαν Έλληνες γιατροί. Από τη στιγμή που έγινε το Ωνάσειο τα δεδομένα άλλαξαν. Σήμερα κανείς δεν φεύγει για εγχείρηση ανοικτής καρδιάς στο εξωτερικό. Φαντάζεσθε λοιπόν ένα κράτος που θα ευνοεί την λειτουργία ιδιωτικών νοσοκομείων με στόχο να γίνει η Ελλάδα ένα κέντρο παροχής ιατρικών υπηρεσιών στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια και όχι μόνο; Πόσους ασθενείς θα προσελκύσει και σε πόσους γιατρούς θα δώσει την ευκαιρία να επιστρέψουν στη χώρα τους.
Όλες αυτές οι προτάσεις αποτελούν καθαρά επιχειρηματικές δραστηριότητες που το κράτος οφείλει να ευνοήσει. Και όλες αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να προσφέρουν αυτό που σήμερα λείπει από την Ελλάδα και είναι το ζητούμενο για κάθε πολίτη αυτής της χώρας: Δουλειές, δουλειές, δουλειές…
Μαζί τους άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, τουρισμό, ναυτιλία, πρωτογενή τομέα, θα πρέπει να αναπτυχθούν και νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες στις οποίες η Ελλάδα και οι Έλληνες παραδοσιακά έχουν πλεονέκτημα, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, αύξηση του ΑΕΠ και αύξηση των εσόδων του κράτους.
Όσο δεν ευνοείται η επιχειρηματική δραστηριότητα και η προσπάθεια για έξοδο από την κρίση στηρίζεται μόνο σε περιοριστικές πολιτικές λιτότητας θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο σε αυτό που θέλουμε να αποφύγουμε.
Χρειάζονται επιθετικές πολιτικές, χρειάζεται στόχος και όραμα, αλλά προπάντων λογική στην λειτουργία του κράτους και της οικονομίας, για να κάνουμε πιο ελκυστικό το επενδυτικό τοπίο και να ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάκαμψης προσφέροντας «δουλειές, δουλειές, δουλειές…», σε όλους τους Έλληνες.