γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Είμαστε παιδιά. Είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε, είτε όχι. Ώριμα, ανώριμα, καμιά σημασία δεν έχει. Παιδιά μικρά, από αυτά που κλαίνε, φωνάζουν, γελούν δυνατά -τις περισσότερες φορές χωρίς να το δείχνουν στους άλλους βέβαια. Παιδιά.
Χανόμαστε σε αγκαλιές ατόμων που αγαπάμε. Δεχόμαστε όμορφα δώρα: χαμόγελα, ζεστές αγκαλιές και λέξεις. Υποσχόμαστε τα αστέρια σε όσους έχουν φτερά. Χαρίζουμε παραμύθια σε εκείνους που νομίζουν πως μεγάλωσαν. Γιατί κανένας μεγάλος δεν βαριέται τις ιστοριούλες που γράφτηκαν για αυτόν, πόσο μάλλον όταν τις έγραψε ο ίδιος άθελά του. Κι αυτό συμβαίνει είτε τις διαβάζει, είτε όχι -εξάλλου οι μεγάλοι διαβάζουν σπάνια και εκφράζονται ακόμη σπανιότερα.
Δεν έχει καμιά σημασία αν βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε. Αν κρύψαμε στα βάθη του νου μας τα μυστικά που μας κάνουν ευάλωτους. Τη γειτονιά που παίζαμε μπάλα, για παράδειγμα. Το όνειρο να κατακτήσουμε τον κόσμο με ένα ξύλινο σπαθί. Τα παραμυθάκια που ακούγαμε λίγο πριν κοιμηθούμε. Τους πρώτους καβγάδες και τις συμβουλές, του τύπου “εσύ δεν είσαι αλήτης”, από τους γονείς. Τα κρύψαμε όλα, για να τα ανασύρουμε αργότερα σαν θησαυρούς ενός άλλου πολιτισμού, του πολιτισμού που γέλαγες και έκλαιγες ελεύθερα.
Τρέχουμε καθημερινά, χωρίς αυτό να επηρεάζει την παιδική μας φύση. Κάποιοι από εμάς βέβαια έφτασαν λίγο νωρίτερα στον τερματισμό. Έγιναν στίχοι σε τραγούδια ή εικόνες για να προσεύχονται οι άπιστοι. Τους θυμόμαστε με παιδικούς θεατρινισμούς: μαυροντυμένοι, με το χέρι στο στήθος, μιλάμε στα μάρμαρα που γράφουν τα ονόματά τους. Λέμε, με ύφος δήθεν σοβαρό, πως πάμε να τα πούμε με φίλους που λείπουν, αφού στην παιδική μας φύση δεν χωράει η αποδοχή πως οι άνθρωποι φεύγουν για πάντα. Και τί κι αν πάει καιρός που δηλώσαμε πως πάψαμε να μιλάμε στον θεό; Του ζητάμε ακόμη, στα κρυφά, πάπλωμα για όσους κοιμήθηκαν νωρίς.
Τα χρόνια περνούν όμως και όλοι αλλάζουν. Αναζητούν την εξέλιξη ή τουλάχιστον την επιβίωση. Οι πρώτες ρυτίδες υπογραμμίζουν τη σκλήρυνση του βλέμματος. Ένας σωρός από σωστές και λάθος επιλογές μαζεύονται, αναζητώντας πάντα το πιο ακριβό τίμημα για πληρωμή των πράξεών μας. Ο ύπνος γίνεται σπάνιος, ορισμένες φορές επώδυνος. Οι αναμνήσεις πληθαίνουν, αλλά στοιβάζονται σαν σκουπίδια στην ανακύκλωση της εγωιστικής υποκειμενικότητας. Μεγαλώσαμε λοιπόν, έτσι δεν είναι;
Στραγγίζοντας την πένα πάνω σε λευκά χαρτιά, ο καθένας φτιάχνει τους δικούς του πύργους πάνω στην άμμο. Αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε: το επόμενο κύμα θα είναι μεγαλύτερο και ο πύργος θα γκρεμιστεί. Η κάθε μας γραφή όμως είναι η απόδειξη πως ποτέ δεν μεγαλώσαμε, αφού ακριβώς διατηρούμε την ψευδαίσθηση πως ο κόσμος αλλάζει. Κι αλλάζει, σίγουρα, από τους ανθρώπους -τουλάχιστον όσους έχουν το θάρρος να βγουν μπροστά. Σαν παιδιά λοιπόν θα χτίζουμε τους κόσμους που ονειρευόμαστε. Και θα κλαίμε όταν κάποια παλίρροια ή κάποιο πόδι χαλάσει το έργο μας. Και θα τον χτίσουμε ξανά τον κόσμο μας, πεισμωμένοι, με όνειρα μετουσιωμένα σε γραπτά. Και θα ζήσουμε εμείς καλά, με την ελπίδα πως οι γύρω μας θα ζήσουν ακόμη καλύτερα.
Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Μανώλη Πέπονα «Ήρωες και Φιλοκτήτες» πατήστε εδώ!