γράφει ο Ιωάννης Μπαξεβάνος.
Υπάρχει μια αλήθεια που αποφεύγουμε να ομολογήσουμε, ειδικά όταν μιλάμε για τη Δικαιοσύνη: Εμπιστευόμαστε μόνο τη Δικαιοσύνη που επιβεβαιώνει αυτό που ήδη θεωρούμε δίκαιο. Η αμεροληψία, η τεκμηρίωση, η ψυχρή ζύγιση των αποδείξεων είναι καλές μόνο όταν βγάζουν το αποτέλεσμα που μας συμφέρει. Όταν όμως η Δικαιοσύνη τολμά να αμφισβητήσει το θυμικό μας, τότε τη βαφτίζουμε «στημένη», «πλυντήριο», «θεραπαινίδα της εξουσίας».
Θέλετε ζωντανό παράδειγμα; Τα Τέμπη.
Μια εθνική τραγωδία, ένα αδιανόητο έγκλημα παραμέλησης, αδιαφορίας και διαπλοκής. Ένα έγκλημα που η Δικαιοσύνη καλείται να διαλευκάνει. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, να το επικυρώσει. Γιατί η κοινωνία δεν θέλει έρευνα. Θέλει επιβεβαίωση. Θέλει να ακούσει από το βήμα του δικαστηρίου αυτό που έχει ήδη ποστάρει στα social media.
Ο πολίτης δεν αντέχει την αλήθεια που είναι σύνθετη, γιατί η σύνθετη αλήθεια μοιράζει τις ευθύνες. Και τότε, αναπόφευκτα, κάτι αγγίζει και εμάς. Τη γενικευμένη ανοχή μας στη διαφθορά, την εθνική μας εξοικείωση με τη φράση «έλα μωρέ, έτσι δουλεύει το σύστημα».
Όχι, η αλήθεια αυτή δεν μας αρέσει. Προτιμάμε το απλό σενάριο: «φταίνε οι κακοί, φταίνε οι άλλοι, φταίει το κράτος». Και επειδή αυτό το σενάριο το γράψαμε ήδη στο μυαλό μας, θέλουμε η Δικαιοσύνη να το σφραγίσει. Αν τολμήσει να κάνει κάτι άλλο —αν ψάξει πιο βαθιά ή βρει ενοχή και σε πρόσωπα που δεν μας συμφέρουν να αγγίξει— τότε αμέσως την αποκαθηλώνουμε.
Γι’ αυτό η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι σαν τον καιρό: αλλάζει ανάλογα με τη διάθεσή μας. Όταν βάζει χειροπέδες στον «σωστό» εχθρό, είναι «το τελευταίο καταφύγιο της Δημοκρατίας». Όταν αθωώνει τον λάθος άνθρωπο, είναι «παρακρατικός μηχανισμός συγκάλυψης». Δικαιοσύνη-πασπαρτού, για όλα τα γούστα.
Και κάπως έτσι, οι απόγονοι του Σοφοκλή και του Αριστοτέλη κατάφεραν το ακατόρθωτο: έφτιαξαν μια Δικαιοσύνη που δεν στηρίζεται σε αρχές, αλλά σε likes και θυμικό.
Ο Αριστοτέλης, που κάποτε μίλησε για τη Δικαιοσύνη ως «την υπέρτατη αρετή», θα έμενε άφωνος μπροστά σε αυτή την παραμόρφωση. Η Δικαιοσύνη απαιτεί αντοχή στην πολυπλοκότητα. Ζητά να κοιτάξεις την αλήθεια από όλες τις πλευρές, ακόμα κι όταν δεν σε βολεύει. Αλλά εμείς, στην υπόθεση των Τεμπών, δεν θέλουμε ανάλυση. Θέλουμε ένα «σκασμός και φυλακή». Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα.
Όμως η Δικαιοσύνη δεν είναι η Θέμις της ελληνικής μυθολογίας; Τυφλή και αμερόληπτη;
Φυσικά και όχι. Στην Ελλάδα του 2025, η Θέμις φοράει φακούς επαφής που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το κοινό της κάθε υπόθεσης. Σήμερα θέλουμε να τη δούμε αυστηρή τιμωρό, αύριο συγκαταβατική, μεθαύριο θα τη θέλουμε «ανεξάρτητη» όταν μας βολεύει και «χειραγωγημένη» όταν δεν μας συμφέρει. Η Δικαιοσύνη είναι ο απόλυτος θεσμικός καθρέφτης της υποκρισίας μας.
Στην αρχαία τραγωδία, η δικαιοσύνη ερχόταν πάντα με τίμημα. Η κάθαρση ήταν σκληρή, συχνά αιματηρή, αλλά είχε μία αδιαπραγμάτευτη αρχή: κανείς δεν είναι εντελώς αθώος. Ούτε οι ήρωες, ούτε ο λαός. Στη δική μας εκδοχή της τραγωδίας, όλοι είμαστε αθώοι εκτός από αυτούς που δεν συμπαθούμε. Η Δικαιοσύνη δεν είναι φορέας της αλήθειας — είναι delivery που παραδίδει την παραγγελία που κάναμε στα social media.
Γι’ αυτό και οι υποθέσεις όπως τα Τέμπη δεν είναι απλώς δίκες για μια τραγωδία. Είναι το μεγάλο εθνικό μας τεστ ενηλικίωσης. Μπορούμε να αντέξουμε μια Δικαιοσύνη που θα μας πει πράγματα που δεν μας αρέσουν; Μπορούμε να αποδεχτούμε ότι το δίκαιο δεν είναι όχημα εκδίκησης, αλλά ένας επίπονος καθρέφτης της συλλογικής μας ευθύνης;
Αν η απάντηση είναι όχι, τότε δεν ζητάμε Δικαιοσύνη. Ζητάμε απλώς να μας χαϊδέψουν τα αυτιά. Θέλουμε ένα δικαστήριο που να λειτουργεί σαν echo chamber. Να επιστρέφει πίσω ό,τι εμείς φωνάξαμε πρώτοι. Και τότε, καμία αλήθεια δεν θα βρεθεί ποτέ, γιατί η αλήθεια είναι πάντα πιο δυσάρεστη από το «δίκιο» που φτιάχνουμε στο μυαλό μας.
Στα Τέμπη χάθηκαν ζωές. Αυτό το χρωστάμε στους νεκρούς: να αντέξουμε μια αλήθεια που δεν θα μας δικαιώσει όλους. Να δεχτούμε μια Δικαιοσύνη που δεν είναι ούτε η cheerleader μας, ούτε ο αποδιοπομπαίος τράγος μας.
Όλα τα άλλα είναι φτηνό θέατρο. Και το χειρότερο; Κακό θέατρο.
*Ο Ιωάννης Μπαξεβάνος είναι Φιλόλογος.