του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Διήγημα … συντομότατον
Πήγαινε κι ερχόταν. Από κάτι σε κάπου και από κάπου σε κάτι. Καθώς τα ονομάτιζε έφτιαχνε τις ιστορίες του. Ώσπου κάποια στιγμή τα όρισε μονοσήμαντα, αρχή και τέλος, τη γέννηση, τον θάνατο του, και την τρεχάλα στο ανάμεσα τους με μιας την υπέγραψε «ζωή». Μπρος και πίσω πια θα άφηνε τη φήμη του να τρέχει.
Έμαθε την ιστορία του. Κάποιος που κάτι ήθελε να ονοματίσει. Κίνησε να την καταγράφει. Και βρήκε ομοιότητες, αναπάντεχα πολλές. Φοβήθηκε να την τελειώσει, αφού ήξερε το τέλος της. Μα και τα πρώτα, -εκείνα που πρόλαβε να γράψει-, τα άλλαξε, που να μην του μοιάζουν τόσο. Την άφησε στην άκρη.
Τύχη στραβή κι έπεσε το κείμενο σε χέρια τρίτου. Θύμωσε που τους έμοιαζε, ωστόσο φρόντισε να το ξεχάσει. Σκέφτηκε μάλιστα να ολοκληρώσει το λειψό γραπτό. Μα σαν έφτασε στην υπογραφή του, δείλιασε. Του φάνηκε σαν διαθήκη. Το έκρυψε κάπου σ’ ένα βαθύ συρτάρι.
Κάποια που καθάριζε, χρόνια μετά το βρήκε. Εκκαθάριση γενική είχε κατα νου, κι ευθύς το πέταξε. Ανυπόληπτο και ανυπόγραφο. Να λοιπόν που το φερε η μοίρα να ήταν εκείνη που θα υπέγραφε το τέλος των τριών. Μια απλή καθαρίστρια με το σφουγγαρόπανο της.