γράφει ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτης.
Η διαχείριση του μεταναστευτικού, το Brexit, ο προϋπολογισμός της ΕΕ, το μέλλον της Ευρώπης, είναι μόνο μερικά από τις κορυφαία προβλήματα που απασχολούν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι πολίτες παρακολουθούν με αγωνία τα γεγονότα και εκφράζουν τον προβληματισμό τους για την ανεπάρκεια που επιδεικνύει η ΕΕ.
Η απώλεια του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία είχε την τρίτη μεγαλύτερη συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, είναι δεδομένο ότι προκαλεί ένα δυσαναπλήρωτο κενό και από την άποψη αυτή. Αλλά δεν είναι επαρκής λόγος για να δικαιολογηθεί μία στάση άρνησης εκ μέρους των πλουσιότερων κρατών.
Είναι σαφές ότι το ύψος της συνεισφοράς ενός κράτους-μέλους δεν μπορεί να εξεταστεί αυτοτελώς. Θα πρέπει να έχουμε μία συμπληρωματική ανάλυση της ωφέλειας του κάθε κράτους-μέλους. Είναι κοινή παραδοχή ότι η Ενιαία Αγορά ωφελεί περισσότερο τις αναπτυγμένες χώρες με ισχυρή βιομηχανία και πρόσβαση στα δίκτυα διακίνησης εμπορευματικών αγαθών. Για χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, η ΕΕ εξακολουθεί να παραμένει η προνομιακή αγορά για την εξαγωγή του μεγαλύτερου μέρους των αγαθών που παράγουν.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ δεν πρέπει να παραμερίσει τον στόχο της διόρθωσης των περιφερειακών ανισοτήτων. Δεν κινούνται όλες οι περιφέρειες της Ευρώπης με τους ίδιους ρυθμούς, ούτε έχουν ισότιμη πρόσβαση στα οφέλη της ευημερίας. Αυτό συμβαίνει λόγω της γεωγραφικής θέσης τους ή των χαρακτηριστικών στοιχείων της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας (π.χ. αποβιομηχάνιση). Η ΕΕ μπορεί να παρουσιάσει εξαιρετικά επιτυχημένες περιπτώσεις περιφερειών οι οποίες απέκτησαν νέες υποδομές, οι οποίες δημιούργησαν προϋποθέσεις για νέες οικονομικές δραστηριότητες και θέσεις εργασίας, οι οποίες απέφεραν εισοδήματα και περιόρισαν την μετακίνηση του τοπικού πληθυσμού.
Η διεύρυνση των Δυτικών Βαλκανίων είναι μια προοπτική, κάτω όμως από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει όλο και περισσότερες περιφερειακές και παγκόσμιες προκλήσεις σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Επιπλέον η ευρωπαϊκή οικογένεια έχασε ένα από τα κράτη-μέλη της. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικότερο από ποτέ άλλοτε η Ευρωπαϊκή Ένωση να διατηρήσει το δυναμισμό της πολιτικής της για τη διεύρυνση. Ταυτόχρονα, τα Δυτικά Βαλκάνια θα πρέπει να επιταχύνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία για την Ευρώπη είναι πολύ σημαντικότερο από ποτέ άλλοτε να διατηρηθεί η αξιοπιστία και το σφρίγος του οράματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον θα πρέπει να ακουστούν οι φωνές των εταίρων μας από τα Δυτικά Βαλκάνια πριν την υιοθέτηση της νέας μεθοδολογίας για τη διεύρυνση. Να ακουστούν οι απόψεις και οι προβληματισμοί τους.
Η διεύρυνση είναι ένα σημαντικό πολιτικό εργαλείο το οποίο επέτρεψε να ξεπεραστούν οι μεταπολεμικές διαιρέσεις στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Είναι μια από τις πλέον επιτυχημένες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεισφέρει στο ρόλο της Ένωσης ως σημαντικού περιφερειακού και παγκόσμιου παίκτη. Σύμφωνα με την παγκόσμια στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2016 αποτελεί μια στρατηγική επένδυση στην ασφάλεια και την ευημερία της Ευρώπης.
Η σταθερή, αξιοκρατική προοπτική πλήρους συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είναι προς το πολιτικό και οικονομικό συμφέρον της Ένωσης, αλλά και προς το συμφέρον της ασφάλειας. Σε εποχές αυξανόμενων παγκοσμίων προκλήσεων και διαιρέσεων αποτελεί μια γεωστρατηγική επένδυση για μια σταθερή ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη. Μια αξιόπιστη προοπτική ένταξης αποτελεί βασικό κίνητρο και κύριο κινητήριο μοχλό μετασχηματισμού στην περιοχή. Είναι ένα εργαλείο για την προώθηση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η Ελλάδα αλλάζει και απαιτεί πρωταγωνιστικό ρόλο στην μεγάλη οικογένεια της Ευρώπης. Να διεκδικήσουμε μαζί με άλλα κράτη-μέλη περισσότερους πόρους από την ΕΕ στο πλαίσιο του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-27. Αυτό απαιτεί η ισότιμη μεταχείριση των κρατών-μελών, αλλά και η ανάλυση κόστους-ωφέλειας.