γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Η πρόσφατη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό ήταν πράγματι ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική… Σήμερα παρατηρείται μια επιβράδυνση της απασχόλησης που αποδίδεται στην αύξηση του κατώτατου.
Το τρίπτυχο προκειμένου να μειωθεί η ανεργία και να αυξηθούν πραγματικά οι μισθοί είναι συγκεκριμένο: Πρώτιστα λοιπόν επενδύσεις, κατόπιν προϊόντα προς εξαγωγή και τέλος η κατανάλωση. Παράλληλα μείωση της φορολογίας της εργασίας, με ελάφρυνση των εισφορών και αντίστοιχη αύξηση της φορολογίας των υψηλών κερδών. Μόνο έτσι θα μείνει περισσότερο χρήμα στη μισθωτή μεσαία τάξη προς κατανάλωση.
Τα βήματα θα πρέπει να είναι στοχευμένα διότι εάν εξαιρέσει κανείς συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας όπως τα πετρελαιοειδή, τα μεταλλικά προϊόντα, τη φαρμακοβιομηχανία και την καπνοβιομηχανία που εγγράφουν σημαντικά κέρδη και αφορούν λιγότερο από το 20% της οικονομίας αλλά κατέχουν μεγάλο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου, το υπόλοιπο 80%, δηλαδή οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζουν υπό το βάρος των εισφορών και των φόρων. Είναι αμφίβολο αν αντέχουν να πληρώσουν περαιτέρω.
Εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι οφειλέτες. Για την Αριστερά όμως τα βήματα είναι ανάποδα, καθώς εφεύρει στο πρόσωπο του εκάστοτε εργοδότη τον πλουτοκράτορα καταπιεστή, επιδιώκοντας να μπει στη τσέπη του ώστε να διαμορφώσει την εργοδοσία κατά το δοκούν, αγνοώντας πως η εργοδοσία δεν είναι δεδομένη. Όπως ακριβώς με το νόμο Παππά για τους 400 εργαζόμενους ανά κανάλι.
Διαπραγματεύονται λοιπόν σαν να πρόκειται να μοιράσουνε δικά τους λεφτά. Κανένας τους όμως δεν ρώτησε πως έρχονται τα λεφτά στο ταμείο. Γιατί έρχεται ο πελάτης και πώς προκύπτει η καλύτερη υπηρεσία ή προϊόν.
Πιθανότατα δεν εργάστηκαν ποτέ. Θεωρούν δεδομένη την αγορά και πως τα λεφτά από κάπου μαγικά έρχονται.
Πράγματι έχουμε φτωχούς εργαζόμενους αλλά ο μισθός κατακτιέται μέσω της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. δεν χαρίζεται. Δεν μπορείς να μοιράσεις λεφτά σε μια οικονομία που δεν έχουν κερδηθεί. Η ανεργία μειώνεται μόνο από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά οι μισθοί δεν είναι αντικείμενο πλειοδοσίας του κάθε πολιτικάντη, 750, 850 ή οτιδήποτε άλλο, παρά καθορίζονται από το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και τις οικονομίες με έμφαση στη βαριά βιομηχανία, τα ηλεκτρονικά και τις υπηρεσίες.
Τη στιγμή που εμείς αναζητούμε το παραγωγικό μοντέλο στα αγιορείτικα βότανα, στο βαμβάκι, τη ντομάτα και τη βιολογική αφύπνιση κατά τα λεγόμενα του Περιφερειάρχη. Οι κανόνες της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας είναι αμείλικτοι και είναι αυτοί που μας οδήγησαν στην πτώχευση, αλλά φαίνεται πως ωχριούν μπροστά στην ελληνική επινοητικότητα του λαϊκισμού, μέχρι να τους ανακαλύψουμε ξανά στην επόμενη κρίση.