Η χώρα κινδυνεύει εν τω μεταξύ, να χάσει μια ακόμη ευκαιρία ανάπτυξης και προόδου. Βαθύτατα συντηρητικές δυνάμεις οι οποίες έχουν καταφέρει να κρατούν δέσμιο και υπανάπτυκτο το κοινωνικό σώμα, παραδίδοντάς το στις πελατειακές σχέσεις και τον λαϊκισμό, δεν αφήνουν παρά ελάχιστα περιθώρια Â στις αλλαγές και τους μεταρρυθμιστές.
Εννοείται ότι στις δυνάμεις αυτές έχει μια θέση και το πολιτικό σύστημα.
Θα πρέπει, ωσόσο, παρά τις δυσκολίες να αποσαφηνίσουμε την έννοια, το περιεχόμενο και την μέθοδο εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, μέσω των ακόλουθων ερωταπαντήσεων:
ΕΡΩΤΗΣΗ: Είναι οι μεταρρυθμίσεις κενές περιεχομένου έννοιες και περιλαμβάνουν απροσδιόριστες πρακτικές;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όχι, καθόλου! Οι μεταρρυθμίσεις έχουν μεν καταστεί «μετα-έννοιες», υπό την έννοια ότι περισσότερες και διαφορετικές πρακτικές έχουν αναπτυχθεί ανά την υφήλιο σε σχέση με την εφαρμογή τους, πλην όμως, εξακολουθούν να έλκουν τη νομιμοποίησή τους από το κοινωνικό σώμα. Μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχουν άλλες μεταρρυθμίσεις παρά μόνον εκείνες οι οποίες υποστηρίζονται, επιδοκιμάζονται και εγκολπώνονται από την κοινωνία. Γνωρίζουμε ότι γίνονται μεταρρυθμίσεις όχι όταν ανακοινώνονται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο υποστηρίζονται από ομάδες συμφερόντων, εξουσίες ή προσωπικές απόψεις, αλλά όταν παρουσιάζονται αλλαγές οι οποίες συναντούν την ευρεία επιδοκιμασία του κοινωνικού σώματος.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπάρχουν καλές και κακές μεταρρυθμίσεις;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν ένα σύνολο ενσωματωμένων δράσεων οι οποίες αλληλλεπιδρούν σε σχέση μ’ ένα ζήτημα αναφοράς ενός κοινωνικού συστήματος: Αυτό μπορεί να είναι είτε ένα αποτέλεσμα που σημαίνει μεταβολή των εξωτερικών/εσωτερικών στοιχείων ισορροπίας ενός κοινωνικού συστήματος είτε μια διαδικασία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η νομιμοποίηση ενός αποτελέσματος. Υπό την έννοια αυτή, δεν νοείται μεταρρύθμιση παρά μόνον σε σχέση με το αποτέλεσμα και τη νομιμοποίησή του. Έλλειψη νομιμοποίησης σημαίνει ανυπαρξία μεταρρυθμίσεων. Αλλά και έλλειψη αποτελέσματος σημαίνει συμβολισμό και παραγωγή επικοινωνίας μη συσχετιζόμενης με την πραγματικότητα. Προσπάθεια βίαιης μεταβολής της ισορροπίας μπορεί να οδηγήσει είtε στην ακύρωση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος είτε στην αποδιοργάνωση του κοινωνικού συστήματος είτε, όμως, και στη δημιουργία νέων εσωτερικών ισορροπιών και αλλαγή του status quo του συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσημο «καλή»/ «κακή» μεταρρύθμιση θα καθοριστεί από τον βαθμό κοινωνικής αποδοχής και νομιμοποίησής της.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι προβαλλόμενες ως μεταρρυθμίσεις από την Τρόικα καθόλη την διάρκεια της κρίσης και της εφαρμογής των μνημονίων είναι όντως οι μεταρρυθμίσεις που έχουμε ανάγκη;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι περισσότερες απ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις αποτελούν «τυφλοσούρτη» για οικονομίες σε βαθειά δημοσιονομική/οικονομική κρίση, όπως η ελληνική. Στηρίζονται σε μια μείζονα κοινή παραδοχή ότι η οικονομία της αγοράς μπορεί να διασφαλίσει την ανάπτυξη και, μέσω αυτής να εγγυηθεί ένα κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας για τους ασθενέστερους. Η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων συναρτάται με βαθειές λειτουργικές και δομικές αλλαγές στην δημόσια διοίκηση.
Οι ιδωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση των εργασιακών σχέσεων με τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού, παράλληλα με τον έλεγχο των δαπανών με επίκεντρο την μείωση των μισθών και συντάξεων, συνθέτουν το βασικό σώμα των μεταρρυθμίσεων αυτών.
Υπάρχουν θετικά παραδείγματα από την εφαρμογή τέτοιων μεταρρυθμίσεων πλην, όμως, όχι από χώρες που βρίσκονται σε κρίση και σε προγράμματα λιτότητας αλλά σε ανεπτυγμένες χώρες. Ακόμη, όμως, και σ’ αυτές αναφέρονται θετικά και αρνητικά παραδείγματα.
Πρέπει να αναφερθεί ότι πολλές από τις μεταρρυθμίσεις στο σύστημα διακυβέρνησης όπως και σε ειδικά κοινωνικά υποσυστήματα (υγεία, παιδεία) εγκαταλείφθηκαν προοδευτικά και η επιμονή των δανειστών φαίνεται να επικεντρώνεται στις strictosensu οικονομικές.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Και ποιά είναι η τύχη αυτών των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στην Ελλάδα πάνε σαν «τον κάβουρα». Υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στην δρομολογησή τους κι ακόμη κι όταν γίνονται, το αντίτιμο είναι τόσο μεγάλο ώστε να μπορεί κανείς ευκολώτερα να ισχυριστεί ότι συνιστούν αποτυχία παρά επιτυχία. Από την μέχρι τούδε εμπειρία, προκύπτει ο ελλιπέστατος σχεδιασμός τους με βασική παράλειψη την προσαργογή τους στις ειδικές ελληνικές συνθήκες (customization), o ισοπεδωτικός τους χαρακτήρας με βασικό γνώρισμα την οικονομικοοπίησή τους και το ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο εφαρμογής τους. Περαιτέρω, η μη σύνδεση των μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν άμεσο δημοσιονομικό/οικονομικό όφελος με τη δανειακή σύμβαση οδήγησαν στην περιθωριοποίησή τους και βαθμηδόν, αυτές κατέστησαν διακοσμητικές.
Πλέον αυτών, συντρέχουν και άλλοι ανασταλτικοί παράγοντες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όπως είναι ομάδες συμφερόντων που λειτουργούν σε αγαστή συνεργασία (θεμιτή και, ενίοτε, αθέμιτη) με τα πολιτικά κόμματα εξουσίας καθώς και ένας ευρύτατα διαδεδομένος λαϊκισμός που απομειώνει το νόημα και τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί, όμως, υπάρχει επιμονή των δανειστών σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις που έχουν αποδεδειγμένα αποτύχει;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διότι δεν έχει υπάρξει, μέχρι τώρα, καμία ελληνική αντιπρόταση για το πως μπορεί να δρομολογηθούν μεταρρυθμίσεις που να ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα και οι οποίες να μπορούν να αποδώσουν καλύτερα αποτελέσματα από τις εφαρμοζόμενες. Το έλλειμμα που είναι τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό οδηγεί στο αδιέξοδο της συνέχισης των «one-size-fits-all» μεταρρυθμίσεων.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Και ποιες είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις που μπορεί να αλλάξουν την ατζέντα και να αποδώσουν αποτελέσματα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τρεις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν υπερ-μεταρρυθμίσεις είναι προαπαιτούμενες όλων των άλλων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι αναγκαίες προκειμένου να δημιουργηθεί το πλαίσιο και οι όροι εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που θεωρούνται, εν στενή εννοία, οικονομικών (πχ. ιδιωτικοποιήσεις, βελτίωση των εσόδων) είτε άλλων που χαρακτηρίζονται κοινωνικές ή αναπτυξιακές (π.χ. αντιμετώπιση φτώχειας, ενδυνάμωση της απασχόλησης).
Αυτές οι τρεις μεταρρυθμίσεις είναι:
Α) Η μεταρρύθμιση του συστήματος λήψης αποφάσεων. Στην Ελλάδα χωλαίνει ιδιαίτερα το σύστημα λήψης αποφάσεων και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο, δηλαδή, στην ποιότητα των νόμων. Τόσο η διαδικασία όσο και το περιεχόμενο των νόμων παρουσιάζουν σημαντικότατα προβλήματα, τα οποία τους διαφοροποιούν ουσιωδώς από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς. Ο νομοθετικός όγκος τόσο της πρωτογενούς όσο και της δευτερογενούς νομοθεσίας είναι τόσο μεγάλος και η ποιότητά τους τόσο κακή, ώστε η Ελλάδα να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των χωρών των οποίων η ρυθμιστική παραγωγή αποτελεί σημαντικό παράγοντα δημοσιονομικής επιβάρυνσης και οικονομικής καχεξίας. Το κόστος της γραφειοκρατίας που προκαλείται από την ύπαρξη κακών νόμων είναι δυσβάστακτο (κατ’ εκτίμηση το 7% του ΑΕΠ κατασπαταλάται στην συντήρηση της γραφειοκρατίας που προκαλείται από ρυθμίσεις και διαδικασίες που εκπορεύονται απ’ αυτές). Απαιτείται η άμεση εφαρμογή των αρχών και μέτρων της καλής νομοθέτησης η οποία στην Ελλάδα χωλαίνει. Μέτρα που θα οδηγούσαν στην ραγδαία απομείωση του ρυθμιστικού όγκου, όπως οι κωδικοποιήσεις και οι απλουστεύσεις/τυποποιήσεις διαδικασιών, δεν έχουν καν ξεκινήσει. Η μείωση των γραφειοκρατικών βαρών κατέληξε, στην πρώτη της εφαρμογή, σε ασήμαντες εξοικονομήσεις και η ανάλυση επιτώσεων έχει εκφυλιστεί σε μια γραφειοκρατική άσκηση επί χάρτου.
Β) Η δεύτερη μεταρρύθμιση έχει να κάνει με την οργάνωση και εφαρμογή ενός συστήματος συντονισμού των δομών εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών. Μια πληθωρική κεντρική/υπουργική δομή συναντά μια πανσπερμία «νομικών προσώπων», υπό το ένδυμα των οποίων συμπεριλαμβάνονται εντελώς διαφορετικού τύπου οργανώσεις με διαφορετικούς σκοπούς και διαδικασίες χρηματοδότησης που καθιστούν εντελώς αδύνατο τον συντονισμό τους- ακόμη και εν όψει τήρησης απλών δημοσιονομικών κανόνων. Η δομή παραμένει άθικτη και η συζήτηση περί καθορισμού των πεδίων δημόσιας πολιτικής στα οποία πρέπει (και μπορεί) να παρεμβαίνει το κράτος δεν έχει καν αρχίσει. Αντ’ αυτών, μια τυφλή οριζόντια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας οδηγεί σε άνισα αποτελέσματα (με βασικότερο την κατάργηση οργανώσεων που είναι χρήσιμες, την διατήρηση άχρηστων και την καταδίκη σε καχεξία των περισσότερων που μετατρέπονται σε οργανώσεις-ζόμπι).
Γ) Η τρίτη οριζόντια πολιτική που βελτιώνει την ποιότητα της διακυβέρνησης και αποτελεί μαζί με τις δύο προηγούμενες, προαπαιτούμενη μεταρρύθμιση κάθε άλλης ειδικότερης, είναι η πολιτική ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου. Το ισχυρότερο αναπτυξιακό μέσο της χώρας, το ανθρώπινο κεφάλαιο, παραμένει σε οικτρή κατάσταση ισοπέδωσης, μη ανάδειξης των ικανοτήτων του και έλλειψης προοπτικής στην χώρα μας. Η στενότητα των πόρων σε συνδυασμό με την απουσία υποστήριξης της έρευνας και της καινοτομίας και η διαρροή εγκεφάλων που εξακολουθεί, αποτελούν ίσως, την πιο αρνητική συνέπεια του MOU. Δεν διαφαίνεται, δυστυχώς, καμία ενεργητική πολιτική αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Αντιθέτως, υπήρξε μια πολιτική κατατρομοκράτησής του, κατά τα προηγούμενα χρόνια, και, δυστυχώς, δεν διαφαίνεται ούτε υπό το καθεστώς της νέας συγκυβέρνησης. Η συζήτηση εξαντλείται στην λήψη μέτρων περιστολής του εισοδήματος των δημοσίων/ιδιωτικών υπαλλήλων (ακόμη και σε απολύσεις οι οποίες στον ιδιωτικό τομέα έχουν προσλάβει μορφή χιονοστιβάδας) είτε στην «τακτοποίση» ζητημάτων γραφειοκρατικού χαρακτήρα τα οποία πόρρω απέχουν από μια ενεργητική πολιτική ανάδειξης του ανθρώπινου κεφαλαίου σε ατμομηχανή της σωτηρίας της χώρας και της βελτίωσης της ποιότητας της διακυβέρνησης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Οι τρεις μεταρρυθμίσεις που αναφέρθηκαν μπορούν, εάν δρομολογηθούν, να θέσουν σε νέα βάση το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων αφού θα διαγράψουν ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο εφαρμογής τους. Μένει να δούμε εάν η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θέλει να έχει την ιδοκτησία των πραγματικών μεταρρυθμίσεων κι όχι μόνο των κατ’ όνομα.