Ανήμερα Χριστουγέννων, λοιπόν, και πάνω στο εορταστικό τραπέζι εκτυλίσσεται διάλογος με κεντρικό θέμα την τρομοκρατική ενέργεια στο Παρίσι και την τρομοκρατία γενικότερα. Χριστούγεννα λέμε και όπως σωστά θα υποψιάζεστε, μεταξύ των συνδαιτυμόνων υπάρχουν ηλικίες από δεκαεπτά έως… ογδόντα επτά. Οι μεγαλύτεροι, έχοντας πάντα αναπτύξει άλλα στεγανά στη σκέψη μας και άλλου είδους κώδικες αυτοπροστασίας, προσπαθούμε να πείσουμε τους νεότερους ως προς τους ενδεχόμενους κινδύνους που μπορεί να επιφυλάσσει τέτοιες μέρες το Κέντρο, ως προς τη συχνότητα των επισκέψεών τους εκεί κλπ. κλπ. Από την άλλη, οι νεότεροι αντιδρούν, όπως πάντα έτσι συμβαίνει, γιατί απλά δουλειά των νέων είναι να βρίσκονται μονίμως στον αντίλογο και να παρεμποδίζουν την απόλυτη κυριαρχία της λογικής, με όπλα τους τον ρομαντισμό και τον αυθορμητισμό της ηλικίας τους και το θάρρος της γνώμης τους. Και επειδή έτσι παραδοσιακά συμβαίνει στο τέλος, παρόλες τις διαφωνίες, τελευταία Κυριακή του χρόνου βρισκόμαστε στην Ερμού, για τα τελευταία ψώνια της χρονιάς. Μάλιστα, ψώνια! Θα μιλήσουμε παρακάτω και γι αυτό…
Για να κατέβεις από το Σύνταγμα στο Μοναστηράκι, χρειαζόσουν το λιγότερο μία ώρα! Μιλάμε για λαοθάλασσες τώρα, όχι παίξε – γέλασε! Από συνήθεια περπατούσα δυο βήματα πίσω από τα παιδιά μου, όπως συνήθιζα να κάνω και όταν ήταν μικρά, για να μην τα χάνω από το οπτικό μου πεδίο – δεν έχει σημασία, που σήμερα μου ρίχνουν από μισό κεφάλι ο καθένας τους – κλασσική Ελληνίδα μάνα! Έβλεπα τα πιτσιρίκια να εξαφανίζονται μέσα στο πλήθος και μ’ έπιανε η ψυχή μου! Καλέ, πώς δεν φοβόντουσαν αυτοί οι γονείς και τα κουβάλησαν στο Κέντρο; Δεμένα με κανένα αόρατο λουρί τα είχαν; Κι εκεί που περπατούσες με κάποιον σχετικό ρυθμό – εδώ που τα λέμε, περισσότερο με λιτανεία έμοιαζε ή με περιφορά εικόνας – κάποιος σταματούσε αιφνίδια μπροστά σου, για να χαζέψει μια βιτρίνα. Και ξαφνικά, έπεφτες… στα φρένα και σε… μποτιλιάρισμα. Και τώρα, ξέρω τι θέλετε να μάθετε. Ε, να μην σας κρατώ άλλο σε αγωνία, μέρα που είναι σήμερα! Μάλιστα, και σακούλες κρατούσαν, που πάει να πει, ότι ο κόσμος δεν έκανε μόνο βόλτες, αλλά ψώνιζε κιόλας! Μιλάμε για τρελό θάρρος τώρα! Και όχι μόνο. Όλοι ήταν εκεί. Δεν έλλειπε κανείς. Κι ο μπαλονάς. Κι ο λαχειοπώλης. Και πλανόδιοι μικροπωλητές. Και μουσικοί του δρόμου. Κι ένα θεατράκι μαριονέτας. Και ο λατερνατζής. Κι ο κουλουράς. Κι ο καστανάς – κι αυτός εκεί ήταν, παρόλο το γνωστό περιστατικό. Και δεν σας λέω, τι γινόταν στην πλατεία Συντάγματος. Καρφίτσα δεν έπεφτε. Για να διασχίσεις τη Φιλελλήνων, μόνο με την παρέμβαση της Τροχαίας ήταν εφικτό, τόσο για τους πεζούς, όσο και για τα αυτοκίνητα αντίστοιχα. Στα ΑΤΜ των τραπεζών, άλλος χαμός! Ουρές ατέλειωτες. Στα καφέ, τα σαντουιτσάδικα και τα σουβλατζίδικα, ομοίως! Ποια αφραγκιά; Ποια κρίση; Ποιος φόβος; Ποια τρομοκρατία; Εκεί, έτσι και γινόταν εκείνη την στιγμή τρομοκρατική ενέργεια, ούτε τόπος χλοερός δεν θα έμενε, ούτε τόπος αναψύξεως!…
Ατρόμητοι σας λέω! Ένας λαός άφραγκος. Ένας λαός πεινασμένος. Ένας λαός τσακισμένος, από τη φτώχεια, την πείνα, τις περικοπές στους μισθούς, την υπεραυξημένη φορολογία, τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων, την προδοσία των πολιτικών του και εκεί… να στέκει άφοβος! Ένας λαός ατρόμητος, σαν νεολαίος. Άνδρες και γυναίκες, μεσήλικες, νέοι και γέροι, με όλη εκείνη τη ζωντάνια και την υπερκινητικότητα που διακρίνει τους εφήβους. Με όλο εκείνον τον αυθορμητισμό, το τσαμπουκαλίκι, το θάρρος, που συχνά αγγίζει τα όρια του θράσους, με το ακαταλόγιστο της ηλικίας που δεν το σταματάει τίποτα μπροστά στη διάθεση για ζωή. Με εκείνη την παντελή έλλειψη φόβου, μπρος στο τι θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί, αλλά που… “σιγά, μην κάτσω τώρα να σκέφτομαι, αν και τι… αν συμβεί, θα δω πώς θα το αντιμετωπίσω”.
Μην νομίζετε… κι εγώ εκ των υστέρων τα σκέφτηκα όλα αυτά, όταν πλέον επέστρεψα στο σπίτι. Και τα ψώνια μου έκανα και τα κεμπάπια μου έφαγα στον Μπαϊρακτάρη – και μάλιστα τα πλήρωσα στην αστρονομική τιμή των 9,5 ευρώ τη μερίδα – και τους καφέδες μου ήπια και στις ουρές των ΑΤΜ στάθηκα, μαζί με τους υπόλοιπους. Απλά, όταν πλέον επέστρεψα στο σπίτι, σκεφτόμουν… Πόσο ωραίοι είμαστε, να πάρει η ευχή! Τι απίστευτος λαός! Έχουμε μια εσωτερική λεβεντιά, που δεν είναι επίκτητη και που κάποιοι, την αποκαλούν ελαφρότητα – δεν είναι όμως πάντα! Έχουμε ένα ψυχικό σθένος, που έρχεται διαρκώς σε ρήξη με αυτήν τη μιζέρια που προσπαθούν να μας φορέσουν καπέλο – δεν ξέρω, αν τελικά θα τα καταφέρουν! Αναρωτιέμαι διαρκώς, γιατί όλα αυτά τα σπάνια χαρακτηριστικά που έχουμε σε σύνολο ως λαός καταχωρήθηκαν σαν αρνητικά στους σκληρούς δίσκους των Ευρωπαίων και δεν προβλήθηκαν ποτέ με έναν θετικό τρόπο ως σπάνιες δεξιότητες και ιδιαιτερότητες; Γιατί, για παράδειγμα, το κέρασμα θεωρήθηκε σπατάλη και κανείς δεν σκέφθηκε ποτέ να προβάλλει τη θετική όψη αυτής της ελληνικής αρχοντιάς; Και γιατί να αποκαλείται ο Έλληνας σπάταλος και όχι ο ξένος σπαγκοραμμένος τσιγκούνης; Και γιατί μιλάμε τόσο λίγο για το μεγαλείο όλων αυτών των ανώνυμων, που άνοιξαν τα σπίτια τους, για να βοηθήσουν τους θαλασσοπνιγμένους πρόσφυγες; Γιατί μιλάμε τόσο ψιθυριστά για εκείνους που βοηθούν καθημερινά τον συμπολίτη τους από το υστέρημά τους, με όποια μέσα διαθέτουν; Σε ποιον άλλο τόπο συμβαίνουν αυτά, με αυτήν τη συγκεκριμένη μορφή;
Ας μην μιζεριάσουμε όμως, μέρα που είναι! Ατρόμητοι, είπαμε, και με το ακαταλόγιστο της νεανικής συνείδησης και φρεσκάδας. Αυτό είμαστε. Ατρόμητοι κι ανθεκτικοί. Μα όπως λέει το γνωστό απόφθεγμα, “κάλιο ο Θεός, να μη δίνει στους ανθρώπους, όσα μπορούν να αντέξουν”. Ας ευχηθούμε λοιπόν, να μην δούμε κι άλλα με το νέο έτος! Ας ευχηθούμε, να μην δούμε όσα μπορούμε να αντέξουμε!…
Καλή σας Χρονιά!!!