Πλεύρισαν άγγελοι στη γη που ζούσαν κάποτε.
Τους είδα. Ίσως μονάχα εγώ. Ντυμένοι τη λαχτάρα του νόστου.
Όπως τότε που ήταν άνθρωποι.
Ένα μήλο μισοδαγκωμένο,
πληγιασμένο μήλο είχε μείνει στο τραπέζι που άφησαν στη μέση.
Ήθελαν να το ξαναδούν. Ο γλυκός τους νόστος σαν τη γλυκειά του γεύση.
Δε ξέχασαν τα ανθρώπινα. Τα λάθη που έφτιαχναν τ’ ανθρώπινα.
Ο ουρανός ήταν στη γη. Ένα μήλο τον έδιωξε.
Οχι δια παντός. Οι άγγελοι πλευρίζουν τη γη ακόμη.