Όλο να γράφεις και όλο να μη φτάνει. Να βγάζεις τα ρούχα σου ένα ένα και ενώ υποτίθεται γυμνός, να σε ξαναντύνουν ρούχα, να σε κουκουλώνουν ίσαμε τη μύτη και να ρουφούν
το οξυγόνο που σου πρέπει, για να κρατιέσαι ζωντανός και να ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή …
να γίνεσαι η διαδικασία σου και να γράφεις, να καλοπιάσεις το που αισθάνεσαι,
να σ’ απαλλάξει απ’ το βάρος του κι εκείνο να βγαίνει και να σε δαγκώνει και να σου ζητεί να το αφήσεις στην ταραχή του, γιατί έτσι έμαθε να ζει και να απαιτεί να εξακολουθήσεις τη δουλειά σου…
Και συ να γράφεις πάλι σαν να τραγουδάς τα λόγια σου, σειρήνα, που απαγγέλει στον μικρό της Οδυσσέα και κείνος να ξεγελιέται για λίγο μέχρι να πάψει η φωνή σου και τότε, εκεί που σταματάς, να ξυπνάει απότομα, να φορτώνει πάλι και ότι ρούχα έχει να τα σαβουριάζει πάνω σου, γυμνό να μη σ’α φήνει ποτέ, μόνο με τη φωνή σου, να παρακαλά τον Ύψιστο να βγαίνει τραγούδι, να γαληνεύει το θεριό σου.
Πόσο να γράφεις, ουρανέ μου εσύ που ξέρεις από σύννεφα, που ντύνεσαι και συ τα γκριζα σου στολίδια, άσε με να σε κοιτώ , τα δικά σου ν’ αντιγράφω να μην ξεμείνω… άπραγος των στίχων μου.