ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Ατενίζοντας τη Θάλασσα
Σε αλμυρισμένες άγκυρες στεριανές
έκανα παρέα.
Κοιτούσαμε αμίλητοι το πέλαγο.
Καθείς με τη σιωπή του.
Και τη χρωμάτιζαν…
εκείνες με το ροδί της σκουριάς
που στοίχειωνε τον χρόνο της,
όμοια με λυκόφως που πάγωσε,
κι εγώ
με τη γλυκειά σκουριά των χρόνων μου
που οξειδώθηκαν και ταιριαστά ροδίζανε.
Τα μάτια μας ήταν σίγουρα.
Ατενίζαμε
την ίδια θάλασσα
στο ίδιο ροδί φόντο της σκουριάς
που μοιραζόμασταν.