Guest

Άρχοντας

 






Με το κοστούμι της Κυριακής. Έσερνε τα βήματα του αργά προς το σκιερό τραπέζι της πλατείας. Ήταν η ώρα του πρωινού καφέ. Ελληνικός, στο άσπρο φλιτζάνι και πιθανόν και ένα τσιγαράκι. Κάθε Κυριακή έδινε το παρόν. Συνήθως επέλεγε να είναι μόνος, κατά την ώρα της ιεροτελεστίας. Απολάμβανε την παρέα με τις σκέψεις του. Είχε πολλά να αναπολήσει. Δεν είχε προς τούτο ανάγκη συνεπικουρίας.

Στα διπλανά τραπέζια περίσσευαν οι … μοσχαροκεφαλές, που φλυαρούσαν ακατάπαυστα. Τα σορτσάκια, που άφηναν ακάλυπτα τα αναιδή τους μπούτια και τα στέρνα τα ανοιχτά, που πρόβαλαν τις τρίχες τους σε κοινή θέα. Μάταια έψαχνε διακριτικά να βρει κάποιες φίλιες εικόνες. Πουθενά.

Έπινε τον καφέ του αργά, σαν μύστης του καλού γούστου. Ευτυχώς ακόμη εκείνος παρέμενε όπως παλιά. Στο μπρίκι, καϊμακλίδικος, με το μεράκι του ψήστη στην όψη του. Κρατούσαν συντροφιά ο ένας στον άλλο, παλιοί γνώριμοι από άλλες εποχές, τότε που η αρχοντιά σήμαινε κάτι περισσότερο από μια ξεχασμένη λέξη στα λεξικά της γλώσσας μας. Δεν επτοείτο παρ’ όλα αυτά. Καμάρωνε για το κοστούμι του, για τις χαρές που είχε μοιραστεί μαζί του. Μοσχομύριζε την κολώνια του από τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλα. Την ίδια ώρα στεναχωριόταν όμως κιόλας. Ίσως πιο πολύ για τη ζωή που άφησε σε εποχές που ανεπιστρεπτί παρήλθαν. Τώρα ο κόσμος ήταν αλλιώς. Σε πολλά θα ήταν καλύτερος. Αυτό δεν είχε δικαίωμα να το αμφισβητήσει. Ωστόσο αυτό το καρύκευμα της αρχοντιάς, του έλειπε.

Το συναντούσε όλο και σπανιότερα. Ακόμη και στους συνομηλίκους του. Ήταν σαν μια ξεχασμένη γεύση, σαν μια παρωχημένη απόλαυση, που παρέμενε νεκροζώντανη στο κεφάλι του. Όμως αυτή τη γεύση ήθελε να περισώσει. Με αυτή τη ταυτότητα, του άρχοντα, θα ήθελε να τον θυμούνται. Όταν θα ενταφιάζονταν μαζί, αυτός και η εποχή του, ήθελε η επίγευση που θα άφηναν στην ανάγνωση της κοινής διαθήκης τους, να είναι καλού γούστου.

Σήμερα θα επισκεπτόταν τα εγγόνια του. Έτσι η παραμονή του στο «καφέ» της πλατείας θα ήταν συντομότερη τού συνήθους. Κοίταξε το ρολόι του και ανασήκωσε το φλιτζάνι για την τελευταία ρουφηξιά του καφέ. Στη συνέχεια κατέβασε με υπολογισμένη κίνηση το φλιτζάνι στο πιατάκι του, τακτοποίησε το ποτήρι με το νερό στο πλάι του, τους χαμογέλασε με την μελαγχολία των χρόνων του και με ένα νεύμα κάλεσε τον νεαρό σερβιτόρο.

–Κρατήστε παρακαλώ…

Τα ρέστα τα άφησε δίπλα από το πιατάκι. Ήταν τα ρέστα μιας εποχής που στέγνωνε στο άδειο φλιτζάνι της.


 

Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960.

Απόφοιτος της Μαθηματικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων

Μαθήτευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα «Ιστορία Τέχνης»

Πρόσφατα εξέδωσε

Τη συλλογή διηγημάτων «Με τα μικρά τους ονόματα» εκδ. Γαβριηλίδης

Τις ποιητικές συλλογές «Τα χαϊκού της Παρασκευής», «Οδοιπόρες λέξεις», «190+1 χάικου», και «Ασύμμετρες Αναπνοές» εκδ. Γαβριηλίδης και «Θεάσεις», εκδ. Βακχικόν

και το θεατρικό έργο «Η Παράσταση»   εκδ. Δωδώνη

τα οποία μπορείτε να βρείτε εύκολα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, αλλά και μαζί με τον ίδιο στο Σύνταγμα, Βουλής 14

Άρχοντας

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.


Άρχοντας

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο