Η φράση αυτή του Μάνου Χατζηδάκη μου ήλθε αμέσως στο νου όταν άκουσα στον ΣΚΑΙ τον δημοσιογράφο Άρη Πορτοσάλτε, να διαβάζει αγανακτισμένος μήνυμα ακροάτριας του ραδιοφωνικού σταθμού η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, έλεγε ότι ο Τσίπρας πρέπει να μείνει στην εξουσία επειδή με την πολιτική που ασκεί έχουν τιθασευτεί οι αντιδράσεις της Αριστεράς.
Και δικαίως ο έμπειρος δημοσιογράφος θύμισε ότι στο κέντρο της Αθήνας γίνονται δολοφονίες, ότι ακόμα και ΑΜΕΑ ξυλοκοπούνται όταν διαφωνούν με τις ιδέες που θέλει να επιβάλει η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ότι καθηγητές Πανεπιστημίου επικηρύσσονται ως φασίστες επειδή επιχείρησαν να διαφυλάξουν την περιουσία των ΑΕΙ, ότι κάθε σαββατοκύριακο ξεσπούν επιθέσεις αντιεξουσιαστών στο κέντρο της Αθήνας, ότι τα Εξάρχεια έχουν γίνει πλέον άβατο…
Και το ερώτημα είναι αν όντως συνηθίσαμε στην ανομία και στη βία και γι’ αυτό δεν μας κάνουν εντύπωση όλα τα προηγούμενα…
Αν δηλαδή θεωρούμε την βία κάτι σύνηθες στην καθημερινότητά μας, τότε δεν σημαίνει ότι έχουμε απολέσει ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στον άνθρωπο, την ελευθερία, αλλά ακόμα και τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε ελεύθερα; Και αυτό σημαίνει ότι μπαίνουμε σε ένα δρόμο χωρίς γυρισμό.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι δημοκρατία και ελευθερία χωρίς ασφάλεια δεν μπορεί να υπάρξει.
Οι πολίτες για να μπορέσουν να δημιουργήσουν, να μπορέσουν να παράγουν, να αναπτύσσουν τις οικονομικές δραστηριότητές τους , να ενισχύσουν την παιδεία και τον πολιτισμό πρέπει να ζουν μέσα σε συνθήκες ελευθερίας και ασφάλειας.
Αλλά όταν λέμε ασφάλεια δεν εννοούμε αστυνομοκρατούμενες πόλεις. Μιλάμε για πόλεις στις οποίες κανένα έγκλημα δεν θα μένει ατιμώρητο καθώς οι νόμοι θα εφαρμόζονται και θα γίνονται σεβαστοί από όλους. Μιλάμε για πολιτείες στις οποίες κανένα δημόσιο πρόσωπο, ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε ο Πρόεδρος της Βουλής, ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν θα μπορούν να παρεμβαίνουν για να αφήνουν ελεύθερα πρόσωπα που έχουν παραβιάσει το νόμο.
Όταν μιλάμε για ασφάλεια μιλάμε για γειτονίες που οι πολίτες θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα. Για δρόμους που οι γυναίκες και τα παιδιά μας θα κυκλοφορούν χωρίς να φοβούνται για την ακεραιότητά τους, για γέροντες που δεν θα διπλοκλειδώνουν για να διαφυλάξουν την πενιχρή σύνταξή τους και τη ζωή τους. Για νέους που θα μπορούν να λένε ελεύθερα την άποψή τους έστω κι αν είναι αντίθετη με εκείνη της Αριστεράς. Για καθηγητές που θα διδάσκουν χωρίς τον φόβο των επιθέσεων από αντιεξουσιαστικές δυνάμεις. Για μια κοινωνία που δεν θα καταδυναστεύεται από κάθε μορφής συλλογικότητες τις οποίες δεν θα αγγίζει ο νόμος. Για μια πολιτεία που οι οικονομικές δραστηριότητες θα ασκούνται χωρίς το φόβο της καταστροφής, χωρίς το φόβο ότι τα κόπια μιας ζωής θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός και της μανίας των «γνωστών, αγνώστων». Μιλάμε, δηλαδή, για ένα κράτος που οι πολίτες του θα απολαμβάνουν τα αγαθά της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Ένα κράτος που οι νόμοι θα προστατεύουν τους αδυνάμους και μέσα από την ασφάλεια θα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη.
Γιατί ό,τι και όσα και να κάνουμε, πρέπει να κατανοήσουμε ότι χωρίς ασφάλεια ούτε επενδύσεις θα υπάρξουν, ούτε έξοδος από την κρίση. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας των πολιτών δεν είναι μόνο θεμελιώδες δικαίωμα. Είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Και το κυριότερο να συνειδητοποιήσουν οι πάντες ότι η ασφάλεια των πολιτών δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερή. Είναι βασική υποχρέωση μιας ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας.
Πριν από ενάμιση χρόνο, στις 20 Απριλίου 2016, ο μόλις τριών μηνών αρχηγός της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε θέσει το ζήτημα της ασφάλειας των πολιτών σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή.
Ο κ. Τσίπρας το είχε χαρακτηρίσει ανεπίκαιρο.
Ωστόσο οι αναφορές του κ. Μητσοτάκη στην ασφάλεια και στη δημοκρατία έχουν ιδιαίτερη αξία. Είχε πει:
«Η εσωτερική ασφάλεια μαζί με την εξωτερική άμυνα αποτελεί κεντρικό πυλώνα της λειτουργίας του κράτους, δεν εκχωρείται και δεν αμφισβητείται. Και η πρώτη υποχρέωση κάθε ευνομούμενης χώρας είναι η ασφάλεια των πολιτών της.
Η ασφάλεια, κατά συνέπεια, είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Είναι όρος απαραίτητος για την επιδίωξη των ατομικών φιλοδοξιών του κάθε πολίτη, αλλά και για τη συλλογική πρόοδο, για τη συλλογική ευημερία.
Με άλλα λόγια η ασφάλεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση αξιοπρέπειας και προόδου και για τους πολίτες και για τη χώρα. Και η ασφάλεια είναι πολύτιμο ατομικό, κοινωνικό και εθνικό αγαθό. Είναι θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη και θεμελιώδης υποχρέωση του Κράτους. Είναι καθήκον κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Γιατί, ο φοβισμένος πολίτης είναι ανελεύθερος πολίτης. Και η Δημοκρατία – και φαντάζομαι ότι θα συμφωνήσετε σε αυτό – δεν θέλει φοβισμένους πολίτες, θέλει ασφαλείς, ελεύθερους, δημιουργικούς ανθρώπους».
Για όλα αυτά η Αριστερά του κ. Τσίπρα τι λέει; Εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι ανεπίκαιρα;
Φροντίζει να τα διασφαλίζει ή φροντίζει η ασχήμια του «τέρατος» – και της πολιτικής της – να μας γίνει καθημερινή συνήθεια, ώστε να γίνουμε, τελικά, ένα με αυτήν;
Μάλλον το δεύτερο. Γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, είναι σαφές ότι θέλει τους πολίτες φοβισμένους, μέσα στο «καβούκι» τους, αδιάφορους για τα κοινά και για όσα μεμπτά πράττει η εξουσία. Η αδιαφορία των πολιτών όμως οδηγεί στην απαξίωση της πολιτικής, στην άνοδο των μετρίων και, τελικά, στην υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας.
Αλήθεια, όλοι εμείς οι λεγόμενοι, «υγιώς σκεπτόμενοι πολίτες» αυτό θέλουμε; Να μοιάσουμε στο «τέρας»;