Σκιές στην έρημο αρμενίζουν
οι κόσμοι μου,
συλλέκτες ήλιου και
μάταια δροσιά τής πυρακτωμένης άμμου.
Σέρνουν τα βήματα μου
αργά σαν βάσανα,
με υπομονή ανιχνεύουν αχάραγους δρόμους,
αέναα ταγμένοι σκαπανείς.
Αχαρτογράφητη γη
Βαδίζω το κορμί σου και κοιτώ μακριά
και πάνω τον ήλιο τον συμβουλάτορα.
Μέχρι να σβήσει κι εκειός τα φώτα του
και στο τέλος μιάς μέρας του
να με πνίξει, εμένα και
τις αθόρυβες σκιές μου,
τις αρσενικές όπως τις λογάριαζε.
Όλες, όλες,
εκτός ίσως από κάποια φυλαγμένη,
ύστερο μήνυμα, μνήμη μακρινή
από αναπαμένους κόσμους στην κοιλιά του,
για κάποιες σκιές τους, που πάσχιζαν,
αρμενιστές τού πυρακτωμένου πέλαγου.