γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Δύσκολα θα οδηγήσει στην «Ανάσταση», την επίλυση του κυπριακού, η εντός της Εβδομάδος των Παθών διεξαγωγή στη Γενεύη, στις 27-29 Απριλίου, της λεγόμενης άτυπης πενταμερούς για το Κυπριακό. Πρόκειται για μια ακόμη απόπειρα επίλυσης του χρονίζοντος προβλήματος της μαρτυρικής Μεγαλονήσου, που δημιουργήθηκε πριν από 47 χρόνια, με την τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% της συνολικής έκτασής της. Αναμφίβολα, ο διάλογος μεταξύ των μερών είναι πάντα ευπρόσδεκτος. Ωστόσο, ρεαλιστικά αντικρίζοντας την κατάσταση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να είμαστε αισιόδοξοι. Και τούτο, πρωτίστως, προκύπτει από την αδιάλλακτη τουρκική στάση, η οποία εκπορεύεται από τον επιθετικό αναθεωρητισμό της τουρκικής ηγεσίας, που υπαγορεύει το νεο-οθωμανικό της όραμα. Η οπτική αυτή αποκαλύφθηκε ακόμη μια φορά στην, χωρίς υπερβολή, ιστορική συνέντευξη Δένδια-Τσαβούσογλου στην Άγκυρα. Ο υπουργός Εξωτερικών της γείτονος έλαβε, βεβαίως, τη δέουσα απάντηση από τον Έλληνα ομόλογό του, Νίκο Δένδια, που για καιρό «θα το φυσάει και δεν θα κρυώνει». Όμως, μην αυταπατώμεθα, η τουρκική πολιτική δεν θα αλλάξει τα χούγια της. Στο Κυπριακό θέτει πλέον, επισήμως, ζήτημα αναγνώρισης δύο κρατών, προσβλέποντας μάλλον σε μια χαλαρή συνομοσπονδία, ώστε να αποκτήσει λόγο τόσο στο ελεύθερο τμήμα της Κύπρου όσο και στην ΕΕ, μέσω των φερέφωνών της στα κατεχόμενα
Όλο το προηγούμενο διάστημα, η Τουρκία φρόντισε με κάθε τρόπο να δείξει το πώς βλέπει την Κύπρο: διεξαγωγή παράνομων ερευνών και γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ, αλλά και στα κυπριακά χωρικά ύδατα συνοδεία πολεμικών πλοίων, άνοιγμα της περίκλειστης πόλης-φάντασμα της Αμμοχώστου, διαρκείς απειλές για νέα εισβολή. Εσχάτως, στην τουρκική φαρέτρα μπήκε ακόμη ένα όπλο, αυτό της πολιτιστικής προπαγάνδας. Με τη σειρά «Κάποτε στην Κύπρο», που προβάλλεται στο κρατικό κανάλι TRT, παρουσιάζονται τα γεγονότα του 1963, πλήρως διαστρεβλωμένα.
Επομένως, οι πιθανότητες επιτυχίας της πενταμερούς είναι ελάχιστες, καθώς κανείς δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει «γη και ύδωρ», όπως επιθυμούν οι Τούρκοι, υιοθετώντας προτάσεις που ναρκοθετούν την επιβίωση του ελληνισμού στο νησί. Μια λύση, δηλαδή, που θα εξισώνει το 18% με το 82% του πληθυσμού, δίνοντας επιπλέον τη δυνατότητα εμπλοκής της Άγκυρας σε κάθε απόφαση που δεν θα συνάδει με τα συμφέροντά της.
Αντιθέτως, κάθε δίκαιη λύση, πρέπει να είναι σύμφωνη με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ώστε η Κυπριακή Δημοκρατία μιας ενωμένης Κύπρου να είναι ένα κράτος, εντός του οποίου όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες να είναι ίσοι, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, με κρατική κυριαρχία, χωρίς περιορισμούς και υποσημειώσεις και με απόλυτη ισχύ του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Μια Κύπρος, που δεν θα φιλοξενεί ξένους στρατούς στο έδαφός της -είτε πρόκειται για τον κατοχικό τουρκικό είτε ακόμη και τα υπολείμματα της βρετανικής αποικιοκρατίας- και επιπροσθέτως δεν θα δεσμεύεται πλέον από τις αναχρονιστικές εγγυήσεις.
Αυτό ήταν, άλλωστε, και το μήνυμα που έστειλαν οι Ελληνοκύπριοι, με το συντριπτικό ποσοστό του 76%, στο δημοψήφισμα του 2004 για το περιβόητο σχέδιο Ανάν. Και είναι αξιοπερίεργο, αυτοί που πρωταγωνίστησαν τότε στην επιβολή των προνοιών εκείνου του σχεδίου, που άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες στην επίτευξη μόνιμων τουρκικών επιδιώξεων, να επιχειρούν σήμερα να μεταμορφώσουν την πραγματικότητα για να εμφανιστούν δικαιωμένοι. Ωστόσο, αν κάποιους δικαίωσαν οι κατοπινές εξελίξεις στην Τουρκία είναι εκείνους που με σύνεση και οξυδέρκεια δεν υπέκυψαν ούτε στις σειρήνες του όποιου συμβιβασμού ούτε στις απειλές για «σεισμούς και καταποντισμούς», που θα ακολουθούσαν το «Όχι».