γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.
Μόλις μέρες μετά την προκλητική «επίσκεψη» του Τούρκου αρχηγού ΓΕΕΘΑ Χουλουσί Ακάρ (Hulusi Akar) στα Ίμια την περασμένη Κυριακή 29 Ιανουαρίου, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έστειλε την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου επίσημο διπλωματικό διάβημα στην Αθήνα, δια του οποίου διαμαρτύρεται για την πραγματοποίηση στρατιωτικής άσκησης στην Κω. Η ενέργεια αυτή επιχειρεί να «υπενθυμίσει» την πάγια τουρκική θέση ότι η Κως και το ευρύτερο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων είναι και οφείλουν να παραμείνουν αποστρατικοποιημένα, με βάση τις πρόνοιες της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Χουσεϊν Μουφτούογλου (Hüseyin Müftüoğlu), «Η Συμφωνία των Παρισίων του 1947 απαγορεύει κάθε δραστηριότητα σχετική με στρατιωτική εκπαίδευση στα νησιά αυτά. Κατ’ επέκταση, η διενέργεια στρατιωτικής άσκησης στην Κω είναι μια σαφής παραβίαση του διεθνούς δικαίου». Ο Τούρκος αξιωματούχος επικαλέστηκε σχετικά δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου ως πηγή του, ενώ κάλεσε την Ελλάδα «να αποφύγει μονομερείς ενέργειες που αντίκεινται σε διεθνείς συνθήκες, καθώς αυτές μπορεί να προκαλέσουν ένταση στις διμερείς σχέσεις». Ανέφερε μάλιστα ότι έναντι των ενεργειών αυτών, «Η Τουρκία θα πάρει κάθε απαραίτητο μέτρο στο Αιγαίο, στα πλαίσια πάντα της πολιτικής μας και του διεθνούς δικαίου».
Επιχειρώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών Στράτος Ευθυμίου ανέφερε την ίδια κιόλας μέρα ότι «Μαθήματα τήρησης της διεθνούς νομιμότητας δεν είναι δυνατόν να μας δίνει ο κατ’ εξοχήν και σταθερός παραβάτης του διεθνούς δικαίου, ο οποίος μόνο σε μια μέρα πραγματοποιεί 138 παραβάσεις και δέκα υπερπτήσεις άνωθεν ελληνικών νησιών, ενώ συγχρόνως διατυπώνει απειλές εις βάρος της εδαφικής κυριαρχίας μας και της ακώλυτης άσκησής της». Πρόσθεσε δε ότι «Η Ελλάδα δεν πρόκειται να απεμπολήσει ποτέ το δικαίωμα λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων για τη νόμιμη άμυνά της και την προάσπιση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητάς της, με βάση άλλωστε όσα προβλέπει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών». Με δεδομένο ότι έχουμε αναλύσει τα περί δικαιώματος νόμιμης άμυνας σε προηγούμενο άρθρο (βλέπε εδώ), θα ήταν εν προκειμένω σκόπιμο να ανατρέξουμε στη Συνθήκη των Παρισίων καθ’ αυτή, ώστε να εντοπίσουμε την σχετική πρόνοια και να εξετάσουμε το πως και γιατί οι δύο πλευρές προβαίνουν σε διαφορετική ερμηνεία της.
Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1947) είναι η διεθνής συνθήκη με την οποία η Ελλάδα απέκτησε την κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων, διαδεχόμενη ως προς τα νησιά αυτά την Ιταλία που τα κατείχε de facto από τον Μάιο του 1912 και de jure από το 1924, όταν η Τουρκία παραιτήθηκε παντός δικαιώματός της επί των νησιών υπέρ της Ιταλίας (Άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάνης).[1] Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 14 αυτής (Μέρος Ι’ – Εδαφικοί Όροι) ανέφερε ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα κατά πλήρην κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου». Η διατύπωση αυτή κρίθηκε αόριστη από την ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία ζήτησε να συμπεριληφθεί στο κείμενο η απαρίθμηση των δεκατεσσάρων κυριότερων νησιών του συμπλέγματος. Ως αποτέλεσμα της παρέμβασης αυτής, η αρχική διατύπωση συμπληρώθηκε με τη φράση «τας παρακάτω απαριθμούμενας, ήτοι Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψόν, Σύμη, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας». Η αναφορά αυτή αποσκοπούσε στο να περιορίσει κάθε πιθανή παρερμηνεία ή ασάφεια σχετικά με το καθεστώς του συμπλέγματος, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την υπογραφή της συνθήκης ότι οι μνημονευόμενες παρακείμενες νησίδες είναι αυτές που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία στην αρχή του πολέμου.
Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 14 όριζε ότι «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι», χωρίς ωστόσο να αναφέρει τι ακριβώς αφορά αυτή η αποστρατικοποίηση ή για πόσο διάστημα θα ήταν σε ισχύ. Παρότι η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη των Παρισίων, έχει επικαλεστεί επανειλημμένα αυτή την πρόνοια, επιχειρώντας μάλιστα να εμφανιστεί ως άμεσα εμπλεκόμενο μέρος ή και επιτηρητής του καθεστώτος αυτού. Θα δούμε ωστόσο ότι δεν έχει κανένα σχετικό δικαίωμα, καθώς η συμβατική αυτή δέσμευση της δεύτερης παραγράφου προέκυψε μόνο κατόπιν επιμονής της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία είχε κάθε λόγο να επιθυμεί τον περιορισμό των αμυντικών δυνατοτήτων των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο, καθώς αυτές μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντική απειλή για τη ναυτική της παρουσία στην περιοχή (βλέπε Συρία).[2]
Η Τουρκία αποσιωπά συστηματικά το γεγονός πως δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη των Παρισίων, προβαίνοντας σε μια παρερμηνεία της τότε συγκυρίας και των προθέσεων της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι πρόνοιες της Συνθήκης αυτής «συμπληρώνουν» ένα καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και εξυπηρετούν μια λογική «εξισορρόπησης» των συμφερόντων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο, «εφόσον δεν έγινε δυνατόν, λόγω των συνθηκών» να μοιραστούν τα Δωδεκάνησα μεταξύ των δύο κρατών.[3] Οι ισχυρισμοί αυτοί ωστόσο είναι ελάχιστα πειστικοί, αφού η Σοβιετική Ένωση δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώκει τη «διατήρηση ισορροπιών» μεταξύ δύο χωρών που σύντομα θα εντάσσονταν στο αμυντικό σύστημα της Δύσης. Αντιθέτως, η Μόσχα είχε κάθε λόγο να είναι αρνητική προς την Τουρκία και τα συμφέροντά της, λόγω του ότι η τελευταία είχε απορρίψει τους -ομολογουμένως σκληρούς- όρους της για ανανέωση του μεταξύ τους Συμφώνου Φιλίας.[4]
Παρότι λοιπόν το καθεστώς της αποστρατικοποίησης των Δωδεκανήσων δεν θεσμοθετήθηκε υπέρ της, η Τουρκία επιχείρησε επανειλημμένα να εμφανιστεί ως θεματοφύλακάς του, επιδίδοντας το πρώτο διάβημα διαμαρτυρίας για «απόπειρες στρατικοποίησης» της Κω και της Ρόδου από πλευράς της Ελλάδας ήδη τον Ιούνιο του 1964.[5] Η Αθήνα απάντησε τότε στο τουρκικό διάβημα ότι δεν οχυρώνει τα νησιά και δεν παραβιάζει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, αλλά ότι προβαίνει σε καθαρά αμυντικά μέτρα για να ενισχύσει τις φρουρές των νησιών και να εξασφαλίσει την ασφάλειά τους. Παράλληλα, η ελληνική πλευρά διατύπωσε τη σταθερή έκτοτε θέση της ότι η Τουρκία είναι αναρμόδια να διαμαρτυρηθεί για τυχόν παραβιάσεις της Συνθήκης και για να υποδείξει τι προβλέπει, καθώς δεν συμμετείχε στη Διάσκεψη των Παρισίων του 1947 και κατ’ επέκταση οι διατάξεις της ομώνυμης Συνθήκης είναι και θα εξακολουθήσουν να αποτελούν για αυτήν res inter alios pacta (αντικείμενο συμφωνίας άλλων μερών). Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, η Τουρκία δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις μιας Συνθήκης στη διαρμόρφωση της οποίας δε συμμετείχε, ερμηνεία με την οποία συνάδει άλλωσε και μια άλλη γνωστή αρχή του διεθνούς δικαίου, η οποία ορίζει ότι pacta tertiis nec nocent nec prosunt (συνθήκη τρίτων δεν δημιουργεί δικαιώματα για τα μη συμβαλλόμενα μέρη).[6]
Με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν μπορεί να αναστρέψει το χρόνο και να συμμετάσχει αναδρομικά στη Συνθήκη για να αποκτήσει δικαιώματα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 άλλαξε στάση και αμφισβήτησε τη μεταβίβαση της κυριαρχίας των νησιών στην Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι η Συνθήκη δεν τη δεσμεύει επειδή ακριβώς δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή. Με τη νέα αυτή τοποθέτησή της η τουρκική πλευρά επιχείρησε να μετατρέψει τη μη συμμετοχή της στη Συνθήκη από «πρόβλημα» σε «προνόμιο», ερμηνεύοντάς τη κατά τρόπο που να μην την υποχρεώνει να δεχτεί την ελληνική κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων. Χωρίς να εξετάζουμε την πλήρη αντίθεση του επιχειρήματος αυτού με την πρότερη θέση της Τουρκίας, ο νομικά παρακινδυνευμένος αυτός ισχυρισμός επίσης δεν ευσταθεί, διότι η Συνθήκη των Παρισίων ρυθμίζει αντικειμενικά καθεστώτα τα οποία έχουν καθολική ισχύ έναντι όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας, κατά συνέπεια η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί το καθεστώς κυριαρχίας που διαμόρφωσε η Συνθήκη ακόμη και αν δε συμμετείχε σε αυτή.
Σε μια ύστατη προσπάθεια να αμφισβητήσει και να υποσκάψει το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών με όποιο άλλο τρόπο μπορεί, η Άγκυρα επιχείρησε να συνδέσει το ζήτημα της κυριαρχίας επί των νησιών με το καθεστώς αποστρατικοποίησης τους, ισχυριζόμενη ότι η Ελλάδα παραβιάζει τη Συνθήκη (ως προς την παράγραφο 2 του Άρθρου 14) με το να εγκαθιστά στρατιωτικές δυνάμεις σε αυτά, και άρα απονομιμοποιείται από το να τα κατέχει. Η θέση αυτή και η σύνδεση που δι’ αυτής επιχειρείται είναι όχι μόνο πολιτικά ανήθικη και νομικά αβάσιμη, αλλά και ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς αμφισβητεί ευθέως τη νομιμότητα της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών και ζημιώνει τη διεθνή εικόνα της χώρας μας, εμφανίζοντάς τη ως χώρα που δεν σέβεται τις διεθνείς συνθήκες.
Με βάση τα ανωτέρω, διαπιστώνει κανείς ότι η Τουρκία επιχειρεί επανειλημμένα και σε βάθος χρόνου να αποκτήσει ένα αθέμιτα βαρύνοντα ρόλο στην εφαρμογή -και ενδεχομένως αναδιαμόρφωση- καθεστώτων στη δημιουργία των οποίων δε συμμετείχε, με απώτερο σκοπό να τα χρησιμοποιήσει για να αποδομήσει και απονομιμοποιήσει την ελληνική κυριαρχία και στρατιωτική παρουσία στο ανατολικό Αιγαίο. Με τον τρόπο αυτό η Άγκυρα πιθανότατα επιχειρεί να δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας» (buffer zone) μεταξύ της Μικράς Ασίας και της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία όχι μόνο θα περιορίζει την ικανότητα της Ελλάδας να αντεπιτεθεί σε περίπτωση σύγκρουσης, αλλά θα καθιστά τα νησιά αυτά έναν εύκολο και άμεσα προσβάσιμο στόχο, αν διαθέτουν ασθενείς και μη επαρκώς οχυρωμένες δυνάμεις. Σενάρια πολεμικών αναμετρήσεων και επιβολής τετελεσμένων αυτού του είδους μπορεί να ανήκουν στη σφαίρα του απίθανου ή και του φανταστικού για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά οι προθέσεις της Τουρκίας έχουν εκδηλωθεί επανειλημμένα και με τρόπο έντονο τις τελευταίες δεκαετίες (το παράδειγμα της Κύπρου δεν είναι άλλωστε και τόσο μακρινό χρονικά), καθιστώντας τον εφησυχασμό μια πολυτέλεια που η Ελλάδα δεν μπορεί να απολαύσει.
[1] Λένα Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση, 2001, σελ. 655.
[2] Όταν μάλιστα οι Σοβιετικοί διαμαρτυρήθηκαν το 1948, με αφορμή την παρουσία του 6ου αμερικανικού Στόλου στην περιοχή, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Marshall απάντησε ότι «η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της στα νησιά για να υπερασπίσει τα σύνορά της». Η δήλωση ερμηνεύτηκε ως αναγνώριση από πλευράς των ΗΠΑ του δικαιώματος της Ελλάδας να εξοπλίσει τα Δωδεκάνησα. Θ. Βερέμης, Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, β’ έκδοση, Εκδόσεις Γνώση, 1991, σελ. 144.
[3] Παρότι δεν ενεπλάκη άμεσα στον πόλεμο, η Τουρκία έθεσε επανειλημμένα τη διεκδίκησή της επί των Δωδεκανήσων τόσο έναντι των Γερμανών (1941) όσο και έναντι των Συμμάχων (1943). Η απόπειρά της να αποσπάσει εδαφικά ανταλλάγματα για τη συμμετοχή της στον πόλεμο δεν είχε ιδιαίτερα αποτελέσματα, ενώ είχε ως αποτέλεσμα το να χάσει κάθε έρεισμα για να διεκδικήσει τα νησιά κατά το τέλος του. Αναπροσαρμόζοντας την πολιτική της, η Άγκυρα επιχείρησε να συμμετάσχει στη διοίκησή τους, ή ν’ αποκτήσει πλήρη έλεγχο σε ορισμένα από αυτά, προτείνοντας δια στόματος του πρώην υπουργού Εξωτερικών Tevfik Rüştü Araş την υπαγωγή τους «υπό κοινή ελληνοτουρκική κυριαρχία» ή την απόδοση των Κω, Καλύμνου και Λέρου στην Τουρκία, καθότι «αποτελούν συνέχεια των παραλίων της Ασίας». Οι πρωτοβουλίες αυτές φαίνεται ότι βρήκαν κάποια ανταπόκριση, καθώς εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον επεξεργάστηκαν σενάρια απόδοσης κάποιων νησιών, όπως η Σύμη και το Καστελλόριζο, στην Τουρκία. Οι προτάσεις αυτές ωστόσο τελικά απορρίφθηκαν, και τα νησιά αποδόθηκαν στο σύνολό τους στην Ελλάδα. Για περισσότερα, βλέπε Β. Χατζηβασιλείου, «Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα» στο συλλογικό Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας, 2010, σελ. 191.
[4] Το Μάρτιο του 1945, η Σοβιετική Ένωση πληροφόρησε δια του υπουργού Εξωτερικών της Βιάτσεσλαφ Μολότοφ την τουρκική κυβέρνηση ότι δεν επιθυμούσε την ανανέωση της Συνθήκης Φιλίας του 1925, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους, μετά το τέλος του πολέμου, η Μόσχα έθεσε ζήτημα εδαφικών επανορθώσεων από πλευράς της Τουρκίας, διεκδικώντας τις πρώην ρωσικές επαρχίες Kars, Artvin και Ardahan, καθώς και στρατιωτική παρουσία στα Στενά. Philip Robins, Στρατός και Διπλωματία: Η Τουρκική Εξωτερική Πολιτική από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2004, σελ. 162.
[5] Ş. Kut, «Το Αιγαίο στην Τουρκική εξωτερική πολιτική» στο συλλογικό Μύθος και Πραγματικότητα: ανάλυση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής του F. Sönmezoğlu (επιμ.), μετάφραση Χρήστου Τζιβιτζίογλου, Infoγνώμων, 2001, σελ. 356.
[6] Στο ίδιο πλαίσιο, ιδιαίτερη σημασία για το ζήτημα αυτό έχει και το Άρθρο 89 της Συνθήκης των Παρισίων, το οποίο αναφέρει ότι «Οι σύμμαχες και συνασπισμένες δυνάμεις δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα όφελος από τη Συνθήκη αν δεν την επικυρώσουν». Από τη στιγμή που θεσπίζεται μια τόσο αυστηρή διάταξη για τις νικήτριες και σύμμαχες χώρες, δεν μπορεί παρά να έχει ακόμη πιο απόλυτο χαρακτήρα ως προς τα κράτη που δεν υπήρξαν εμπόλεμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Τουρκία.