Guest

Απόπειρες Διεθνοποίησης του Αγ. Όρους κατά τον 19ο και 20ο αιώνα και ο ρόλος της Ρωσίας

γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.

 

Μόλις προχθες, την Πέμπτη 16 Ιουνίου ξεκίνησαν στα Χανιά οι εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Ιεράς Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών, της πρώτης συνόδου που πραγματοποιείται με σκοπό την έκφραση και ανταλλαγή απόψεων των Ορθόδοξων Εκκλησιών από την εποχή του Σχίσματος με την Καθολική Εκκλησία το 1054. Σε αυτήν επρόκειτο να συμμετέχουν εκπρόσωποι από 14 Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά την τελευταία σχεδόν στιγμή ανακοίνωσαν ότι θα απέχουν πέντε από αυτές, μεταξύ των οποίων και η Ρωσική, η πολυπληθέστερη Ορθόδοξη εκκλησία στον κόσμο. Αν και δεν έχουν δοθεί σαφείς πληροφορίες, ο κύριος λόγος για αυτό εκτιμάται ότι είναι η διαμάχη μεταξύ της Ρωσικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης για την πρωτοκαθεδρία της Ορθοδοξίας, χωρίς να αποσιωπάται η προσπάθεια ορισμένων εκκλησιών να χρησιμοποιήσουν τη σύνοδο με πολιτικό τρόπο για δικές τους επιδιώξεις.

 

Με δεδομένη την απουσία των εκπροσώπων των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ρωσίας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας από τη σύνοδο αυτή, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για το πότε, πως και κατά πόσο η εκκλησία εμπλέκεται στα της πολιτικής, ή αντίστροφα για το πως η πολιτική επηρρεάζει και χρησιμοποιεί την εκκλησία. Ανεξάρτητα από την προσωπική οπτική ή την πίστη του καθενός, η ιστορική εμπειρία προσφέρει ως προς το σημείο αυτό πάμπολλα παραδείγματα του τρόπου αλληλεπίδρασης κράτους και εκκλησίας, όπως άλλωστε δείχνει χαρακτηριστικά και η ρωσική πολιτική αναφορικά με το Άγιο Όρος από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση.

 

Η μακραίωνη ιστορία του Όρους και το ρωσικό ενδιαφέρον

Το Άγιο Όρος υπήρξε για αιώνες καταφύγιο των πιστών και θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας, στο οποίο έρχονταν να σπουδάσουν μοναχοί ήδη από τον 5ο αιώνα. Τον 7ο αιώνα εγκαταστάθηκε εκεί ο μοναχός Πέτρος ο Αθωνίτης, ενώ το 972 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής υπέγραψε το τυπικό του Αγίου Όρους που όριζε τις μορφές μοναχισμού και εκχωρούσε ορισμένα δικαίωματα στις εκεί μονές, ανοίγοντας το δρόμο για τη δημιουργία πολλών μοναστηριών στη χερσόνησο κατά τους επόμενους δύο αιώνες. Τα δικαιώματα αυτά έγιναν εν πολλοίς σεβαστά από τους Οθωμανούς σουλτάνους μετά την Άλωση, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και με τη στήριξη των ελληνορθόδοξων ηγεμόνων των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Μολδαβία και Βλαχία).

Παρά τα προνόμια, οι μονές αντιμετώπιζαν συχνά οικονομικά προβήματα, καταφεύγοντας αρκετές φορές στη ρωσική ηγεσία για βοήθεια. Η συνδρομή αυτή ήταν αρχικά ανιδιοτελής, αλλά με την εξάπλωση του πανσλαβισμού οι Ρώσοι άρχισαν να επιδιώκουν και να παίρνουν ανταλλάγματα από τις μονές, εξαγοράζοντας σκήτες και αναγείροντας πολυτελείς ναούς, ενώ ενθάρρυναν και στήριζαν οικονομικά την επάνδρωσή τους με εκατοντάδες μοναχούς από τη Ρωσία και άλλες σλαβόφωνες χώρες. Κάνοντας μικρά αλλά σταθερά βήματα, το 1867 κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη μονή Αγίου Παντελεήμονος, στην οποία κρύβονταν έκτοτε πολλοί πράκτορες των ρωσικών συμφερόντων, ενώ για κάποιο διάστημα κυκλοφορούσε η φήμη ότι στα υπόγειά της υπήρχαν θάλαμοι για στρατιώτες και οπλαποθήκες. Αρκετοί μοναχοί θορυβήθηκαν από την εξάπλωση της ρωσικής επιρροής και ζήτησαν από το Πατριαρχείο να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της, αλλά το Φανάρι δεν ήταν διατεθειμένο να αντιπαρατεθεί στη Ρωσία, από την οποία άλλωστε δεχόταν και το ίδιο οικονομική στήριξη.

Το ρωσικό ενδιαφέρον για το Όρος εκφράστηκε ακόμη πιο κατηγορηματικά με το άρθρο 22 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), με το οποίο οι Ρώσοι μοναχοί εξασφάλισαν σημαντικά δικαιώματα στη διοίκηση των μονών και τη διαχείριση της περιουσίας τους. Γινόταν πλέον ορατός ο κίνδυνος να περάσει το Όρος υπό άμεσο ρωσικό έλεγχο μέσα στα επόμενα χρόνια, αλλά αισίως η σχετική πρόνοια σύντομα αναθεωρήθηκε από τη Συνθήκη του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878), η οποία επέκτεινε τα προνόμια αυτά σε όλους τους μοναχούς ανεξαιρέτως: «Οι μοναχοί του Αγίου Όρους, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής τους, διατηρούν τις κτήσεις και τα πρότερα πλεονεκτήματά τους, και χωρίς καμία εξαίρεση απολαύουν απόλυτη ισότητα δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων». Η αναφορά αυτή αποτελεί την πρώτη διεθνή αναγνώριση της ιδιόρρυθμης αυτονομίας του Αγίου Όρους, δημιουργώντας ένα νομικό προηγούμενο που σε μεγάλο βαθμό παραμένει σεβαστό μέχρι σήμερα.

 

Η ρωσική πολιτική εποικισμού του Όρους με κάθε είδους «μοναχούς»

Κατά τα επόμενα χρόνια, η Ρωσία συνέχισε να ενθαρρύνει την αποστολή μοναχών στο Άγιο Όρος, οικοδομώντας νέα, πολυτελή κτήρια που έρχονταν σε αντίθεση με το λιτό, αγιορείτικο ύφος, εγκαθιστώντας τυπογραφεία που τύπωναν βιβλία στα ρωσικά, και περιβάλλοντας τις επίσημες επισκέψεις των πριγκήπων Αλεξίου Αλεξάνδροβιτς (1867) και Κωνσταντίνου Κωνσταντίοβιτς (1881) με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Η τσαρική αυλή στήριξε ενεργά τις προσπάθειες αυτές, υποστηριζόμενη από αρκετούς αρχιερείς της Ιεράς Συνόδου του Ρωσικού Πατριαρχείου. Αρκετοί Αγιορείτες μοναχοί ωστόσο θορυβήθηκαν από την πολιτική αυτή, θεωρώντας ότι αποτελούσε άκριτη και αδόκιμη επέμβαση στον παραδοσιακό τρόπο ζωής των μοναχών με βάση εγκόσμια κίνητρα, τα οποία επηρρέαζαν αρνητικά την πνευματική τους αποστολή και απειλούσαν με ανατροπή το επί αιώνες διαμορφωθέν καθεστώς του Όρους. Παρά τις διαμαρτυρίες αυτές, η πολιτική που χάραξε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στρατηγός Ιγνάτιεφ (1864-1877) με τις ευλογίες του τσάρου Αλέξανδρου Β’ (1818-1881) συνεχίστηκε με συνέπεια από τους διαδόχους του (Νελίντοφ, Ζηνόβιεφ και Τσαρύκοφ), καθώς και από τους Ρώσους προξένους στη Θεσσαλονίκη.

Σύμφωνα με την πολιτική αυτή, τα ρωσικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν καλύτερα αν η περιοχή περνούσε υπό τον πλήρη και άμεσο έλεγχο της Ρωσίας, πράγμα που μπορούσε να γίνει μόνο αν η τελευταία διεύρυνε τα δημογραφικά ερείσματα στο Όρος. Με δεδομένο ότι η Ρωσία δεν μπορούσε πάντα να εξαγοράσει τη συνείδηση των μοναχών ή να χτίσει νέα μοναστήρια κατά βούληση, έπρεπε να επανδρώσει και ελέγξει τα ήδη υφιστάμενα, όπου μόναζαν κατά βάση Έλληνες μοναχοί. Αυτό μπορούσε να διευκολυνθεί με την προσέλευση νέων μοναχών, οι οποίοι ωστόσο δεν είχαν πάντα εμφανές θρησκευτικό φρόνημα ή αγνές προθέσεις. Με δεδομένη «την πενιχράν κατάστασιν του βίου των χωρικών εν Ρωσία, ο εν Άθω μοναχικός βίος παρίστατο δελεαστικόν ιδεώδες της επιγείου ευδαιμονίας», παρέχοντας άφθονο ανθρώπινο δυναμικό για την ρωσική «απόβαση» στο Όρος. Στο όνομα της πολιτικής αυτής ωστόσο, άρχισαν να φτάνουν στο Όρος άνθρωποι χωρίς καμία θρησκευτική αναζήτηση ή πνευματική καλλιέργεια, μεταξύ των οποίων συχνά ακόμα και κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου.

Ήταν εμφανές ότι το ποιόν των ανθρώπων που στέλνονταν στο Όρος για να «μονάσουν» δεν αποτελούσε κριτήριο για την Αγία Πετρούπολη, ενώ ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Ζηνόβιεφ είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ας μένουν στο Άγιο Όρος Ρώσοι, κι ας είναι και διάβολοι». Το φαινόμενο απασχόλησε σοβαρά την Ιερά Κοινότητα, η οποία αναζήτησε τρόπους ελέγχου των μοναχών. Το Πατριαρχείο συνέστησε την εφαρμογή προληπτικού ελέγχου όσων έρχονται να μονάσουν στο Όρος, ζητώντας τους να φέρουν ενδεικτικό, δηλαδή μια «συστατική επιστολή» του επισκόπου ή μητροπολίτη του τόπου προέλευσής τους. Στο πλαίσιο αυτό, πολλά μοναστήρια υιοθέτησαν άτυπα μια πολιτική μη αποδοχής νέων μοναχών αν δεν είχαν σαφείς πληροφορίες για την καταγωγή τους, ή κάποιου είδους εγγυήσεις για το ποιόν τους.

 

Η έλευση του εθνικισμού στα μοναστήρια του Αγίου Όρους

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, μερικές μονές του Αγίου Όρους άρχισαν να «εθνικοποιούνται», ιδίως οι σλαβικές, με την Ζωγράφου να ιδιοποιείται εθνικά βουλγαρικά σύμβολα, τη Χιλανδαρίου να αντιμετωπίζει διοικητικά προβλήματα με αιτία τη διαμάχη μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων στο εσωτερικό της, και τους Ρώσους να επεκτείνουν περαιτέρω την επιρροή τους στη χερσόνησο με έδρα την Παντελεήμονος. Ευρισκόμενη αρκετά κοντά στις πρώτες δυο, η Μονή Εσφιγμένου -μια από τις πιο συντηρητικές στο Όρος έως σήμερα- αντέδρασε αναρτώντας λιθογραφίες των ηρώων του 1821 στους εξωτερικούς τοίχους και στον αύλιο χώρο της, αλλά οι περισσότερες άλλες μονές απέφυγαν τέτοιου είδους εκδηλώσεις και προσπάθησαν να μείνουν αμέτοχες στον πολυμέτωπο εθνικό αγώνα που διεξαγόταν στα Βαλκάνια.

Ο αγώνας αυτός γνώρισε μια ύφεση με την ανακήρυξη του Οθωμανικού Συντάγματος, τον Ιούλιο του 1908, αλλά το ουσιαστικό τέλος του έφτασε λίγο μετά την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων (5 Οκτωβρίου 1912), όταν οι στρατιωτικές εξελίξεις και η ταχεία προέλαση των Βαλκάνιων συμμάχων σε όλα τα μέτωπα διαμόρφωσαν ένα νέο καθεστώς στη χερσόνησο, αρκετά διαφορετικό από αυτό που επεδίωκαν οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών, ελληνικά πολεμικά πλοία με επικεφαλής το θωρηκτό «Αβέρωφ» κατέπλευσαν στο λιμάνι της Δάφνης στις 5 Νοεμβρίου 1912, όπου μικρό άγημα ύψωσε την ελληνική σημαία και εγκατέστησε μικρή δύναμη στρατιωτών και χωροφυλάκων. Η Ιερά Κοινότητα εξέφρασε την ικανοποίησή της για την εξέλιξη, και ο γραμματέας της υποδέχθηκε θερμά το ελληνικό απόσπασμα, αναφέροντας ότι «Ο ιερός αυτός τόπος αγωνιζόταν ανέκαθεν για τη Μεγάλη Ιδεά του Ελληνισμού. Ελπίζουμε σύντομα να γιορτάσουμε την απελευθέρωση και των άλλων σκλάβων αδελφών».

 

Η Ρωσία αρνείται την ελληνική προσάρτηση και ζητάει διεθνοποίηση

Η Ρωσία αντέδρασε στην ελληνική απόβαση δηλώνοντας η προσωρινή κατοχή κάποιας περιοχής δεν προδίκαζε το μελλοντικό καθεστώς της, καθώς δεν θα αποδεχόταν καμία απόφαση στη διαμόρφωση της οποίας δεν είχε κληθεί να συμμετάσχει.[1] Για την ακρίβεια, ο γραμματέας της Ρωσικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Πάβελ Μανσούροφ χαρακτήρισε την προσάρτηση του Άθωνα στην Ελλάδα επιβλαβή για τα ρωσικά συμφέροντα, ευχόμενος «την επαναφορά αυτού υπό την κυριαρχίαν της Τουρκίας», από την οποία θα ήταν ευκολότερο να αποσπαστεί. Παρότι απόψεις αυτού του είδους θεωρήθηκαν αρχικά ακραίες και μεθωριακές, η Πετρούπολη σύντομα έδειξε ότι δεν σκόπευε να αναγνωρίσει το υφιστάμενο καθεστώς, ελπίζοντας να αποσπάσει οφέλη από μια ενδεχόμενη διαπραγμάτευση. Με βάση το σκεπτικό αυτό, πρότεινε τη διεθνοποίηση του Αγίου Όρους, δηλαδή ένα καθεστώς συγκυριαρχίας με τη συμμετοχή αρκετών Ορθόδοξων κρατών, μεταξύ των οποίων η ίδια θα είχε τον πρώτο λόγο. Η απόπειρα αυτή αποτελούσε μια ακόμη έκφανση της επεκτατικής πολιτικής του πανσλαβισμού στα Βαλκάνια, με απώτερο σκοπό τον ουσιαστικό έλεγχο της χερσονήσου από τη Ρωσία και τη μετατροπή της σε ρωσική βάση. Μια σημαντική παράμετρος δε της πολιτικής αυτής είναι ότι δεν επεδίωκε τον διεθνή έλεγχο μιας περιοχής που ανήκε στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά μιας περιοχής που είχε πρόσφατα απελευθερωθεί από χριστιανική χώρα(!).

Η ιδέα της διεθνοποίησης αντιμετωπίστηκε σύντομα με ιδιαίτερη θέρμη από τους πανσλαβιστές στο Όρος, αλλά οι μη Ρώσοι μοναχοί δεν υπήρξαν εξίσου ενθουσιώδεις. Φοβούμενοι ότι θα γινόταν εργαλείο και έρμαιο της ρωσικής πολιτικής, πολλοί εκφράστηκαν υπέρ της προσάρτησης του Άθω στην Ελλάδα, επικαλούμενοι λόγους ιστορικούς όσο και δικαίου. Ιδιαίτερα η Σερβία και η Σερβική Εκκλησία εκφράστηκαν ευνοϊκά προς τις ελληνικές θέσεις και φάνηκαν να αναγνωρίζουν το εδαφικό καθεστώς, αν και δεν απέρριψαν ευθέως τη ρωσική πρόταση και τήρησαν στάση αναμονής έναντι των εξελίξεων. Η ηγεσία του Μαυροβουνίου πάλι, αν και θεωρητικά πιο προσκολημένη στη ρωσική πολιτική από τη Σερβία, υπήρξε μάλλον αδιάφορη για το μελλοντικό καθεστώς του Άθω, ενώ η Βουλγαρία πρότεινε να δοθεί το Άγιο Όρος στη Ρουμανία ως αντάλλαγμα για να άρει τις διεκδικήσεις της επί βουλγαρικών εδαφών. Η υιοθέτηση αυτών των αντιφατικών μεταξύ τους θέσεων και πολιτικών ευνόησε την παράταση της εκκρεμότητας, και έμμεσα τη διατήρηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Όρος.

 

Η Ρωσία πιέζει με απόβαση και υπομνήματα μοναχών

Σε μια απόπειρα να πιέσει τις εξελίξεις, το 1913 η Ρωσία έκανε απόβαση με πολεμικά πλοία στην περιοχή, με το πρόσχημα της απομάκρυνσης αιρετικών Ρώσων μοναχών.[2] Οι Ρώσοι ιθύνοντες υποστήριξαν ότι θα διασφάλιζαν τον πνευματικό χαρακτήρα του Όρους και την αυστηρή προσήλωσή του στις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά και οι μοναχοί έπρεπε έχουν λόγο στις εξελίξεις, και κατά συνέπεια έπρεπε να ερωτηθούν για το μελλοντικό καθεστώς του Όρους. Με δεδομένη την πληθυσμιακή διόγκωση του σλαβικού πληθυσμού του Όρους κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η υποβολή αιτήματος για δημοψήφισμα στο Όρος -ονομαστικού μάλιστα, καθ’ υπόδειξη των Ρώσων- δεν φάνταζε ιδιαίτερα παράλογη. Σύμφωνα με αρκετές πηγές, οι Έλληνες και Ρώσοι μοναχοί είχαν πλέον εξισωθεί σε αριθμό (περίπου 4 με 5 χιλιάδες η κάθε ομάδα), ενώ οι Ρώσοι επίσης υπολόγιζαν στη στήριξη Σέρβων και Βουλγάρων, ίσως και των Ρουμάνων. Αισιόδοξο ωστόσο ήταν το γεγονός ότι η αναλογία αυτή δεν αποτυπωνόταν στην Ιερά Επιστασία, καθώς οι περισσότεροι Ρώσοι μοναχοί έμεναν σε σκήτες και μόνο η Μονή Παντελεήμονος ήταν ρωσική.

Στις 12 Μαΐου 1913 και ενώ η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου με αντικείμενο την κατανομή των εδαφών στα Βαλκάνια ακόμα συνεχιζόταν, Ρώσοι κελιώτες έστειλαν υπόμνημα ζητώντας τη διεθνοποίηση του Αγίου Όρους.[3] Παρά την εμφανή του σκοπιμότητα, το κείμενο ήταν προσεκτικά διατυπωμένο και περιλάμβανε πολλά δίκαια αιτήματα, όπως η αυτοτέλεια των κελιών, η εσωτερική αυτοδιοίκηση των μονών και διάκριση των ποινικών από τα πνευματικά επιτίμια. Πέρα όμως από τα εν πολλοίς εσωτερικά αυτά ζητήματα που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την Ιερά Κοινότητα και δεν συγκινούσαν τους συνέδρους της Διάσκεψης, υπήρχε το αίτημα να αναγνωριστεί η χερσόνησος «ως έδαφος ουδέτερο υπό την προστασία Ρωσίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας».

Η υποβολή του υπομνήματος δημιούργησε αρχικά εντυπώσεις στη Διάσκεψη, αλλά σύντομα αποδείχθηκε πως οι Ρώσοι κελιώτες είχαν αυτενεργήσει και δεν είχαν την επίσημη στήριξη της ρωσικής μονής. Εναντίον τους ξεσηκώθηκε σχεδόν το σύνολο του αγιορείτικου μοναχισμού, αγανακτισμένο από τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονταν σε βάρος του. Στις 19 Αυγούστου 1913, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, οι αντιπρόσωποι των είκοσι μονών του Αγίου Όρους –μεταξύ των οποίων και του ρωσικού- συνέταξαν μακροσκελές υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Διάσκεψης, Edward Gray, όπου εξέφραζαν ομόφωνα την έντονη αντίθεσή τους προς το περιεχόμενο του υπομνήματος των κελιωτών και επισήμαιναν την εκτροπή τους: «Η πρότασις της συγκυριαρχίας, κατά τας σχετικάς διατάξεις του διεθνούς δικαίου, εστί παράνομος και συνεπώς απαράδεκτος, ως παραβιάζουσα την κυριαρχίαν της Ελλάδος». Προσθέτουν δε ότι τη χερσόνησο «κατέκτησε δια του αίματος των τέκνων αυτής» η Ελλάδα, κατά συνέπεια το Όρος ανήκει δικαιωματικά και κατ’ αποκλειστικότητα σ’ αυτήν.

Σε μια προσπάθεια να αποθαρρύνει περαιτέρω κινήσεις για διεθνοποίηση ή συγκυριαρχία, στις 3 Οκτωβρίου η Έκτακτος Ιερά Σύναξις των καθηγουμένων και των αντιπροσώπων των 19 Μονών (με αποχή της ρωσικής) συνέταξε Ψήφισμα στο οποίο διακηρύσσεται σε 10 άρθρα η «αΐδιος ευγνωμοσύνη» των Μονών προς τις ελληνικές δυνάμεις που απελευθέρωσαν το Όρος, και αποκρούεται «εντόνως ως ολεθρία δια την περαιτέρω εξέλιξιν του μοναχικού βίου εν Αγίω Όρει η ιδέα της διεθνοποιήσεως, ή ουδετεροποιήσεως, ή συγκυριαρχίας, ή συμπροστασίας, ή όπως άλλως ήθελέ τις ονομάσει την τάσιν αυτήν». Το Ψήφισμα παράλληλα καλούσε τις κυβερνήσεις των Ορθοδόξων κρατών να αναγνωρίσουν την κυριαρχία «του Ελληνικού Βασιλείου» επί της χερσονήσου, προειδοποιώντας ότι κάθε αντίθετη απόφαση «θέλει συναντήσει, εν τη εφαρμογή αυτής, ενασκούμενον το δικαίωμα της υπέρ ιερών και οσίων αμύνης».

 

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου δεν αποθαρρύνει την Πετρούπολη

Λίγες μέρες πριν δημοσιευτεί το πρώτο υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος, είχαν φτάσει σε πέρας και οι διαβουλεύσεις μεταξύ των νικητών του Β’ Βαλκανικού Πολέμου στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, με αποτέλεσμα την ομώνυμη συνθήκη (10 Αυγούστου). Αυτή επιβεβαίωνε έμμεσα την υπαγωγή του Άθω στην Ελλάδα, καθώς περιέγραφε με λεπτομέρεια την ελληνοβουλγαρική μεθόριο, αλλά δεν έκανε καμία ρητή αναφορά στο Όρος, το οποίο περιερχόταν σιωπηρά στην ελληνική πλευρά των συνόρων. Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, ωστόσο, το ζήτημα παρέμενε σε εκκρεμότητα, ακριβώς λόγω της έλλειψης σχετικής αναφοράς στο διεθνές κείμενο.

Κατά το επόμενο διάστημα, η Ρωσία συνέχισε να πιέζει παρασκηνιακά την ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά τον Βενιζέλο για την επιβολή ενός ελληνορωσικού καθεστώτος στον Άθω, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την υποστήριξή της στο θέμα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία η Ελλάδα είχε καταλάβει από το φθινόπωρο του 1912, αλλά η Τουρκία αρνιόταν να εκχωρήσει. Παράλληλα, η ρωσική διπλωματία ασκούσε σημαντικές πιέσεις στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι οποίες είχαν θορυβήσει τους αγιορείτες μοναχούς. Αντιδρώντας σε φήμες ότι το Πατριαρχείο υιοθετούσε ορισμένες από τις ρωσικές αξιώσεις, η Ιερά Κοινότητα εξέδωσε ανακοίνωση προς το Πατριαρχείο, όπου δήλωνε «ότι ουδεμίαν λύσιν του Αγιορειτικού ζητήματος θα αποδέχετο γενησομένην εν αγνοία της».

 

Το ρωσικό ενδιαφέρον ατονεί μόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση

Οι εξελίξεις σύντομα προσπερνούν τον Άθωνα, καθώς η οξυνόμενη ένταση μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών συνασπισμών (της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» και των Κεντρικών Δυνάμεων) παρασέρνει τις Δυνάμεις της Ευρώπης σε μια πρωτοφανή σύγκρουση το καλοκαίρι του 1914, η οποία έμεινε γνωστή ως Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η σχετική απομόνωση της περιοχής από τα κύρια θέατρα του πολέμου -ακόμη και από το Μακεδονικό Μέτωπο, το οποίο βρίσκεται μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βορειότερα της χερσονήσου- και η συνθηκολόγηση της Ρωσίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (3 Μαρτίου 1918) θα οδηγήσουν στην πλήρη εγκατάλειψη των σχεδίων για διεθνοποίηση με το τέλος του πολέμου, καθώς η νέα σοβιετική κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολύ πιο επιτακτικά ζητήματα (όπως ο εμφύλιος και οι ξένες επεμβάσεις στη Ρωσία) και δεν υπάρχει άλλος ορατός αντίδικος (η Βουλγαρία επίσης περιλαμβάνεται στο στρατόπεδο των ηττημένων).

Με την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, το ρωσικό κράτος παύει κάθε υποστήριξη προς τους Αγιορείτες πανσλαβιστές, τόσο πολιτική όσο και οικονομική. Ως αποτέλεσμα, μεγάλος αριθμός Ρώσων μοναχών επιστρέφει στη Ρωσία ή αναζητάει καταφύγιο αλλού, ενώ όσοι μένουν προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και να συμφιλιωθούν με τους μοναχούς των άλλων εθνικοτήτων. Τα άλλοτε μεγαλοϊδεατικά σχέδια για ρωσικό έλεγχο του Όρους θα συνεχίσουν να ενισχύουν μόνο ηθικά οι μητροπολίτες που διέφυγαν υπό τον Αναστάσιο Κίσενεφ στο Κάρλοβιτς της Σερβίας, αν και ο ρωσικός κίνδυνος πλέον εξέλειψε και στο Όρος αποκαταστάθηκε η γαλήνη και η απομόνωση που επικρατούσε πριν τα μέσα του 19ου αιώνα.

 

Το καθεστώς του Αγίου Όρους έκτοτε

Στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) επιβεβαιώνει το γεγονός της υπαγωγής του Άθωνα στην Ελλάδα κατά τρόπο αντίστοιχο αυτής του Βουκουρεστίου (δηλαδή μέσω της περιγραφής των νέων ελληνοβουλγαρικών συνόρων), αλλά ρητή αναφορά στο Άγιο Όρος γίνεται στη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) και στη Συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923), με το άρθρο 13 της οποίας η Ελλάδα αναγνωρίζει και διατηρεί τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ξένων μοναστηριακών κοινοτήτων του Αγίου Όρους που είχε αναλάβει πριν από αυτήν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με βάση τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Η μόνη διαφορά είναι ότι η προστασία αυτή αφορά πλέον μόνο τις μειονοτικές, δηλαδή τις μη ελληνικές κοινότητες μοναχών.

Με τη συνθήκη αυτή επιλύθηκε οριστικά το ζήτημα της κυριαρχίας του Αγίου Όρους, ενώ το 1927 κωδικοποιήθηκε και η συνταγματική προστασία του, με την θέση σε ισχύ του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο συνέταξαν και ψήφισαν οι ίδιοι οι Αγιορείτες. Το Άγιο Όρος αποτελεί έκτοτε αυτοδιοικούμενο τμήμα του ελληνικού κράτους με έδρα τις Καρυές, όπου τη διοίκηση ασκεί το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων των είκοσι ιερών μονών (Ιερά Κοινότητα) με τη συμμετοχή εκπροσώπου του ελληνικού κράτους (Διοικητής Αγίου Όρους). Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η Ιερά Επιστασία, αποτελούμενη από τέσσερα μέλη επιλεγμένα από τις πέντε «πρώτες τη τάξει» μονές. Την εποπτεία του Όρους σε πνευματικά θέματα διατηρεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ενώ τα θέματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας αναλαμβάνει ο Διοικητής, ως εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους, και το Υπουργείο Εξωτερικών.

 

Βιβλιογραφία

  • Διβάνη Λένα, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), Εκδόσεις Καστανιώτη, 2η έκδοση, 2001.
  • Ιορδάνογλου Αντώνης, Άγιον Όρος -Το Περιβόλι της Παναγίας, Εκδόσεις Road, β’ έκδοση, 2001.
  • Καδάς Σωτήρης, Το Άγιον Όρος -Τα Μοναστήρια και οι Θησαυροί τους, Εκδοτική Αθηνών, 1999.
  • Κολοβός Ηλίας, «Το Άγιον Όρος και η συγκρότηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», στο συλλογικό Η άλωση της Κωνσταντινουπόλης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, επιμ. Τόνια Κιουσοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005, σελ. 114-115.
  • Πατρινέλης Χρήστος, Θησαυροί του Αγ. Όρους, 1997.
  • Νίκος Σβορώνος, «Το Άγιον Όρος» στο συλλογικό Μακεδονία: 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, 1992, σελ. 370-371.


[1] Παρόμοιες θέσεις αναφορικά με τη διανομή των πρώην οθωμανικών εδαφών στα Βαλκάνια είχε και η Βουλγαρία, θεωρώντας ότι η συνεισφορά της στη συμμαχική νίκη ήταν αναλογικά μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή της Σερβίας και της Ελλάδας, κατά συνέπεια θα έπρεπε να «αποζημιωθεί» λαμβάνοντας τη «μερίδα του λέοντος» στη Μακεδονία.

[2] Λ. Διβάνη, Η Εδαφική Ολοκλήρωση της Ελλάδας, 2000, σελ. 350.

[3] Έχει υποστηριχθεί ότι το υπόμνημα ήταν έμπνευση και έργο του Πάβελ Μανσούροφ (υπαλλήλου του Συνοδικού Γραφείου Μόσχας και πρώην γραμματέα της Ρωσικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη) και του Μπόρις Σεραφείμοφ (τμηματάρχη επί των εκκλησιαστικών στην ίδια πρεσβεία), αλλά η πληροφορία δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί.

 

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές από το ίδιο πανεπιστήμιο. Έχει εργαστεί ως ερευνητής σε προγράμματα των Πανεπιστημίων Yale και Columbia των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και στο πρόγραμμα "Joint History Project" του Ιδρύματος για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη (CDRSEE). Το 2018 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με ερευνητικό αντικείμενο το Κρητικό Ζήτημα και την πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων (Τμήμα Ιστορίας & Πολιτικής Επιστήμης). Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η ιστορία και η πολιτική της Ελλάδας, της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου.



Απόπειρες Διεθνοποίησης του Αγ. Όρους κατά τον 19ο και 20ο αιώνα και ο ρόλος της Ρωσίας

γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.


Μόλις προχθες, την Πέμπτη 16 Ιουνίου ξεκίνησαν στα Χανιά οι εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Ιεράς Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών, της πρώτης συνόδου που πραγματοποιείται με σκοπό την έκφραση και ανταλλαγή απόψεων των Ορθόδοξων Εκκλησιών από την εποχή του Σχίσματος με την Καθολική Εκκλησία το 1054. Σε αυτήν επρόκειτο να συμμετέχουν εκπρόσωποι από 14 Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά την τελευταία σχεδόν στιγμή ανακοίνωσαν ότι θα απέχουν πέντε από αυτές, μεταξύ των οποίων και η Ρωσική, η πολυπληθέστερη Ορθόδοξη εκκλησία στον κόσμο. Αν και δεν έχουν δοθεί σαφείς πληροφορίες, ο κύριος λόγος για αυτό εκτιμάται ότι είναι η διαμάχη μεταξύ της Ρωσικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης για την πρωτοκαθεδρία της Ορθοδοξίας, χωρίς να αποσιωπάται η προσπάθεια ορισμένων εκκλησιών να χρησιμοποιήσουν τη σύνοδο με πολιτικό τρόπο για δικές τους επιδιώξεις.