Guest

Από το πρώτο ξάφνιασμα μέχρι την άνευ όρων παράδοση

 

Για πολλά χρόνια, σαν λαός, ζούμε στη φούσκα – λάθος, στη ροζ τσιχλόφουσκα! – της Big Babol, της ευδαιμονίας των ευρωπαϊκών πακέτων, που με τη συναίνεση και τις ευλογίες των πολιτικών μας – όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών σχηματισμών, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις όχι κομμάτων, αλλά προσώπων – τα κάναμε μεζονέτες, τζιπ και διακοποδάνεια, χωρίς αντίκρυσμα. Από την άλλη, η τιβι παίζει σαπουνόπερες με τις οποίες ξεκαρδιζόμαστε, αποχαυνώνοντας το μυαλό μας μπροστά στο γυαλί και στο life style που μας σερβίρουν, τα μπότοξ, τα χρωματιστά ταγέρ του Dior και οι ψηλοτάκουνες Louboutin της κάθε “δημοσιογράφας”, μαζί με τα αντίστοιχα κοστούμια και γραβάτες του κάθε πουλημένου αποβράσματος, που εκπροσωπεί τη δημόσια ενημέρωση. Κι έρχεται ένα πρωί το παιδί της σφαλιάρας, ο Τζανετάκος της πολιτικής, και μας ρίχνει την πιο ξεγυρισμένη σφαλιάρα του κόσμου, από εκεί που δεν την περιμέναμε – ΔΝΤου, ΕΚΤου, κλπου, κλπου – και μένουμε μ@λάκες, όπως τη στιγμή που σου σκάει ξαφνικά η τσιχλόφουσκα και σου κολλάει στη μάπα! Μας πετάει και η τιβι μια καινούρια λέξη – κρίση! – κι άντε τώρα εμείς, με τη ροζ τσίχλα κολλημένη στη μούρη, να ανοίγουμε τον Μπαμπινιώτη, για να ψάξουμε την ερμηνεία της!

Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, κακήν κακώς, καταφέρνουμε να εξέλθουμε από την πρώτη φάση του αιφνιδιασμού και αρχίζουμε να ξεκολλάμε τη σκασμένη τσιχλόφουσκα από το πρόσωπό μας. Κάποιες φορές, μαζί με την τσιχλόφουσκα, ξεφλουδίζει και ολίγη από δερματάκι – σαν να λέμε, μια ελαφριά απολεπισούλα, έτσι, ίσα – ίσα για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε αυτό το καινούριο που μας συμβαίνει. Αλλά μπαααα… ακόμα δεν τρέχει τίποτα!…

Και κάπου εκεί κοντά στη 2ετία, κάτι αρχίζει να κουνιέται. Τα πρώτα σημάδια αγανάκτησης γίνονται ορατά, μια ανεπαίσθητη μορφή αντίδρασης από ανθρώπους που χτυπήθηκαν πρώτοι από το νέο “καθεστώς”, σε χρόνο μάλλον παράλληλο με τις πρώτες αυτοκτονίες. Αυτό ήταν! Οι αυτοκτονίες! Το πρώτο ισχυρό σοκ, το πρώτο σοβαρό κοινωνικό ταρακούνημα! Αυτοκτονίες απλών ανθρώπων, που δεν άντεξαν την πίεση ούτε καν στο αρχικό της στάδιο και έδωσαν τέλος στη ζωή τους, αφήνοντας όλους εμάς τους υπόλοιπους με το στόμα ανοιχτό, σαν χάνους!

Και μετά, αρχίζει το ντόμινο της ανεργίας, της αστεγίας, της ιατροφαρμακευτικής αδυναμίας να κουτρουβαλάει με ρυθμούς όλο και πιο γοργούς, επηρεάζοντας όλο και περισσότερο κόσμο, ολόκληρου του κοινωνικού ιστού. Και κανένας δεν τιμωρείται. Κανένας και για τίποτα. Μόνο συλλέγονται στοιχεία! Στοιχεία και αποδείξεις, που δεν χρησιμοποιούνται πουθενά! Και τότε, βλέποντας την κοινωνία να παραπαίει καθημερινά όλο και περισσότερο, βγαίνουν μπροστά κάποιοι με μεγαλύτερο ψυχικό σθένος και μιλάνε για αλληλεγγύη, για εκείνο το πολύτιμο αγαθό, το πολύ χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας στην πρωτογενή της μορφή, απ’ το οποίο οι μεν προσφέροντες αντλούν δύναμη μέσα από την προσφορά τους στον συνάνθρωπο, οι δε ωφελούμενοι, από τη δοτικότητα των πρώτων. Και κάπως έτσι εμφανίζονται οι πρώτες ομάδες αυτοργάνωσης συσσιτίων, παροχής ιατρικής περίθαλψης, συλλογής φαρμάκων και τροφίμων, βασικών ειδών διαβίωσης και ρουχισμού. Και ο περισσότερος κόσμος αρχίζει να ξαναβρίσκει κάποιο νόημα μέσα από τη συμμετοχή του, είτε στη μία, είτε στην άλλη πλευρά. Είπαμε, η δύναμη που αντλείς μέσα από την αλληλεγγύη, η δύναμη της προσφοράς στον συνάνθρωπό σου, είναι τεράστια. Το ίδιο και ελπίδα. Η ελπίδα ότι όλο αυτό σύντομα θα τελειώσει. Ότι κάποιος απ’ όλους εκείνους που μας διοίκησαν και μας διοικούν, θα αντιλαμβανόταν ότι η ύπαρξη, η διοικητική υπόσταση μιας ολόκληρης χώρας, δεν είναι δυνατό να στηρίζεται συνέχεια και μόνο στην αλληλεγγύη. Ότι η ανάγκη για σοβαρές αποφάσεις, μέτρα και οργάνωση είχε χτυπήσει για τα καλά την πόρτα της χώρας μας και ότι αντίστοιχες θυσίες με εκείνες του λαού, θα έπρεπε να γίνουν κι από πλευράς των διοικούντων, όπως κι αν μεταφράζεται αυτό. Και να σας πω την αλήθεια, στο δικό μου μυαλό, αυτό το “αντίστοιχο” μεταφράζεται με τη θυσία της καρέκλας και το μέγεθος του πολιτικού κόστους.

Και η ζωή συνεχίζεται. Στο μεταξύ όμως, όσο κι αν δουλεύει η αλληλεγγύη, όσο κι αν ο κόσμος που προσφέρει πολλαπλασιάζεται, μαζί του πολλαπλασιάζεται και η ανεργία, η αστεγία, οι θάνατοι. Μα ασφαλώς! Η αλληλεγγύη δεν επιλύει προβλήματα. Η αλληλεγγύη απαλύνει και επουλώνει. Είναι σαν να προσπαθείς να θεραπεύσεις τον καρκίνο με Ντεπόν! Γίνεται; Δεν γίνεται. Ο χρόνος κυλάει και οι στατιστικές δείχνουν αύξηση των αυτοκτονιών. Ο μέσος κόσμος συγκινείται. Αδειάζει τις ντουλάπες. Εξοικονομεί στην άκρη μια μερίδα φαγητό. Χαρίζει ρούχα και παπούτσια. Στήνει καζάνια στις γειτονιές. Χτίζει τοίχους αλληλεγγύης. Γιατροπορεύει αρρώστους. Ο μέσος Έλληνας, εκείνος που ακόμα αντέχει, γίνεται “ψυχολόγος” εκείνου που εγκαταλείπει. Όμως μέχρι εκεί. Κανένας άλλος δεν συγκινείται. Κανένας δεν αναλαμβάνει το “αντίστοιχο” κόστος, το πολιτικό κόστος, εκείνο που θα οδηγούσε σε οριστικές λύσεις και όχι σε γιατροπορέματα. Για κάποιους – με ή χωρίς γραβάτες, κοστούμια και σώβρακα – παραμένουν υπεράνω όλων τα μικροσυμφέροντα και οι μικροπολιτικές! Κι ο κόσμος πεθαίνει! Πεθαίνει ή αυτοκτονεί, πανάθεμά σας!

Τα χρόνια περνούν, τα εισοδήματα συρρικνώνονται, η ζωή ακριβαίνει. Οι ντουλάπες έχουν αδειάσει. Το φαγητό δεν επαρκεί πια. Οι τοίχοι της αλληλεγγύης χτίστηκαν, ζωγραφίστηκαν, τώρα πια όμως, όλο και λιγοστεύουν αυτά που περισσεύουν να κρεμάσουμε στα δίχαλα για τον συνάνθρωπο. Τα παιδιά, καθημερινά, μισούν όλο και περισσότερο το σχολείο. Οι γονείς, καθημερινά, επιστρέφουν όλο και πιο κουρασμένοι στα σπίτια τους – ψυχικά ράκη, που σέρνουν τα σώματά τους σαν πτώματα, των οποίων τα αποθέματα δύναμης όλο και λιγοστεύουν, λιγοστεύουν, λιγοστεύουν. Οι ηλικιωμένοι εξαντλούνται, ψυχικά και σωματικά. Άνθρωποι, ανεξαρτήτου φύλου και ηλικίας, που δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στους ρόλους τους – του άνδρα και της γυναίκας, του πατέρα και της μάνας, του παππού και της γιαγιάς, του εργαζόμενου που προσφέρει στην κοινωνία – χάνουν το δρόμο τους, την πίστη τους, την αυτοεκτίμησή τους, καταρρέουν, πεθαίνουν, αυτοκτονούν… στα παγκάκια, πηδώντας απ’ τα μπαλκόνια, πέφτοντας στους δρόμους ξεροί. Οι αντιστάσεις μειώνονται, μειώνονται κάθε μέρα και πιο πολύ, θρέφοντας το τέρας της βίας, του φασισμού, του ρατσισμού και του παραλογισμού, σε βάρος της αντοχής, της δύναμης και της λογικής. Κι ο κόσμος πεθαίνει. Πεθαίνει ή αυτοκτονεί. Γύρω μας. Δίπλα μας. Κι εμείς συνηθίζουμε, συνηθίζουμε, συνηθίζουμε…

Όχι, δεν είναι παραμύθι και το ξέρετε όλοι σας, κι αυτοί που συμφωνείτε κι εσείς που κλείνετε μάτια, αυτιά και στόματα μπροστά στην αλήθεια. ΔΕΝ είναι αφήγημα. Περιγράφω τη ζωή μας, τα τελευταία 6 – 7 χρόνια. Την καθημερινότητά μας. Το κατρακύλισμά μας. Την κοινωνική μας κατάρρευση. Την ηθική και αξιακή μας πτώση. Την υπεράνθρωπη προσπάθειά μας να επιβιώσουμε όπως όπως και σήμερα, χάνοντας καθημερινά τη δύναμή μας να αντισταθούμε στην πολιτική σήψη, την κοροϊδία, το ξεπούλημα, την προδοσία που υπάρχει γύρω μας. Και καθημερινά το τέρας μεγαλώνει. Μεγαλώνει όλο και περισσότερο! Κι ο κόσμος πεθαίνει! Πεθαίνει ή αυτοκτονεί! Γύρω μας. Δίπλα μας. Κι εμείς απλά συνηθίζουμε…

 

 

Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!

   

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Η Λίλιαν Μπαντάνη είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (2006) και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜBA) του Kingston University of London (2009). Είναι μέλος του ΙΔΙΣ (Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων) του Παντείου Πανεπιστημίου και του ΚΕΜΜΙΣ (Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών) του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, ως στέλεχος του Τμήματος Εξαγωγών ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και συμμετέχει εθελοντικά σε προγράμματα στήριξης αστέγων και πρόληψης για την απώλεια της στέγης. Είναι μητέρα δύο παιδιών, μιας κόρης, φοιτήτριας Νομικής του ΔΠΘ και ενός γιου, μαθητή Β’ Λυκείου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Από φέτος, φοιτά στο Τμήμα Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Από το πρώτο ξάφνιασμα μέχρι την άνευ όρων παράδοση

γράφει η Λίλιαν Μπαντάνη.

Πάμε πάλι απ’ την αρχή! Να ανακεφαλαιώσουμε την ύλη, για να ξαναφρεσκάρουμε την κοντή μας μνήμη, έστω και των τελευταίων μόνο ετών, των πιο πρόσφατων…

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο